Κανονικό μιούζικαλ, μεταφορά της αντίστοιχης επιτυχίας στο Μπρόντγουεϊ, με έμπνευση πάντα το πρωτότυπο φιλμ του Τζον Γουότερς από το 1988. οι χαρακτήρες είναι χτυπητοί και θα συζητηθούν αναγκαστικά, η κεντρική ηρωίδα είναι εντελώς χοντρή και την υποδύεται μια άγνωστη, πρόθυμη και ταλαντούχα ηθοποιός (η Νίκι Μπλόνσκι) και τη μάνα της, όπως και στις προηγούμενες εκδοχές, ένας άνδρας. Το σοκ είναι μεγάλο όταν εμφανίζεται ο Τζον Τραβόλτα με προσθετικό πάχος και φουσκωμένο μαλλί, και πρέπει να ομολογήσω πως είναι πάρα πολύ ευχάριστος, τραγουδάει σωστά όπως πάντα και χορεύει ακαταμάχητα, χωρίς να πτοείται από την τεράστια περιφέρεια και τις γάμπες-μπουκάλες που τις έχει αρματωθεί για να ενσαρκώσει τη σεξουλιάρα αλλά μητρική Έντνα Τέρνμπλαντ. Μην ψάχνετε για ποιο λόγο το ρόλο υποδύεται ένας άνδρας και όχι μια γυναίκα. Γιατί έτσι! Μιούζικαλ γυρίζουν, σινεμά κάνουν, στα ‘60s αναφέρονται, όλα είναι πιθανά και εφαρμόσιμα αν ο σκοπός πετυχαίνει. Και εδώ το θέμα είναι ο χειρισμός μιας εποχής, πέρα από τις πρώτες εντυπώσεις και τα καλογραμμένα τραγούδια. Έχουμε συνηθίζει να βλέπουμε τις ακραίες πλευρές μιας δεκαετίας που είτε μας παρουσιάζει την πολύχρωμη τσιχλόφουσκα της επιφάνειας είτε μας ταξιδεύει στην επαναστατημένη αντίδραση σε ένα σύστημα που πέθαινε με χλαπαταγή. Το Hairspray αναφέρεται στα τηλεοπτικά συστατικά που συντηρούσαν την εποχή και σταδιακά τα δηλητηριάζει, οξύνοντας τους τόνους της αντιπαράθεσης ανάμεσα στη χοντρή μελαχρινούλα που πρέπει να παλέψει με την ξανθιά κόρης μιας ξανθιάς, όμορφης και πάρα πολύ ρατσίστριας μάνας (Μισέλ Φάιφερ), που κινεί τα νήματα στον τηλεοπτικό σταθμό, μισώντας τις διεκδικήτριες του τίτλου Μις Εφηβικό Χτένισμα, που έχει καπαρώσει για λογαριασμό της μικρής της πριγκίπισσας. Η ταινία αντιστρέφει τη μονότονη, χοροπηδηχτή, ευτυχισμένη, κινηματογραφική φαντασία των ‘60s και το κάνει χωρίς να τροποποιήσει το μουσικοχορευτικό της προσανατολισμό. Σαν να βγήκε από τη συγκεκριμένη δεκαετία αλλά από ένα άλλο μυαλό. Πολύ πιο έντιμο και ισορροπημένο από το αποσπασματικό και φιλόδοξο Dreamgirls (που είχε και χειρότερα τραγούδια), το Hairspray μιλάει για τη διαφορά της ορμέμφυτης από τη παρά φύσει φιλοδοξία: η πρώτη εκφράζεται από τη μουσική, το χορό, τη χαρά της παρέας και τον ανεπιτήδευτο ερωτισμό, και η δεύτερη από τους ρατσιστές και τους δολοπλόκους (με κάποια απλοϊκότητα, σίγουρα, αλλά... είπαμε, ένεκα το μιούζικαλ).