Όταν ο Tόνι Σταρκ, μετά την καταστροφή της SHIELD, προσπαθεί να ενεργοποιήσει ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης που αποσκοπεί στη διατήρηση της τάξης, τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά. Για την ακρίβεια, πάνε εντελώς στραβά, καθώς δημιουργεί τον Ultron, ένα εξελιγμένο ρομπότ που όμως διακατέχεται από ιδέες μεγαλείου. Οι πανίσχυροι υπερασπιστές του πλανήτη Γη πρέπει να συνασπιστούν κατεπειγόντως για να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Καθώς ο μοχθηρός Ultron εξεγείρεται εναντίον της ανθρωπότητας, οι Εκδικητές είναι οι μοναδικοί που μπορούν να αποκρούσουν τα φρικτά σχέδιά του. Περίεργες και ύπουλες συμμαχίες θα προκύψουν και θα προλειάνουν το έδαφος για μια μοναδική, παγκοσμίου βεληνεκούς τιτανομαχία.


Οι Εκδικητές επιστρέφουν, απαλλαγμένοι από τον ασφυκτικό έλεγχο της κυβερνητικής SHIELD, ορκισμένοι εχθροί οποιουδήποτε επιβουλεύεται την ανθρωπότητα. Ως ομάδα, εξακολουθούν να λειτουργούν με γνώμονα την ηθική και παράγοντα την τυχαιότητα: διαφέρουν τόσο πολύ, που μόνο η αίσθηση του επείγοντος και η έξη στο καθήκον ενεργοποιούν της μάχιμες ικανότητές τους, καίρια και αρμονικά.
Στο φινάλε των πρώτων Εκδικητών υπονοήθηκε πως ο Thanos(όχι ο Θανάσης, αλλά ο Θάνατος υποθέτω...) θα ήταν ο επόμενος μεγάλος αντίπαλος. Ευτυχώς, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Τζος Γουέντον που ενορχηστρώνει με αυταπάρνηση τη σύλληψη και την εκτέλεση ενός τόσο αχανούς ανθρώπινου και κομίστικου υλικού είχε άλλη άποψη. Ο Τόνι Σταρκ/Iron Man μαζί με τον Μπρους Μπάνερ/Hulk επιχειρούν την υλοποίηση ενός προγράμματος τεχνητής νοημοσύνης και αποτυγχάνουν, με αποτέλεσμα να πάρει μορφή ο Ultron, ένας οργανισμός που προσπαθεί να σώσει τον πλανήτη από την ανθρωπότητα (!) και που επιπροσθέτως μπορεί να πολλαπλασιαστεί κατά βούληση, δυσκολεύοντας ακόμη και τους υπερήρωες στην αντιμετώπισή του. Αυτό που δυσχεραίνει πραγματικά το έργο εξόντωσης των Εκδικητών είναι πως ο Ultron, ένα προϊόν ψηφιακής τεχνολογίας και αχαρτογράφητης, ασταθούς νοοτροπίας, αφού δεν είναι ακριβώς κακός με τη μονοδιάστατη έννοια που έχουμε συνηθίσει σε περιπέτειες, live action και μη, αλλά ακαθόριστα σκοτεινός, είναι συνεπώς πολλαπλάσια επικίνδυνος. Και πώς να μην είναι, αφού μοιάζει να είναι το ρομποτικό παιδί ενός ιδιοφυούς αλαζόνα κι ενός ιδιοφυούς σχιζοφρενή, έχοντας σκανάρει αρχεία με συνισταμένη το πνεύμα και τις προθέσεις των δύο επιστημόνων! Ο Τόνι Σταρκ είναι ικανός για θαύματα με σβελτάδα αστραπής, αλλά αναλώνεται συχνά σε ανταγωνισμούς περιττούς, είτε καταστροφικούς είτε ελαφρά αστείους, όπως εδώ με τους χαρίεντες διαξιφισμούς με τον Θορ. Η περίπτωση του Μπάνερ είναι πιο απλή (όταν νευριάζει πρήζεται, πρασινίζει και τα σπάει, όπως μάλλον γνωρίζετε), φασαριόζικη και προσωρινά ιάσιμη με ημίμετρα, που στο σίκουελ των Εκδικητών αναλαμβάνουν σωματικά ο Iron Man και ψυχολογικά η Μαύρη Χήρα, αφού ο Μπρους και η σέξι κυρία Ρόμανοφ κάτι φτιάχνουν, πέρα από τα επαγγελματικά.


Ο Τζος Γουέντον οφείλει να ενορχηστρώσει τις παντοδύναμες ντίβες ανάλογα με τη δυναμική τους και το σενάριο προκύπτει μετά από ζύγισμα του πρότερου υλικού και των αναγκών του καθενός. Ο Τόνι Σταρκ είναι ηγετικός, λόγω και των ηγεμονικών του τάσεων, αλλά σοφά δεν γίνεται ποτέ ο αρχηγός, αφού έχει τις αντιπάθειες και τα θέματά του. Ο Κάπτεν Αμέρικα χρίζεται πλέον και επίσημα καπετάνιος – μια πύρρειος νίκη, αφού, εκτός από τα άξια γαλόνια του, δεν έχει σπουδαίο ρόλο στην ταινία. Ο Θορ έχει τις έγνοιες του με τον αενάως άτακτο Λόκι και τα προβλήματα στον πλανήτη του και ο Μπάνερ με τη Μαύρη Χήρα αναπτύσσουν έναν κώδικα επικοινωνίας και λειτουργίας που χρησιμεύει στην πλοκή, ένα ντάντεμα με προοπτικές άλλου τύπου. Ο Κλιντ Μπάρτον/Hawkeye επιφυλάσσει μια έκπληξη που δίνει χρόνο και χώρο στο σενάριο να παντρέψει καλύτερα τους ήρωες (ένα bonding γήινο, στο ξέφωτο του χαμού), ενώ στο καστ προστίθενται δύο δίδυμα αδέλφια, ο Πιέτρο και η Γουάντα Μάξιμοφ, δηλαδή ο απίστευτα γρήγορος Quicksilver και η προστατευόμενή του, τηλεπαθητικά πανούργα Scarlet Witch. Κάτω από την καθοδήγηση του αιρετικού επιστήμονα Στρίκερ, τα πειραγμένα αδέλφια δεν συμπεριφέρονται ως ομαλοί σύμμαχοι των Εκδικητών στην αρχή, αλλά οι ζόρικες περιστάσεις τούς οδηγούν, απρόθυμα, σε μια μεταστροφή.


Με τόσο κόσμο να συνωστίζεται για να πάρει σειρά, να κάνει κάτι ή απλώς να μιλήσει αλλά και να πει κάτι αξιοσημείωτο, η διάρκεια της ταινίας φτάνει αισίως τα 140 λεπτά. Εντελώς φυσιολογικά, κάπου θα υπήρχε διαρροή ενδιαφέροντος και αυτοσυγκέντρωσης ή αδυναμία επαρκούς ανάπτυξης. Παραδόξως, σχετικά κερδισμένα είναι τα πρόσωπα και ελαφρώς χαμένη βγαίνει η δράση! Ο Γουέντον, ο οποίος, να θυμίσω, στο περιθώριο των απαιτητικών Εκδικητών σκηνοθέτησε μια μινιμαλιστική, ασπρόμαυρη μεταφορά Σαίξπηρ στο σύγχρονο Λος Άντζελες, τη δική του εκδοχή του Πολύ κακό για το τίποτα, ενδιαφέρεται για χαρακτήρες με σαφή υπαρξιακά προβλήματα, χωρίς να κατεβάζει μούτρα, όπως ο Κρίστοφερ Νόλαν – θέλω να πω, όπως οι ήρωες στη βλοσυρή κι εξόχως αγέλαστη προσέγγιση που επιχειρεί ο Νόλαν στην τριλογία του Batman. Το ποπ στοιχείο στη Marvel είναι πάντα πιο εμφανές, αν και αρκετά συμμαζεμένο (καμία σχέση με τους δύο τσιχλοπολύχρωμους Batman του Τζόελ Σουμάχερ). Τα ψυχολογικά του Σταρκ, του Θορ, του Χαλκ φυσικά, αλλά και των υπολοίπων προέρχονται από έναν μαύρο τόπο, που ωστόσο υφίσταται για να δημιουργήσει πρωτίστως δράση και όχι να επεκταθεί στο δράμα. Ο Batman κυρίως, αλλά και ο Superman, μπορεί να σηκώνουν μεγάλες σκηνές δράσης στις πλάτες τους, αλλά άνετα τους χαρακτηρίζεις καταθλιπτικούς στον πυρήνα τους. Ο ψυχισμός τους δεν συνέρχεται ποτέ. Δεν διώκονται απλώς αλλά καταδιώκονται από τη φτιαξιά τους, αν και προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους, και πλανήτες. Ο Batman δεν έχει ξεπεράσει τη μοναξιά και τη βαριά ανασφάλεια στην οποία περιήλθε μετά την ορφάνια του και ο Superman κατατρέχεται από το σύνδρομο του (απολύτως) διαφορετικού, αφού είναι από άλλον πλανήτη και μονίμως αγρίως παρεξηγημένος, ό,τι κι αν κάνει. Τα ψίχουλα χαράς δεν τους δίνουν ποτέ ούτε την υπόνοια της ευτυχίας, τη στιγμή που οι ήρωες της Marvel, μέσα σε αντίστοιχης προβληματικής αγκάθια, μόνιμα και περιστασιακά, βρίσκουν πάντα διαφυγή, χιούμορ και χρόνο για σλάλομ διαθέσεων και εντάσεων.


Όσο κι αν ο εκσυγχρονισμένος γιγαντισμός των superhero blockbusters φανερώνει τις τάσεις της εποχής και την ευρωστία της κινηματογραφικής βιομηχανίας, η περιπέτεια αποτελεί πάντα τον κύριο λόγο της κατασκευής τους και το βασικό συστατικό στο DNA τους. Σε αυτό τον τομέα, ο Γουέντον δεν προσθέτει κάτι καινούργιο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως χάνει το εύστροφο άγγιγμα του Μίδα. Οι σκηνές συγκρούσεων συνεχίζουν με δύναμη αλλά όχι και πρωτοτυπία. Φοβάμαι, δε, πως όσο οι Εκδικητές παραμένουν ενωμένοι, επειδή είναι τόσο επιτυχημένοι, τόσο θα επαναλαμβάνονται στο ύφος και την υφή – ακόμη και με την επικείμενη αποχώρηση του Γουέντον από την καρέκλα του σκηνοθέτη για το επόμενο διπλό επεισόδιο, που αναμένεται τον Μάιο του 2018 και του 2019. Η αυταπάρνηση του Γουέντον, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, δεν συνεπάγεται έλλειψη στίγματος ή ταλέντου αλλά την απουσία τρέλας, λόγω σεβασμού προς ένα σινεκόμικ που λατρεύεται από εκατομμύρια θεατές και μια επιχειρηματική αγελάδα που φέρνει πίσω δισεκατομμύρια δολάρια.