Καλύτερη από το πρώτο μέρος του Χόμπιτ, η συνέχεια, που ουσιαστικά αποτελεί τη μεσαία φέτα της κινηματογραφικής τριλογίας, δένει την περιπέτεια δρόμου των Νάνων, με την συνάντηση τους με τον διαβολικό Δράκο-Νοσφιστή, την διστακτική παρέμβαση του Γκάνταλφ, την μαγεμένη αμφιβολία του Μπίλμπο, την ενεργή προσθήκη των Ξωτικών και την όψιμη αντίσταση των υποταγμένων ανθρώπων. Ο νυσταγμένος εισαγωγικός διάλογος του πρώτου μέρους δίνει τη θέση του σε πιο γοργή δράση και δυο μεγάλες σεκάνς: την περιπλάνηση στο δυσοίωνο δάσος, με τη βαρελοαπόδραση και τα γιγαντιαία έντομα (αντί των ψεύτικων και βαρετών πέτρινων γιγάντων της αρχής) και την τελική μάχη στο βασίλειο του βουνού. Βλέποντας το Χόμπιτ, γίνεται ξεκάθαρο πως ο Τόλκιεν έγραψε με όρους μαγεμένου και άγριου παραμυθιού, την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης, με τους Νάνους αντί των Εβραίων να ψάχνουν, κυνηγημένοι και μισητοί, λόγω της απληστίας και της φιλαργυρίας τους, τα κεκτημένα που τους στέρησαν, με τη βοήθεια του εκλεκτού Χόμπιτ- μια έξυπνη διασκευή, που εμπλουτίστηκε σημαντικά στον Άρχοντα. Απλά, η τριλογία του Χόμπιτ φαίνεται προθέρμανση για το κυρίως πιάτο, και εξιλεώνεται από την δεξιοτεχνία του Τζάκσον και τη βαθιά, σχεδόν αταβιστική του γνώση πάνω στο γλωσσάρι και το περιεχόμενο της Μέσης Γης.