Μεταφέροντας τη δράση του μυθιστορήματος της Σάρα Λόρενς, Fingersmith, από τη βικτοριανή Αγγλία στην κατεχόμενη από τους Ιάπωνες Κορέα της δεκαετίας του '30, ο Παρκ Τσαν Γουκ μετατρέπει το κλασικό βρετανικό θέμα της ταξικής διαστρωμάτωσης στη μάχη του καταπιεσμένου έναντι του αφεντικού του. Παράλληλα, δεν ξεχνά πως το φόρτε του είναι η εκδίκηση. Εκτός από το σαδιστικό άγγιγμα που χαρακτηρίζει το έργο του, η ιστορία της υπηρέτριας που έχει κληθεί να ληστέψει την κυρία της, αλλά αναπτύσσει ένα φλογερό ειδύλλιο μαζί της, ποντάρει πολύ στον ερωτισμό και τον ξεδιπλώνει σε τρία κινηματογραφικά κεφάλαια, το καθένα από τα οποία είναι ιδωμένο από διαφορετική σκοπιά. Η επανάληψη κουράζει, αλλά η καταπληκτική εικαστική δουλειά στη φωτογραφία, στα κοστούμια και στη σκηνογραφική επιμέλεια αποζημιώνει τις αισθήσεις, δημιουργώντας ένα μεθυστικό υβρίδιο νιπονισμού και αγγλισμού στην ατμόσφαιρα, με μυριάδες λεπτομέρειες και ζεστούς φωτισμούς, πληροφορώντας ανάλογα τους χαρακτήρες. Οι λεσβιακές σκηνές είναι αυτές που ήδη συζητήθηκαν στην πρώτη προβολή της ταινίας στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών, αλλά η διάρκειά τους και κυρίως η επιλογή του καδραρίσματος σε ολόκληρο το σώμα, με εξαίρεση το υποκειμενικό στην περιοχή του αιδοίου, δεν δικαιολογούνται δραματικά, πέρα από την προσωπική απόλαυση του κάθε θεατή, ανάλογα με το γούστο και τις ανάγκες του.