1984. Ο Ζανό (Βαγγέλης Μουρίκης) φτάνει πρώτη φορά στην πόλη. Φωτοφοβικός, βρικόλακας, δεινός χορευτής, καίγεται, σκορπίζεται, χαραμίζεται σε μια Αθήνα που δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη. Και το μόνο που θέλει είναι ένα «ζεστό κορίτσι». Στη Ντίσκο Ζαρντόζ, ένα καταγώγιο, άντρο παρανόμων, συναντά την πόρνη Αλίκη (Αλεξία Καλτσίκη) και τον Νορβηγό ντίλερ Πήτερ (Daniel Bolda). Μαζί τους αναλαμβάνει μια ύποπτη δουλειά που τον οδηγεί στο βουνό της Πάρνηθας, στα έγκατα της γης, στο βασίλειο του Μαθουσάλα.

Μετά από 4 μικρού μήκους ταινίες, ο Γιάννης Βεσλεμές υπογράφει (κυριολεκτικά, αφού κάνει τα πάντα στην ταινία του) τη Νορβηγία, ένα υπερστυλιζαρισμένο, διασκεδαστικό, γλυκόπικρο και ασυμβίβαστο, κάτι-σαν-μετά-new wave-ντεμπούτο. Παρά τη μικρή της διάρκεια, η πλοκή δεν είναι εντελώς σφιχτή και ο Βαγγέλης Μουρίκης, ως γερασμένος βρικόλακας Ζανό, χτυπιέται μόνος του ή με ένα ghettoblaster σαν να μην υπάρχει αύριο στη σπηλαιώδη ντίσκο Ζαρντόζ, στη vintage λιμουζίνα, στα βουνά και τα λαγκάδια. Παρέα με μια πονηρή πόρνη, την Αλεξία Καλτσίκη, κι έναν αφελή Νορβηγό, δίνει κέφι και ζωή, ελληνοποιώντας έναν πατσινικό χαρακτήρα που σύρεται σε καταφύγιο φασιστών, χωρίς τη θέλησή του. Εκτός από την εξαιρετική φωτογραφία, νοσταλγικά κιτρινωπή και όσο πρέπει ψυχρή με δεδομένη τη σινε-θανατερή ατμόσφαιρα, η μουσική –από electro ήχους των '80s και τους Χωρίς Περιδέραιο μέχρι τον «Ντράκουλα του Τσιτσάνη» από το 1959 (μα, πού τον ξετρύπωσε!)–, που λειτουργεί σαν σκηνικό και χαρακτήρας μαζί, εκλεκτική και αναπάντεχη, ξεχωρίζει άνετα. Άλλωστε ο Βεσλεμές είναι ο γνωστός «Felizol».