Σε ένα όχι τόσο μακρινό μέλλον, στο Λος Άντζελες, ζει ο Θίοντορ Τουόμπλι (Γιοακίν Φοίνιξ), ένα μοναχικός και ιδιαίτερος άνδρας που βγάζει τα προς το ζην γράφοντας προσωπικά γράμματα για λογαριασμό άλλων. Μόνος μετά από μια μακρόχρονη σχέση, αποφασίζει να αγοράσει ένα προηγμένο λειτουργικό σύστημα το οποίο υπόσχεται ότι ανταποκρίνεται στις προσωπικές ανάγκες κάθε χρήστη καθώς αποτελεί μια διαισθητική και μοναδική οντότητα από μόνη της. Ενεργοποιώντας το, γνωρίζει τη «Σαμάνθα» (Σκάρλετ Τζοχάνσον), μια χαρούμενη γυναικεία φωνή που αποδεικνύεται διορατική, ευαίσθητη αλλά και εξαιρετικά αστεία. Όταν όμως οι ανάγκες και οι επιθυμίες της μεγαλώνουν, σε συνδυασμό με τις δικές του, η φιλία τους βαθαίνει και μια ασυνήθιστα ρομαντική διάθεση αναπτύσσεται μεταξύ τους...

 

Το καλύτερο και πιο πρωτότυπο σενάριο της χρονιάς υποστηρίζεται από σκηνοθετική ευκρίνεια και έναν οργανικό, ρετρό διάκοσμο επιστημονικής φαντασίας: το Δικός Της δεν χρειάζεται να καταφύγει στον συνήθη σουρεαλισμό του Σπάικ Τζονζ, αφού ο Αμερικανός δημιουργός μιλάει για το κοντινό μέλλον με εντελώς ανθρώπινους όρους, έστω κι αν ο ένας από τους δύο πρωταγωνιστές βρίσκεται κλεισμένος μέσα σε έναν υπολογιστή.

 

Ο Θίοντορ Τουόμπλι (ήδη ένα παλιακό ονοματεπώνυμο) δεν έχει εντελώς συνέλθει από τον χωρισμό με την αγαπημένη του γυναίκα όταν αγοράζει ένα προηγμένο λογισμικό, επιλέγοντας γυναικεία φωνή. Πρόκειται για ένα σύστημα προσωπικής και γραμματειακής υποστήριξης, ένα passe-partout για όλες τις δουλειές και απαραίτητο σύντροφο, που δρα και αντιδρά βάση της τεχνητής νοημοσύνης που διαθέτει. Σε μια τόσο μοναχική κοινωνία (στο Λος Άντζελες της ταινίας όλοι κυκλοφορούν μόνοι και καλωδιωμένοι) η ιδιαίτερη σχέση του ανθρώπου με ένα κομπιούτερ δεν είναι πλέον ταμπού και ο Θίοντορ αποκτά δεσμό με τη Σαμάνθα, όπως έχει αυτοχρισθεί η αόρατη ύπαρξη με τη σέξι γυναικεία φωνή, που σταδιακά αλλάζει μορφές, ακόμα κι αν δεν έχει εμφάνιση, και εξελίσσεται σε καθημερινή, κανονική σχέση ανδρόγυνου, με όλα τα εμπόδια αλλά και τις ευκολίες που εμπεριέχει η απουσία του ενός από τα δύο σώματα.

 

Το πρόβλημα δεν είναι ο φυσικός περιορισμός της Σαμάνθα, η οποία ως και μια άσχετη κοπέλα στρατολογεί κάποια στιγμή για να την εκπροσωπήσει και να ικανοποιήσει τον αγαπημένο της, αλλά οι συναισθηματικές ατέλειες του Θίοντορ. Ο έρωτάς τους είναι άνισος, όχι όμως για τους ευνόητους, κυρίως σεξουαλικούς λόγους. Σε αυτό το φανταστικό, αν και όχι τόσο απίθανο love story, οι δυνατότητες επέκτασης μιας Σαμάνθα είναι απεριόριστες, ενώ οι αντίστοιχες ενός Θίοντορ σαφώς πεπερασμένες. Στην ουσία, η ταινία μιλάει για τη μάχη ανάμεσα στη διανοητική και τη συναισθηματική νοημοσύνη (εκεί που το παλιότερο Simone, με την ψηφιακή ανακατασκευή μιας ηθοποιού που ελέγχεται πλήρως από τον σκηνοθέτη Αλ Πατσίνο, μοιάζει με μονόχορδο ανέκδοτο). Και το κάνει απαλά και νοικοκυρεμένα, με απόλυτα συνεκτική πλοκή και καλοήθη ειρωνική αντιστροφή στη σκηνοθεσία. Δηλαδή, το Λος Άντζελες μοιάζει με έναν πολιτισμένο αλλά άνευρο κυβερνοχώρο.

 

Όλα τακτοποιημένα, τα χρώματα μάλλον ζεστά, τα προβλήματα τακτοποιημένα, οι εντάσεις απούσες, αλλά το γενικότερο κλίμα είναι ευχάριστα ανησυχητικό, απρόσωπο και παράξενα ουδέτερο – μια μητρόπολη ευνουχισμένη, με κατοίκους ρομποτικά προδιαγεγραμμένους. Αντίθετα, στο ανεξιχνίαστο σύμπαν της Σαμάνθα η προοπτική γεμίζει ελπίδες, όπως ακριβώς η φωνή της αντανακλά λύσεις και αισιοδοξία. Η ερωμένη-γραμματέας-φίλη και σύζυγος, κατά κάποιαν έννοια, δεν μιμείται τους ανθρώπους αλλά φιλοδοξεί να τους ξεπεράσει και ο ενθουσιασμός της για τις καθημερινές ανακαλύψεις των επιτευγμάτων γίνεται μεταδοτικός.

 

Το ότι έχει χιλιάδες ταυτόχρονες επαφές με άτομα που δεν είναι μόνο άλλοι χρήστες ή συνάδελφοι-λογισμικά αλλά ψηφιακές ανακατασκευές σημαντικών ανθρώπων που δεν ζουν πλέον, αλλά αναπαριστώνται «ζωντανά» έχοντας αποδράσει από τον κόσμο των νεκρών, πραγματικά βάζει φιτιλιές στον δύσμοιρο Θίοντορ, ο οποίος βλέπει το τερατάκι του Φράνκενσταϊν να απλώνει τα φτερά του σε διαστάσεις που ο ίδιος δεν δύναται να παρακολουθήσει. Κι εμείς ακολουθούμε τα βήματα της Σαμάνθα, από μωρό σε αυτόνομο ον, παράλληλα με τη συμπόνοια που σίγουρα έχουμε για τον εύκολο για ταύτιση Θίοντορ, έναν απογοητευμένο άνδρα που ζει γράφοντας επιστολές για άλλους, αλλά έπεσε στην περίπτωση. Το φινάλε είναι κάπως αναμενόμενο, αλλά δεν αφαιρεί την εξαιρετική εντύπωση μιας χειροποίητης περιπέτειας της ψυχής μέσα από τις παγίδες του σώματος, έναν στοχασμό για το άυλο του μεγάλου έρωτα και τη χίμαιρα της αιώνιας αγάπης με απτούς κινηματογραφικούς όρους από έναν σκηνοθέτη που πάντα ψάχνεται – και πάντα κάτι ωραίο βρίσκει.