Το Interstellar εξιστορεί τις περιπέτειες μιας ομάδας εξερευνητών, οι οποίοι αναλαμβάνουν την πιο σημαντική και ηρωική αποστολή στην ανθρώπινη ιστορία: να ταξιδέψουν, μέσω μιας πύλης, στον χρόνο, πέρα από τους φυσικούς περιορισμούς, για να ανακαλύψουν αν η ανθρωπότητα έχει μέλλον ανάμεσα στα αστέρια.


Μπορεί το πολύπλοκο όραμα του Κρίστοφερ Νόλαν να μη διαθέτει πρωτοτυπία στην υπέρβαση, αλλά ο τρόπος που πλοηγείται από τη Γη στα άστρα και πίσω είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι στο διάστημα και, για πρώτη του φορά, στο συναίσθημα.


Η μικρή κόρη του Μάθιου Μακόναχι, όταν ο πρώην αστροναύτης είναι ακόμη στη Γη, παραπονιέται για την παρουσία ενός φαντάσματος που σπρώχνει και πετάει κάτω τα βιβλία και σχηματίζει σχέδια με τη σκόνη που αιωρείται στο ίδιο δωμάτιο, μετά από μια από τις σφοδρές αμμοθύελλες που πλήττουν την απειλούμενη Γη. Το πραγματικό φάντασμα στο Interstellar δεν είναι άλλο από το πνεύμα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και το 2001, το φιλμ στο οποίο αναφέρεται η ταινία, που με αφορμή αυτό αναπτύσσει παράλληλα θέματα και κατά κάποιον τρόπο απαντάει στα ερωτήματα που είχαν τεθεί τον προηγούμενο αιώνα, με έναν τρόπο που ταιριάζουν σε αυτήν τη γενιά και αυτή την εποχή. Διότι, αν υποθέσουμε πως το 2001 μάγεψε, εκτός από τους επαγγελματίες του σινεμά, ένα καλτ κοινό με την ψυχεδελική του ελλειπτικότητα, το οντολογικό μυστήριο που κινείται από την εξέλιξη στα σύνορα του επέκεινα, και την εικαστική του τελειότητα, που συνδύαζε πρωτοπόρες επιστημονικές λεπτομέρειες και ποιητικές εικόνες (θυμηθείτε την εναπόθεση του αδέσποτου αστροναύτη, αλά Pieta), το Interstellar κινείται οικολογικά, ανησυχεί για το μέλλον της ανθρωπότητας σε μια περίοδο γενικής αμφισβήτησης αξιών και συνωμοτικής παθητικότητας και λειτουργεί με περισσότερο παραστατικούς όρους απ' ό,τι το αγαπημένο του 2001 και το Σολάρις, του Ταρκόφσκι βεβαίως.


Το σινεμά του Νόλαν δεν στερείται μεγαλοπρέπειας, από τη σύλληψη ως την σκηνογραφική πραγμάτωση. Για πρώτη φορά ο Βρετανός σκηνοθέτης δεν μπορεί να κατηγορηθεί για έλλειψη συναισθήματος και ψυχρότητα. Το προσωπικό δράμα του Μάθιου Μακόναχι, ενός απογοητευμένου οραματιστή που επιτέλους βρίσκει διέξοδο στα αστέρια, αλλά αγωνιά για το αν θα κρατήσει την υπόσχεση της επιστροφής στην κόρη του, είναι έντονο και πειστικό, αν και ρέπει προς το μελό, λες και όλα τα οικογενειακά απωθημένα τόσων ταινιών ο Νόλαν τα έβγαλε στην πιο τεχνολογικά φιλόδοξη ταινία του. Το έπος αυτό ξεκινάει όπως και οι Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου, δηλαδή με μια προσγειωμένη μεταφυσικότητα, και συνεχίζει αναπτύσσοντας ταχύτητες σαν θρίλερ που έχει αφομοιώσει τον αφρό της επιστημονικής φαντασίας και τον προσαρμόζει στη μαύρη τρύπα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως απασχολεί τόσα χρόνια τον Νόλαν. Επιπλέον, ανοίγεται σε πολλά πεδία και τα ελέγχει, με κάποιες, μικρές ωστόσο, απώλειες στην αφήγηση. Η βόλτα, γυρισμένη σε ζεστό και κλασικό φιλμ με πολλαπλά φορμάτ, είναι καθηλωτική και, επιστημονικά, όχι αυθαίρετη – όπως η Επαφή του Ρόμπερτ Ζεμέκις βασιζόταν στις θεωρίες του συγγραφέα και ερευνητή Καρλ Σέιγκαν, εδώ ο σύγχρονός του, αστροφυσικός Κιπ Θορν είναι κινηματογραφικός σύμβουλος ως προς την κβαντομηχανική και τις επιπτώσεις της βαρύτητας. Οι απαντήσεις είναι οικείες και έξυπνες, η τραγωδία παίζει σε διπλό ταμπλό από την αρχή ως το τέλος και δεν υπάρχει περίπτωση αντίστασης. Ειδικά για τους θεατές που ψάχνουν τη θέση τους εκεί ψηλά αντί να κοιτάζουν στο χώμα για να τη βρουν (όπως λέει και ο Μακόναχι στην ταινία), το κυνικό τους κομμάτι αυτόματα θα συγκρίνει και θα βρει ψήγματα παιδικότητας, αλλά η ψύχραιμη πλευρά θα καθηλωθεί και μάλλον θα συγκινηθεί στην εικόνα μιας βιώσιμης ουτοπίας.