Αγγλόφωνο ντεμπούτο για τον Καναδό σκηνοθέτη του Εξαιρετικού κύριου Λαζάρ με μια ταινία καλού σκοπού και ευγενικού χειρισμού (σαν να την παρήγγειλε η UNESCO σε άνθρωπο με ταλέντο) με θέμα τα «Χαμένα παιδιά του Σουδάν» και την προσαρμογή τριών από αυτά στο Κάνσας, μετά τον φοβερό εμφύλιο πόλεμο – μόνο στις ΗΠΑ μετοίκησαν 100.000 πρόσφυγες. Το πρώτο ημίωρο περιγράφει χωρίς σοκαριστικές ακρότητες την προσπάθειά τους να επιβιώσουν μέχρι τα σύνορα με την Κένυα. Εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα και με πρωταγωνιστές Σουδανούς που συνδέονται προσωπικά με τραγικές ιστορίες της πατρίδας τους, η ταινία χρησιμοποιεί μια σταρ, τη Ρις Γουίδερσπουν, για να εισάγει την ιστορική αλήθεια σε μια χώρα που παραδοσιακά αγνοεί οτιδήποτε δεν ενέχει άμεση αμερικανική εμπλοκή, με ηρωική νίκη, κατά προτίμηση. Η Γουίδερσπουν δεν πρωταγωνιστεί, όπως μπορεί κάποιος να νομίσει, αλλά κρατάει έναν μικρότερο σε έκταση, θετικό και καταλυτικό ρόλο, παίζοντας μια γυναίκα που βρίσκει εργασία σε άλλους, αλλά αδυνατεί να τακτοποιήσει τη δική της ζωή (μια αραιωμένη εκδοχή της Έριν Μπρόκοβιτς), αφήνοντας το έδαφος στους τρεις άνδρες που πασχίζουν να προσαρμοστούν στη Δύση και να βρουν την αδελφή τους, που εκ των πραγμάτων ζει στη Βοστώνη. Το γενναίο ψέμα (good lie στον αγγλικό τίτλο) αναφέρεται στον Μαρκ Τουέιν και τον Χάκλμπερι Φιν και θέλει να πει πως ένα ορθό αποτέλεσμα δικαιολογεί το κατά συνθήκη ψεύδος. Στο τέλος της ταινίας καταλαβαίνουμε το αυτονόητο: πως ο πόλεμος ανατρέπει τη λογική και ενισχύει σχεδόν μεταφυσικά τους δεσμούς ανάμεσα στους επιζήσαντες.