Βασικά, είναι μια ιστορία ερωτικής επιβολής και κυριαρχίας στη σχέση, με δόλωμα την παράκαμψη από τη συνηθισμένη ερωτική δεοντολογία. Αμφότεροι έχουν κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό τους, την παραδοσιακή κόντρα του σκληρού με το ρομαντικό, και σταδιακά συμβαίνει η αμοιβαία υποχώρηση, όπως περίπου ο συμβιβασμός στα ζευγάρια όλου του κόσμου. Τα αξεσουάρ είναι το γαργαλιστικό κομμάτι της υπόθεσης, καθώς όλο αυτό το πρότζεκτ απευθύνεται σαφώς σε ένα κοινό που μπορεί να έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τις έννοιες του bondage και του πόνου γενικότερα ως ερωτικού συστατικού, και το έξτρα πιπέρι, που βοηθάει περισσότερο την ταινία να αποκτήσει σασπένς, είναι το κόκκινο δωμάτιο, εκεί όπου ο Κρίστιαν υπόσχεται και η Αναστάζια απειλείται. Διότι η ηδονή του ενός, στο πρώτο στάδιο, είναι το μαρτύριο του άλλου.


Η ζυγαριά είναι στραβή από την αρχή, όπως καταλαβαίνετε. Ο Γκρέι έχει τα ψυχολογικά του θέματα και δεν θέλει να τα συζητήσει, ούτε και να μείνει στο κακό παρελθόν. Οπότε το ρίχνει στο S&M και ξεμπερδεύει. Η Άνα είναι μια ονειροπαρμένη και άπειρη παρθένα που αναζητά την απαλή τελειότητα. Ο κύριος Γκρέι βασανίζεται με το να δεχτεί να βγει πηγαίνοντας σινεμά ή να δώσει ένα φιλί. Ενώ εκείνη πρέπει να φάει ξύλο για να φανεί αντάξια του έρωτα του. Καθόλου δίκαιο. Και εντελώς αντιδραστικό, αν σκεφτούμε πως τα 50 χρόνια της γυναικείας χειραφέτησης εκπαραθυρώνονται αβλεπεί, μαζί με τα καμένα σουτιέν.


Ποιος όμως δίνει σημασία στο περιεχόμενο, όταν το βιβλίο, και φαντάζομαι και η ταινία, έχουν χτυπήσει μια συλλογική χορδή στο κέντρο της γυναικείας ψυχοσύνθεσης της καψωμένης παράδοσης, στον θεληματικό, αναχρονιστικά αρσενικό, σίγουρα αρχετυπικό κούκλο των Άρλεκιν; Κανείς. Συγγνώμη, καμία. Η φαντασία της αδύναμης γυναίκας που ψάχνει τον άρχοντα και ελπίζει, με επιμονή και κλάμα, να τον φέρει στα νερά της διαιωνίζεται, αλλά, για να πω την αλήθεια, με γούστο και τακτ, από τη σκηνοθέτιδα Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον, πρώην Γουντ. Διακρίνει τους εκατέρωθεν χώρους των δύο ηρώων, διατηρώντας την απαραίτητη ψυχρότητα που απαιτεί το πρώτο μέρος, που κλίνει σαφώς υπέρ του μυστηριώδους, επιθετικού σύμπαντος του Γκρέι. Οι επιφάνειες είναι πολυτελείς, ενώ το βάθος δεν φαίνεται καθαρά, καθώς η ταινία τελειώνει ως επίλογος του πρώτου μέρους, με μια πόρτα ασανσέρ που κλείνει απότομα και παραπέμπει στο επόμενο, λίαν προσεχώς. Η Ντακότα Τζόνσον (που μοιάζει πολύ στη νεαρή, προ Εργαζόμενου Κοριτσιού, μητέρα της, την Μέλανι Γκρίφιθ) είναι γήινη και ανθρώπινη, χαριτωμένη και όσο χρειάζεται μελαγχολική, σαν να προβλέπει τα σύννεφα στον ορίζοντα. Σε κερδίζει, ενώ ο Τζέιμι Ντόρναν, που είναι ωραίος όταν ποζάρει αυστηρά σαν μοντέλο, δεν λέει τίποτε όποτε αχνά συσπάται και μονοκόμματα κινείται.