Με την πρώτη κιόλας σκηνή, ένα ζαλιστικό πανοραμικό μουσικοχορευτικό νούμερο πάνω σε έναν τυπικό αυτοκινητόδρομο του Λος Άντζελες που εύχεσαι να μην τελειώσει, παραδόθηκα αμαχητί στο La La Land, ένα από τα μεγάλα φαβορί στην επερχόμενη κούρσα των Όσκαρ, με πολλά βραβεία κριτικών στο ενεργητικό του. Το είχα ανάγκη, όπως το χρειάζεται η εποχή – μια απόδραση από τον ρεαλισμό, με πολύ ταλέντο και καμία χαζομάρα. Η τυχαία γνωριμία των εποχούμενων Ράιαν Γκόσλινγκ και Έμα Στόουν γίνεται επεισοδιακά, ενώ παίρνουμε μια πρώτη, γερή γεύση για μια έντονη κινητικότητα με το ξέσπασμα στο μποτιλιάρισμα και για το πώς ο Ντέμιαν Σαζέλ δεν θα κάτσει ήσυχος ούτε θα καρφώσει εύκολα την κάμερά του σε ένα σημείο, εκτός κι αν υπάρχει σοβαρός λόγος – κι έτσι έγινε. 

 

Το σημείο αναφοράς είναι το On the Town των Ντόνεν και Κέλι, το πρώτo, 13 χρόνια πριν από το West Side Story, που βγήκε στους δρόμους και ανέπνευσε τον ρεαλισμό της πόλης μακριά από τα επαναλαμβανόμενα σκηνικά και τη μηχανική υπερβολή που είχε αρχίσει να κουράζει και τους πιο φανατικούς.

 

Οι αναφορές της ταινίας είναι πολυάριθμες και εκλεκτικές από έναν δημιουργό που, πριν από το οσκαρικό Χωρίς Μέτρο, έκανε το ντεμπούτο του με τη μεγάλου μήκους προέκταση του διδακτορικού του στο Χάρβαρντ, το ελεύθερης ροής, ασπρόμαυρο, επίσης τζαζοκεντρικό Guy and Madeline on a Park Bench. Ξεκινώντας από το φρενήρες πνεύμα, με θέμα κυρίως τα θεατρικά παρασκήνια, της σωρείας των μιούζικαλ από τη δεκαετία του '30 και αντίστοιχα την Έμα Στόουν (καταπληκτική, διάφανη, συγκινητική και διασκεδαστική, σαν μελαχρινή εκδοχή της Τζόαν Μπλοντέλ από το Gold Diggers του 1933), και περνώντας από τα καλύτερα της MGM με τους ιπτάμενους Φρεντ Αστέρ και Τζιν Κέλι, το φιλμ διασχίζει με γενναιόδωρη περπατησιά και μονταζιακό νεύρο τους μεγάλους Αμερικανούς τεχνίτες, την ίδια στιγμή που διαπνέεται από την απαλή μελαγχολία που έχουν τα αριστουργήματα του Ζακ Ντεμί, οι Ομπρέλες του Χερβούργου και οι Δεσποινίδες του Ροσφόρ, με τη μουσική του Τζάστιν Χέρβιτς να εμπνέεται εξίσου από το american songbook, την κλασική τζαζ και την εκδοχή του Μισέλ Λεγκράν. Το σημείο αναφοράς είναι το On the Town των Ντόνεν και Κέλι, το πρώτo, 13 χρόνια πριν από το West Side Story, που βγήκε στους δρόμους και ανέπνευσε τον ρεαλισμό της πόλης μακριά από τα επαναλαμβανόμενα σκηνικά και τη μηχανική υπερβολή που είχε αρχίσει να κουράζει και τους πιο φανατικούς.

 

Με παιχνιδιάρικη ειρωνεία, διάσπαρτη σκληρότητα, αλλά ποτέ κυνισμό –αλίμονο, σε μιούζικαλ βρισκόμαστε–, ο Σαζέλ τοποθετεί την ιστορία του στις τέσσερις εποχές του χρόνου που δεν διαφοροποιούνται ποτέ (έμμεση αναφορά στην αγαπημένη του ταινία, It's always fair weather), ξεκινώντας από κάποια ηλιόλουστα Χριστούγεννα, φωτίζοντας μοναδικά, ανάμεσα στην κινηματογραφική φαντασία και μια ντεμί πραγματικότητα, που, είναι αλήθεια, δεν έχει αλλάξει και πολύ σε αυτή την πόλη, καθώς το μεγαλύτερο κομμάτι του αστικού σκηνικού παραμένει ως είχε και τα νέα παιδιά κυνηγάνε πάντα ανέφικτα όνειρα στον χώρο του θεάματος. Σταδιακά, το La La Land, το πιο συνηθισμένο παρατσούκλι της Πόλης των Αγγέλων, γίνεται κτήμα του Σαζέλ και οι χαρακτήρες ζούνε άφοβα και αφομοιωμένα στις αναφορές τους, από το Επαναστάτης Χωρίς Αιτία, με μια καταπληκτική σεκάνς στο εμβληματικό Πλανητάριο του Griffith Park, μέχρι το παλιό σινεμά που παρακμάζει και το κλαμπάκι που θέλει να μισθώσει, αν ποτέ βρει τα λεφτά, ο Γκόσλινγκ για να παίζει τη μουσική που αγαπά, την τζαζ, όπως τη γέννησαν οι τιμημένοι προκάτοχοί του. Στην πόλη που «προσκυνάει τον καθένα και δεν εκτιμά κανέναν» τα διλήμματα που προκύπτουν κινούνται επίσης παράλληλα. Η Στόουν έχει φτάσει στα όριά της με τις ακροάσεις που δεν την οδηγούν πουθενά κι έναν θεατρικό μονόλογο όπου αποκαλύπτει με μελωδική αβρότητα τα σώψυχα της και ο Γκόσλινγκ καλείται να διαλέξει αν θ' ακολουθήσει το μεροκάματο του πιανίστα για δεξιώσεις κι εστιατόρια ή μια safe, μίζερη, ανέμπνευστη καριέρα ως μουσικός σε συγκρότημα ενός παλιού φίλου του, ο οποίος ξεκίνησε μεν με τις ίδιες βάσεις, αλλά εξελίχθηκε σε fusion σταρ, μπασταρδεύοντας ένα είδος που, κατά τον Γκόσλινγκ, απαγορεύεται να μιανθεί – έξυπνα, τον φίλο υποδύεται ο Τζον Λέτζεντ, ο οποίος έχει κάνει υπολογίσιμη καριέρα, αναβιώνοντας μια πιο μελωδική, και σίγουρα παλιακή R&B, με ψυχή.

 

Η ηθοποιός και ο μουσικός. Ο συμβιβασμός και η ελπίδα. Το όνειρο και η πραγματικότητα. Πιο Λος Άντζελες, πεθαίνεις...

 

Σε αυτό το μήκος κύματος χορεύει και τραγουδάει η ταινία. Το τι είναι πιο σημαντικό, το νέο ή το παλιό, το αν το νέο είναι επίφοβο και το παλιό αφορά τους μεσόκοπους και ποιο από τα δύο θα πουλήσει περισσότερο, είναι ένα ψευτοερώτημα, σαν τέρας με πολλά κεφάλια, και δεν μπορεί να απαντηθεί με σιγουριά, ούτε καν από τους ειδικούς. Ο Σαζέλ μας λέει, με όλα τα μέσα που έχει στα χέρια και τη φαντασία του, πως η φόρμα δεν έχει ηλικία, πως σημασία έχει ο καθαρισμός της συνείδησης από το μπέρδεμα που φέρνει η αναμονή και η έλλειψη επιλογών αλλά και πως η κατάκτηση ενός ονείρου, παρ' ότι φέρνει τεράστια ικανοποίηση, δεν εγγυάται την ευτυχία, όπως την αποτυπώνει το σινεμά της υπόσχεσης και της διαφυγής. Και αυτό, ευτυχώς, τον ξεχωρίζει από τη στάνταρ αφήγηση των παλιών μιούζικαλ με το (κατ)αναγκαστικό happy end ή την ολοσχερή, μελό τραγωδία, όπως το Ένα αστέρι γεννιέται. Δεν υπονομεύει το είδος και δεν το υπηρετεί δουλικά. Διότι άλλο είναι να αραδιάζεις, με τεχνική δεξιοτεχνία τις πηγές σου σαν να μη σε αφορούν πραγματικά κι άλλο να τις αξιοποιείς σε έναν φόρο τιμής με προσωπικό γούστο και νέες ιδέες. Και φυσικά, με ένα αξέχαστο, γλυκόπικρο ρομάντσο. Η ηθοποιός και ο μουσικός. Ο συμβιβασμός και η ελπίδα. Το όνειρο και η πραγματικότητα. Πιο Λος Άντζελες, πεθαίνεις...