Ο βραβευμένος σεναριογράφος Μπράιαν Χέλγκελαντ (Λος Άντζελες: Εμπιστευτικό) έχει σκηνοθετήσει στο παρελθόν το Payback και το 42, και στους Δίδυμους Θρύλους επιφυλάσσει μόνο μια ανατροπή, που δεν θα αποκαλύψουμε φυσικά, αλλά αυστηρά σεναριακή, όσον αφορά την αφήγηση. Όλη η ταινία, που βασίζεται στα ανδραγαθήματα και την παραβατική συμπεριφορά των σταρ γκάνγκστερ του Λονδίνου των '60s, δηλαδή των δίδυμων αδελφών Ρόνι και Ρέτζι Κρέιζ, διαθέτει πόζα και φιγούρα, λεπτομέρεια στην αναπαράσταση της εποχής, άφθονη μουσική που ενσωματώνει έξυπνα τις αυθεντικές επιτυχίες του swinging London, ερμηνευμένες και από την Ντάφι που εμφανίζεται ως τραγουδίστρια του νυχτερινού κέντρου των αδελφών, με ρετρό-μοντέρνο ηχητικό χαλί από τον εμπειρότατο Κάρτερ Μπέργουελ, αλλά τίποτε περισσότερο και κυρίως βαθύτερο, παρά την προσπάθεια και το μέγεθος. Η ατραξιόν της ταινίας είναι αναμφίβολα ο Τομ Χάρντι που υποδύεται και τους δύο Κρέιζ, υιοθετώντας αντίθετες και ακραίες προσεγγίσεις για δύο άνδρες που, όπως εκφράζεται κάποια στιγμή στο φιλμ, πολύ θα ήθελε να σκοτώσει ο ένας τον άλλο, αλλά για λόγους αγάπης δεν έφτασαν στον φόνο, βγάζοντας τα σπασμένα τους σε άλλους. Σε μια παραγωγή τόσο γυαλισμένη και στρογγυλή, ο παραλογισμός της σχέσης του Ρόνι και του Ρέτζι δεν βρίσκουν έδαφος για να στηριχθούν νοηματικά. Ο πιο σωματώδης και παρορμητικός Ρόνι ήταν ομοφυλόφιλος και σχιζοφρενής, που κρατιόταν με ψυχοφάρμακα για να μη χάσει τελείως τον έλεγχο, διατυμπάνιζε τις σεξουαλικές του προτιμήσεις σε λάθος στιγμές και δύσκολη περίοδο, διοργάνωνε όργια στο σπίτι του (όταν δεν έμενε σε τροχόσπιτο) και πέταγε φιλοσοφικά και ποιητικά τσιτάτα, όταν δεν απειλούσε, χτύπαγε, εκβίαζε ή δάγκωνε αυτιά! Ο Ρέτζι στριμώχτηκε ανάμεσα στην αγάπη του για τη γεμάτη ανευθυνότητα και αδρεναλίνη ζωή του κακοποιού και την ανάγκη του να ζήσει ήσυχα και οικογενειακά, ίσως για να διαφέρει από τον πιο εκτροχιασμένο και ανερμάτιστο αδελφό του. Ο Χέλγκελαντ πιάνεται από τον Ρέτζι για να χτίσει την καρδιά της ταινίας: τον παντρεύει με την ταπεινή και πιστή Φράνσις και τοποθετεί το δίλημμά του στην ανάγκη του να δραπετεύσει από το λαϊκό East End στις πιο χάι παρέες της πόλης, πάντα με τον στραβό τρόπο. Σε όλη του τη διαδρομή, η Φράνσις παραμένει η άγκυρα που τον συνδέει με τις ρίζες του και του υπενθυμίζει τον παράδεισο, τον ιδανικό ορίζοντα που οι πράξεις και ο χαρακτήρας του τον εμποδίζουν να διακρίνει καθαρά. Για να αποδώσει την κόντρα, ο αναμφισβήτητα θελκτικός Χάρντι τραβάει το σχοινί και στους δύο Κρέιζ που καλείται να κατανοήσει. Ο Ρόνι είναι μια παρανοϊκή καρικατούρα που υπονομεύει οποιαδήποτε πραγματική απειλή με χιούμορ που δεν αντιστοιχεί στις καταβολές και το επίπεδό του. Και ο Ρέτζι παραβγαίνει χαριτωμένος και γήινος, παρά τις εκρήξεις του, ως ομορφόπαιδο που διαθέτει τη συναισθηματική νοημοσύνη να ακυρώσει την πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία του ως πυγμάχου, αλλά φέρεται σαν το τελευταίο τσογλάνι όταν πρέπει να αναδειχθεί θριαμβευτής στο στερέωμα της νύχτας και της πόλης. Με τον Χάρντι διπλό πρωταγωνιστή μιας διπλά υπερβολικής ερμηνείας, η ταινία γλιστράει στο επιφανειακό σύμπαν του πρώιμου Γκάι Ρίτσι. Και αυτή ακριβώς είναι η ενοχλητική αίσθηση που αναδίδει η ταινία: δεν είναι η ίδια η ιστορία που ενδιαφέρει τον σκηνοθέτη Μπράιαν Χέλγκελαντ αλλά ο εντυπωσιασμός που επιδιώκει, το παρόμοιο σκεπτικό που διέπει τις κωμικογκανγκστερικές όπερες του Κουέντιν Ταραντίνο, χωρίς την ειρωνεία στις λέξεις, αλλά με τη διασκεδαστική ελαφράδα του επαγγελματία που επέλεξε μια σειρά από πιασάρικα περιστατικά και τα συνέδεσε με έναν τεχνητό βιογραφικό τρόπο.