Η ποικιλία και η ταξιδιάρικη διάθεση της Pixar δεν έχουν σταματημό. Μετά τους ωκεανούς, τα τέρατα, τους απίθανους υπερήρωες που θέλουν να ζήσουν φυσιολογικά, τα αυτοκίνητα και τα παιχνίδια που βρίσκουν μια θέση στην καρδιά ενός παιδιού, σειρά έχουν οι ποντικοί και η μαγειρική, με φόντο το Παρίσι. Και πάλι, το σενάριο είναι αξιοθαύμαστο. Ακουμπώντας στη λογική του Toy Story (όπου τα παιχνίδια μιλάνε τη δική τους διάλεκτο, που δεν τέμνεται με το ανθρώπινο γλωσσικό ιδίωμα), προχωράει περαιτέρω και βάζει τα ποντίκια με τους ανθρώπους να συναντηθούν σε ένα κοινό γήπεδο, την κουζίνα, χωρίς να χρειαστεί να μιλήσουν για να συνεννοηθούν.

Ο Ρεμί διαθέτει το φυσικό ταλέντο της όσφρησης και σκαμπάζει από φαγητά με διαισθητικό τρόπο, έχοντας την ικανότητα να συνδυάζει και να ακονίζει τη λεπτότητα της γεύσης. Ο πατέρας του, ο αδελφός του και όλο τους το σόι δεν συμμερίζονται τις ανησυχίες του. Κοιτάνε πώς θα επιβιώσουν και παραλίγο να ξεπαστρευτούν από λάθος του Ρεμί. Η αποικία των αρουραίων χάνεται στα ρέματα και τους υπονόμους, και μετά την αναγκαστική μετακόμιση, ο Ρεμί ανακαλύπτει πως όλον αυτό τον καιρό, ζούσε κάτω από την αγαπημένη πόλη των απανταχού gourmands, το Παρίσι. Στη φαντασία του αρχίζει να κατοικεί ο μακαρίτης Γκουστό, ο σούπερ σεφ που πέθανε μετά την κακή κριτική που δέχθηκε από τον βιτριολικό κριτικό γεύσης Άντον Ίγκο.

Και οι δύο χαρακτήρες αναφέρονται σε μια πραγματική ιστορία, του Γάλλου σουπερστάρ σεφ Μπερνάρ Λουαζό, ο οποίος έχασε ένα αστέρι Michelin και αυτοκτόνησε από την ηθική απόγνωση. Ο Άντον Ίγκο, με τη φιδίσια του προσέγγιση στο αντικείμενό του και την απόκοσμη ελπίδα του να εντυπωσιαστεί, φέρνει αμέσως στο νου τον μισάνθρωπο Άντισον Ντε Γουίτ, τον κριτικό θεάτρου στο Όλα για την Εύα, ρόλος που χάρισε Όσκαρ στον Τζορτζ Σάντερς το 1951 (σε μια αντιστροφή της μοίρας, ο Σάντερς αυτοκτόνησε απαυδησμένος, χρόνια αργότερα). Ο Ίγκο πλάθεται σε αυτό το πρότυπο και ορίζεται από τη μακρόσυρτη, κοροϊδευτική εκφορά του σπουδαίου Πίτερ Ο’ Τουλ. Στον κριτικό ανήκει η καλύτερη σκηνή του έργου, όταν ο ποντικός, μέσω του νεαρού και άσχετου από μαγειρική κληρονόμου του εστιατορίου του Γκουστό, του ετοιμάζει ένα ταπεινό πιάτο για το πολυαναμενόμενο comeback: ένα ratatouille, που ταξιδεύει ακαριαία, σαν μηχανή του χρόνου, τον Ίγκο στη χώρα της παιδικής του ηλικίας, όταν η μαμά του τον χάιδευε, κάπου στη γαλλική εξοχή, και του μαγείρευε το τουρλού, ένα ζεστό, ξένοιαστο μεσημέρι.

Ο αγγλο-γαλλικός τίτλος του φιλμ εμπεριέχει το rat (αρουραίος) στο δημοφιλές πιάτο της γαλλικής επαρχίας και δηλώνει το μεγαλείο της απλότητας της γαλλικής κουζίνας, όπως αντιτίθεται στην πολυπλοκότητα της μεταγενέστερης φήμης της. «Όλοι μπορούν να μαγειρέψουν» είναι το motto της ταινίας, και αυτό ισχύει για την αρετή και την τόλμη της Pixar, μιας εταιρείας που είχε ένα όνειρο και το μετέτρεψε σε ασταμάτητο δημιουργικό κρεσέντο, αναλαμβάνοντας να αναβαθμίσει την ιερή Disney, και να της εγχειρίσει το χαμένο της αστέρι. Οι κριτικοί, με τη βοήθεια του εισαγόμενου ποντικού (ή μάλλον αρουραίου, πιο ταπεινού, φτωχού και βρώμικου από τον εξιδανικευμένο, αλλά ξεπεσμένο Μίκι), θα πρέπει να συμφωνήσουν ότι η Pixar, με αυτή την πανέξυπνη και ταιριαστή παραβολή, ξεδιαλέγει τις παλιές αρχές, τις βράζει για να κατακάτσει το νόστιμο ζουμί τους, και τις σερβίρει με τον πιο απλό και ευφάνταστο τρόπο. Μια συναρπαστική ταινία, πέρα από τα στενά όρια των κινουμένων σχεδίων, εφάμιλλη του Νέμο και των Απίθανων.