Ό,τι ήταν ο Πρέστον Στάρτζες για την κωμωδία είναι ο Πολ Γκρίνγκρας για τη δράση: ευλογία. Ουσιαστικά είναι ο μόνος σκηνοθέτης που δεν χρειάζεται μοντάζ για να διασπάσει το χώρο. Τον οργώνει σαν τρελός που τα έχει 400. Αυτό που άφησε να διαφανεί στην Πτήση 93, με την εκτεταμένη, εξουθενωτική, ζαλιστική χρήση της κάμερας στο χέρι, εδώ το τελειοποιεί με απαράμιλλο σθένος, σκηνοθετικό νεύρο και αδιάκοπο ρυθμό. Φτάνοντας στο τρίτο μέρος της υπαρξιακής περιπέτειας του Τζέισον Μπορν (ονειρεμένη επιλογή η «άδεια» κινητικότητα του Ντέιμον), ο Γκρίνγκρας διεισδύει στο δράμα ενός πράκτορα που μετά τη μνήμη και την ταυτότητά του κινδυνεύει να χάσει και την ψυχή του, και σωματοποιεί απόλυτα την αγωνία του, με μάχες σε απόσταση αναπνοής, κατά πόδας καταδιώξεις, αλλά και δραματικές ανατροπές, δηλώνοντας συνεχώς παρών με την κάμερά του στη μέση και περιμετρικά της δράσης.

Όσο κι αν ακούγεται αιρετικό, το δεύτερο και το τρίτο έργο της σειράς είναι σινεμά δημιουργού, κάτι που έχουμε να δούμε από τα πρώτα δείγματα ενθουσιώδους γραφής του Σπίλμπεργκ. Αισθανόμαστε πως είμαστε κι εμείς στη μέση του χαμού. Με απογυμνωμένη την αμφιβολία και το δισταγμό, ο Μπορν κινείται ανάποδα για να φέρει στη σωστή του θέση τον κύβο του Ρούμπικ που αποτελεί η ζωή του, και βαδίζει από το Ω για να καταλήξει, αν είναι τυχερός και επιζήσει, στο Α. Δεν μιλάμε για ένα δραματουργικό τρικ αμνησίας, όπως έχουμε δει κατά κόρον, αλλά για το ψυχικό ξεφοδράρισμα ενός κανονικού ανθρώπου, την προσπάθειά του να απαλλαγεί από τις εξαρτήσεις και τους φονικά ρομποτικούς αυτοματισμούς του και να βρει το νόημα. Το κίνητρο το έχει και η ταινία το αξιοποιεί θαυμαστά. Η τριλογία εξακολουθεί να ξεχωρίζει από το σαδιστικό σωρό γιατί σέβεται τη βία, δεν τη σερβίρει σαν πατσαβούρα στα αβοήθητα και ευσυγκίνητα μάτια μας, και την αναγάγει σε εργαλείο. Μοντέρνα, σφριγηλή, μυαλωμένη εκδοχή της δράσης.