Tα αδέλφια Άντονι και Τζο Ρούσο αναλαμβάνουν την κινηματογραφική ενσάρκωση των «Εκδικητών» από τον Τζος Γουέντον που, μετά τη μεγαλύτερη σε μέγεθος προσωπική ταινία που έγινε ποτέ (όπως ο ίδιος ομολόγησε πως ήταν «Η Εποχή του Ούλτρον»), ευχαρίστησε τη Μarvel και την Disney και ορκίστηκε να μην ξαναγυρίσει ποτέ στο σύμπαν που αγάπησε, αλλά για κάποιον λόγο που μπορεί να είναι πέρα από τις δυνάμεις του δυσαρεστήθηκε μαζί του. Τέλος πάντων, ο Στιβ Ρότζερς, κατά κόσμον Captain America, είναι τύποις πρωταγωνιστής σε μια υπερ-ταινία που κάλλιστα θα μπορούσε να πλασαριστεί ως «Εκδικητές, Μέρος Γ'» και ξεπερνά σε πρόθεση και βαθύτερο νόημα τα δύο προηγούμενα, αφού περιλαμβάνει το κλασικό μοτίβο της σωτηρίας του κόσμου, απλώς όχι σε τόσο αδρές γραμμές, και μεταφέρει τον πυρήνα στους χαρακτήρες και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις με πολιτικές προεκτάσεις.

 

Όντως, όσο κι αν ακούγεται παράταιρο σε μια διασκεδαστική σινε-σειρά που αντλεί τόνο και όγκο από κόμικ, το «Captain America: Εμφύλιος Πόλεμος» δεν παραπέμπει έμμεσα σε μια ερμηνεία της κοινωνίας, ανάλογα με τη διάθεση και τα αναγνωστικά εργαλεία του κάθε θεατή, αλλά αντιπαραβάλλει σαφώς και ευκρινώς τις τάσεις που προέρχονται από τη μιλιταριστική φύση των κεντρικών ηρώων. Βασικοί πρωταγωνιστές της κατάστασης που θίγεται, και του προβλήματος που ανακύπτει, είναι ο Καπ και ο Τόνι, ο ασπιδοφόρος στρατιώτης που ξύπνησε από τον λήθαργο και πολεμάει την αδικία, και ο δισεκατομμυριούχος, ωριμότερος πλέον, επιστήμονας που πολεμάει, εκτός από την αδικία προφανώς, και τους δαίμονες της ευφυΐας του. Κι επειδή στις τιτάνιες μάχες του πρόσφατου παρελθόντος οι παράπλευρες απώλειες ήταν πολλές, τα αθώα θύματα αρκετά και υπολογίσιμα και οι κυβερνήσεις, ως συνήθως, αχάριστες με τους εκλεκτούς, συνασπίστηκε ένα θεσμικό μέτωπο εναντίον τους και, με αφορμή τον αδόκητο χαμό ενός Αφρικανού βασιλιά, καλούνται όλοι οι «ενισχυμένοι» να συμμορφωθούν με τον ΟΗΕ. Αλλιώς θα παροπλιστούν και θα φυλακισθούν! Ώ της έκπληξης, ο Τόνι Σταρκ είναι αυτός που θα κατανοήσει πρώτος το μέγεθος της ευθύνης και την ανάγκη ελέγχου στις αστείρευτες, συνδυασμένες υπερδυνάμεις της παρέας και θα αναλάβει να πείσει τους υπόλοιπους. Εδώ θα βγουν τα μαχαίρια και οι κόντρες στη SHIELD, δηλαδή θα αναδειχθούν οι διαφορές που τόσα χρόνια τους χωρίζουν, όπως γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις που δυναμικά εγώ αναγκάζονται να συνεννοηθούν προσωρινά για να συμμαχήσουν, αλλά δεν κάνουν παρέα εκτός κινδύνου και επείγοντος. Οι Εκδικητές διχάζονται και στην άλλη άκρη βρίσκεται ο Captain America, ο οποίος, αν και καταλαβαίνει ποιο είναι το point, δεν πείθεται από τον Σταρκ και τους διεθνείς κυβερνητικούς, δείχνοντας μια φαινομενικά παράλογη αλληλεγγύη στον Στρατιώτη του Χειμώνα, την περίπου ανθρώπινη φονική μηχανή που παραλίγο να εξολοθρεύσει το σύμπαν στο προηγούμενο επεισόδιο, αλλά κάτι του λέει πως οι εντολές του ήταν συγκεκριμένες και η πλύση εγκεφάλου που είχε δεχθεί δεν απηχεί τον πραγματικό χαρακτήρα που κρύβεται κάτω από τον τροποποιημένο εκτελεστή.

 

Συνεπώς, οι φορείς της αντίθεσης είναι μεν οι δύο πιο αρχηγικοί χαρακτήρες (ευτυχώς, ο ζωώδης και ανιαρός Θορ, που μοιάζει να βγαίνει συνεχώς από άλλο παραμύθι, απουσιάζει, όπως και ο τσαντίλας Χαλκ), αλλά η επιλογή τους δεν είναι η αναμενόμενη. Ο Iron Man, το alter ego του Τόνι Σταρκ, είναι ένας πανέξυπνος ατομιστής, η επιτομή της δυνατότητας που δίνει η Αμερική στην προσωπική επιτυχία, τον ad infinitum πλουτισμό, την περιχαράκωση της ιδιωτικής περιουσίας. Κατέχοντας την τέχνη του λόγου και του επιχειρήματος, βγάζει γλώσσα στους πάντες, εχθρούς και λιγοστούς φίλους, δεν ανήκει παρά μόνο στον εαυτό του και θα περίμενε κανείς πως, ως πνεύμα αντιλογίας, δεν θα τσιμπούσε εύκολα σε κρατική επιτήρηση ή, ακόμη χειρότερα, σε διακρατικές αποφάσεις που θα έθιγαν την ελευθερία. Απέναντι σε αυτόν τον κατεξοχήν libertarian, τον συμπαθή στο κοινό, αλλά αντιπαθή σε οποιαδήποτε Αρχή, βρίσκεται ο εκπαιδευμένος φαντάρος, γαλουχημένος με τα ιδανικά του '40, τον ηρωισμό παλαιάς κοπής, που δεν διανοείται να αμφισβητήσει εντολές γιατί δεν υπήρχε σκεπτικισμός και κυνισμός στην εποχή του. Κι όμως, ο Cap μετρά τη δύναμή του και ελάχιστα αμφιβάλλει για την απείθειά του. Θέτει εαυτόν εκτός συντεταγμένης υπηρεσίας, είτε μιλάμε για τη SHIELD είτε για το (όποιο) επίσημο κράτος των ΗΠΑ, όπου ανήκει δικαιωματικά εδώ και 70 χρόνια. Δηλαδή, ο Τόνι πιστεύει στη δημοκρατία και την υπερασπίζεται, όσες αμφιβολίες κι αν έχει, όποτε θίγεται το προσωπικό του συμφέρον, ενώ ο Ρότζερς φασίζει με τη φόρα του αλάθητου ηρωισμού, όπως θα ισχυριζόταν μια αυτόκλητη, παραπλανημένη χούντα, ποζάροντας ως λεβέντης vigilante της δικαιοσύνης όπως την αντιλαμβάνεται. Η δικαιολογία του είναι η εύρεση της οικογένειας, μιας οικογένειας επιτέλους, της βαθύτερης, συναισθηματικής προστασίας, αν και ένας στρατιώτης που διασχίζει τον χρόνο λόγω της σχετικής αθανασίας που απέκτησε δεν είναι σε θέση να απαιτεί από έναν κοινό θνητό να επιβιώσει στο πλευρό του ‒ κάτω από αυτήν τη λογική, ο Στρατιώτης Χειμώνα, που όπως έχουμε διαπιστώσει στο προηγούμενο επεισόδιο τον γνωρίζει προσωπικά από τα χρόνια τα παλιά, είναι ο μοναδικός που του έχει απομείνει και δικαιολογεί τη στάση του, όσες... παράπλευρες απώλειες κι αν σκορπίσει στο διάβα του.

 

Με τον Τόνι Σταρκ στον ρόλο του τιμητή του πιο ατελούς πολιτεύματος παγκοσμίως, αλλά ταυτόχρονα και του μόνου αποδεκτού, το θέμα είναι καθαρά πολιτικό, με τον οικογενειακό παράγοντα να διανθίζει την ψυχαγωγική αξία της ταινίας, που είναι μεγάλη. Εμπορικά μιλώντας, ο «Εμφύλιος Πόλεμος» έρχεται τη στιγμή που η DC Comics ετοιμάζει πολύπλευρη αντεπίθεση, επιστρατεύοντας τα μεγάλα αφεντικά, τον Σούπερμαν εναντίον του Μπάτμαν, με όλους τους συμπληρωματικούς, όπως η Wonderwoman, να παίρνουν σειρά για τα δικά τους spin-offs. Η σύρραξη στη Marvel δεν είναι συμπτωματική, όπως δεν είναι τυχαία η προσθήκη αναπάντεχων δευτεραγωνιστών, όπως ο Antman και κυρίως ο Spiderman, με τον νεοεισελθόντα στο πάνθεον Τομ Χόλαντ ‒ τον μόνο που ξεχώρισε πραγματικά στο «Impossible» ως υπεύθυνος γιος της Νεϊόμι Γουότς. Απαραίτητα τα στρατηγικά τρικ, αλλά αποτελεσματικότατος ο χειρισμός των πολλών, αλληλοκαλυπτόμενων στοιχείων από τους Ρούσο, που σκοράρουν χωρίς υπερβολές στη δράση, σέβονται τους στρωμένους χαρακτήρες και γνωρίζουν καλά το σημείο υπεροχής (ή διαφοροποίησης) της Marvel από την DC, δηλαδή το ελαφρύ πάτημα στα βαριά θέματα λόγω της εμπειρίας τους στην τηλεοπτική κωμωδία ‒ κάτι ανάλογο με τον Άνταμ Μακέι, που από τον αιώνια εφηβικό παραλογισμό του Γουίλ Φερέλ προβιβάστηκε στη σάτιρα του «Μεγάλου Σορταρίσματος» και τα Όσκαρ. Οι Ρούσο πέρασαν από το τηλε-καταστασιακό στυλ του «Arrested Development» σε ένα σύνθετο υλικό που αναπτύσσουν με σκηνοθετική ταχύτητα και αίσθηση της οργανικότητας, απαραίτητο συστατικό όταν ζογκλάρεις όχι μόνο με τους ίδιους τους ήρωες που μπαίνουν ασταμάτητα στην πλοκή για να συνεισφέρουν, αλλά και με τις μικρές βιομηχανίες που έχουν στηθεί με τους «πειραγμένους» στο επίκεντρο.