Η πλοκή επικεντρώνεται στη ζωή της συγγραφέως Π.Λ. Τράβερς. Μοιράζεται ανάμεσα στην παιδική της ηλικία στην Αυστραλία το 1907 και τη μεταφορά της σειράς βιβλίων «Mέρι Πόπινς» στη μεγάλη οθόνη από τον Γουόλτ Ντίσνεϊ τη δεκαετία του ’60. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο Χόλιγουντ η Τράβερς συλλογίζεται τα δύσκολα παιδικά της χρόνια στην Αυστραλία και θυμάται τον πατέρα της που ήταν πηγή έμπνευσης για τον περίφημο χαρακτήρα του κ. Μπανκς, την πατρική φιγούρα στη διάσημη ιστορία.

Η Μαγική Ομπρέλα, ένα εξαιρετικό δείγμα κλασικού, χολιγουντιανού έργου, μοιράζεται ανάμεσα στη μεταφορά της σειράς βιβλίων με ηρωίδα τη Μέρι Πόπινς στο σινεμά και τη δύσκολη παιδική ηλικία της συγγραφέως των βιβλίων, Π.Λ. Τράβερς. Το δεύτερο κομμάτι, που διαδραματίζεται στην Αυστραλία του 1907, δύσκολα στέκεται αυτόνομα. Υπάρχει, ωστόσο, για να βοηθήσει αποφασιστικά και να φωτίσει το παρασκήνιο της προβληματικής σχέσης του Γουόλτ Ντίσνεϊ με την Τράβερς: ο απόλυτος άρχοντας της νεανικής διασκέδασης εκείνη την εποχή φλέρταρε με τα δικαιώματα της Πόπινς από την πρώτη δημοσίευση, κάπου στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Τράβερς αρνιόταν πεισματικά. Η ταινία ξεκινά με τον ατζέντη της να την προειδοποιεί πως αν δεν επιτρέψει επιτέλους την κινηματογραφική μεταφορά, θα πεθάνει στην ψάθα. Με βαριά καρδιά, η εντελώς Αγγλίδα Τράβερς ταξιδεύει στο Λος Άντζελες και ξεκινά τη μακριά κι επίπονη διαδικασία της ανάπτυξης της επικείμενης ταινίας, τσεκάροντας την κάθε λέξη και τις σκηνές μία-μία, βασανίζοντας κυριολεκτικά τον σεναριογράφο και τους αδελφούς Σέρμαν – οι οποίοι τελικά πήραν Όσκαρ τραγουδιού και μουσικής. Ο λόγος της αρνητικής της διάθεσης ήταν η πεποίθησή της πως ο Ντίσνεϊ θα μετέτρεπε την ιστορία σε γελοίο καρτούν με μουσικές και τραγούδια. Η πλάκα είναι πως τα χτυπήματα τής ήρθαν σταδιακά: πρώτα έμαθε πως η Μέρι Πόπινς ήταν ένα μιούζικαλ και προς το τέλος, τελείως τυχαία, της αποκάλυψαν πως θα πρωταγωνιστούσαν και animated πιγκουίνοι! Εκεί απείλησε πως δεν επρόκειτο να υπογράψει την παραχώρηση των δικαιωμάτων της και χρειάστηκε ένα κόλπο σαγήνης από τη μεριά του Ντίσνεϊ για να μεταπεισθεί.

Η βαθύτερη αιτία που η Τράβερς δίσταζε να εμπιστευθεί την πολύτιμη νταντά στα χέρια ενός «εμπόρου» ήταν ο συσχετισμός της φανταστικής ηρωίδας με τον αλκοολικό πατέρα και την αυτοκτονική μητέρα της. Η συγγραφέας απομακρύνθηκε από τη σκληρή παιδική της ηλικία, έχοντας εφεύρει τη βρετανική περσόνα της και γράφοντας με πλάγιο τρόπο τα σώψυχά της μέσω της οικογένειας Μπανκς που η Μέρι Πόπινς έρχεται να σουλουπώσει, στο βιβλίο και στην ταινία. Από τον πρωτότυπο τίτλο (Saving Mr. Banks) μπορείτε ενδεχομένως να καταλάβετε πως την ίδια στιγμή που η Πόπινς καταφθάνει με τη μαγική της ομπρέλα για να βάλει μια τάξη στα άτακτα αδελφάκια, η Τράβερς αναφέρεται στον πάτερ φαμίλια, τον κύριο Μπανκς, έναν καταπιεσμένο τραπεζικό υπάλληλο που, όπως και ο πατέρας της, βλέπει την τρυφερότητα και την ανθρωπιά του να ψαλιδίζονται μέσα από τα γρανάζια της χρηματομηχανής.

Η δομή του σεναρίου είναι εκπληκτική: βλέπουμε μια ταινία να γεννιέται βήμα-βήμα, με την ορμητικότητα των έμπιστων συντελεστών του Ντίσνεϊ να τρώνε πόρτα από τις υποδείξεις της στριφνής Τράβερς – οι ανταλλαγές απόψεων και ιδεών είναι όντως καταγεγραμμένες κι έχουν διασωθεί σε μαγνητοταινίες μετά από επίμονη απαίτηση της συγγραφέως. Παράλληλα, παντρεύεται η προσωπική διαδρομή της Τράβερς, με μια ελαφρώς ονειρική παράφραση, εφόσον η ίδια τον ανακαλεί στα στάδια της προετοιμασίας. Ο Ντίσνεϊ ανακαλύπτει όψιμα τι σημαίνει ο όχι και τόσο ανώδυνος παιδικός μύθος της μαγικής γκουβερνάντας, έχοντας και ο ίδιος συγκινηθεί βαθύτατα από το στόρι. Ο προφανής λόγος είναι η αγάπη που είχαν οι κόρες του για τη Μέρι Πόπινς και η υπόσχεση που τους είχε δώσει πως κάποια στιγμή θα το κινηματογραφούσε. Αλλά και γι’ αυτόν, κάπου στην ψυχή του η νταντά μιλάει στο ποντίκι που αποτελεί το τρόπαιο, το σήμα κατατεθέν και το σύμβολο του ταπεινού ξεκινήματος ενός αυτοδημιούργητου θριαμβευτή, που προσπάθησε πολύ για να επιβληθεί, έχοντας επίσης περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια. Η συνάντηση των δυο τους, ένας απλός κι εγκάρδιος διάλογος, ραγίζει καρδιές. Και εκεί φαίνεται πόσο μεγάλοι ηθοποιοί είναι ο Τομ Χανκς (για πρώτη φορά ο Γουόλτ Ντίσνεϊ προσωποποιείται στην οθόνη) και η Έμα Τόμσον, σε έναν ρόλο που καρφώνει σε κάθε ανεπαίσθητη λεπτομέρεια – αν δεν ήταν η Κέιτ Μπλάνσετ ως Θλιμμένη Τζάσμιν, θα μιλούσαμε άνετα για την ερμηνεία της χρονιάς

Είναι αλήθεια πως για χάρη της ισορροπίας της ταινίας και της ατμόσφαιρας που βγαίνει από τη ζωή και μπαίνει σε ένα μυθικό φιλμ όλα αυτά «ντισνεοποιούνται», δηλαδή εξωραΐζεται μια σειρά καταστάσεων που είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως έγιναν ακριβώς έτσι. Χονδρικά, τα γεγονότα συνέβησαν όπως τα περιγράφει η ταινία: παρά τη συγκατάθεση της Τράβερς, η Μέρι Πόπινς γυρίστηκε περίπου όπως ήθελε το στούντιο του Ντίσνεϊ, η Τράβερς αυτοπροσκλήθηκε στη λαμπερή πρεμιέρα όπου και υπέβαλε εις μάτην μερικές ακόμα αντιρρήσεις (για να λάβει την καταγεγραμμένη απάντηση «Πάμελα, το πλοίο έχει σαλπάρει») και η ίδια δεν έδωσε ποτέ το ok για περαιτέρω εκμετάλλευση της Πόπινς στο σινεμά – υποχώρησε προς το τέλος της ζωής της μόνο για τις ανάγκες του θεατρικού μιούζικαλ, με τον όρο να μην εμπλακεί η Ντίσνεϊ! Όποιος όμως κολλήσει στο τυπικό της υπόθεσης, δεν θα έχει απολαύσει την ουσία αυτής της κόντρας ανάμεσα στη λονδρέζικη καταχνιά και την αιώνια λιακάδα της Disneyland, στη ζάχαρη του γαλίφη Γουόλτ και στο φαρμάκι του ανέραστου, μισάνθρωπου στραβόξυλου που ήταν η Πάμελα Τράβερς, μια κόντρα που δημιούργησε μια μαγική ταινία και που σε εκατομμύρια ανθρώπους, ανάμεσα σε αυτούς κι εγώ, γράφτηκε ανεξίτηλα στην καρδιά μας, ακριβώς γιατί η αυστηρή νταντά μάς γεννούσε την υποψία πως, εκτός από τη λάμπα και τη μεζούρα, στην αβαθή τσάντα που κουβαλούσε στα ταξίδια της κρυβόταν κι ένα απειλητικό φάντασμα από το παρελθόν.