Η πιο ολοκληρωμένη ταινία στην πλούσια φιλμογραφία του Παντελή Βούλγαρη, η Μικρά Αγγλία μας υπενθυμίζει τη δυνατότητα του Έλληνα σκηνοθέτη να κρατάει τη συνοχή της εποχής, των χαρακτήρων και της ατμόσφαιρας και ταυτόχρονα να φανερώνει μικρές, σημαντικές λεπτομέρειες που κρύβονται επίμονα στην ανθρώπινη περιπέτεια.

 

Το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη κατ' αρχήν τροποποίησε τον ρυθμό και το ύφος με τη διασκευή που έκανε ή ίδια η πεζογράφος, η οποία τόλμησε να αφήσει στην άκρη το λόγο της και να υιοθετήσει σεναριακή γραφή, επιτρέποντας έτσι στον Βούλγαρη να δημιουργήσει καθαρά κινηματογραφικές εικόνες, χωρίς να καταφύγει σε voiceover και flashback, πετυχαίνοντας έτσι μια άρτια ισορροπία ανάμεσα στην ιδιότυπη λαλιά και την απαιτητική αναπαράσταση της Άνδρου, από το 1930 μέχρι το 1950. Αυτό που προκύπτει ως ενδιαφέρουσα αλλαγή στο πνεύμα του βιβλίου με το πάντρεμα των δυο τους είναι ο μετασχηματισμός της τιμωρίας της δειλίας, όπως τον συνέλαβε η Καρυστιάνη στο μυθιστόρημα της,  με μια λυτρωτική απελευθέρωση από  πλευράς του Βούλγαρη, ένα χάδι συμπάθειας και αγάπης σε όσους δε μπόρεσαν να τα βάλουν με τη μοίρα.

 

 

Η ταινία, ένα αμάλγαμα σκληρού μελοδράματος και πλάγιας ηθογραφίας, θα μπορούσε να αποφύγει την παραπανίσια νοσταλγική ματιά και να είναι συντομότερη από τα 160 λεπτά που διαρκεί- είναι κάτι σαν το Όσα Παίρνει η Θάλασσα, με την επική κλίμακα της ψυχής και την συνεχή αγωνία για την επιστροφή των ανδρών από τον πόλεμο ή από τα καράβια. Μιλάει για την υποταγή των γυναικών σε μια μόνιμη κατάσταση πικρού αποχωρισμού και τραγικής απώλειας των ναυτικών ανδρών τους και τη δημιουργία μιας μικρής κοινωνίας με αναγκαστικές επισκέψεις μεταξύ τους, ανταλλαγές ειδήσεων, και μια βαριά σκιά, μάταια αντίσταση εκείνων που δεν έχουν άλλη απαντοχή παρά τον χάρο.

 

Φωτογραφημένη με απόλυτη συνέπεια από τον Σίμο Σαρκετζή, η Μικρά Αγγλία καταφέρνει να δεσμεύσει τον θεατή σε ένα θεσπέσιο και συνάμα άγριο τοπίο, όπου ακόμη και το πιο ονειροπόλο βλέμμα δειλιάζει μπροστά στα μεγάλα κύματα και υποχωρεί στη νομοτέλεια του αδιέξοδου συναισθήματος. Αποκορύφωμα του μυστικού και ανομολόγητου πόθου για τον ίδιο άνδρα, είναι η στιγμή που η μικρή και η μεγάλη αδελφή, η Όρσα και η Μόσχα, μαθαίνουν ταυτόχρονα τα άσχημα μαντάτα: η σκηνή είναι μοναδικής έντασης και σπάνιας συγκίνησης, σμιλεμένη με τέλειο συγχρονισμό και αφαιρετικό σπαραγμό, που ειλικρινά δε θυμάμαι να έχω δει παρόμοια σε ελληνική ταινία από την ανεπανάληπτη σεκάνς του Μιχάλη Κακογιάννη στο Τελευταίο Ψέμα, με τη Ζαφειρίου και τη Λαμπέτη να παλεύουν πριν το τελικό προσκύνημα στην Τήνο.

 

Σηματοδοτεί την πορεία προς το αναπόφευκτο, ανοιχτό φινάλε: αυτοί που πίστεψαν στον έρωτα αλλά ηττήθηκαν στη ζωή, πληρώνοντας με τη ζωή τους τον ηρωισμό ή την καρτερικότητα, θα ξανασμίξουν στον αχό της θάλασσας, ενώ οι άλλοι που έμειναν πίσω θα παραμείνουν φυλακισμένοι στην ελπίδα της απόδρασης.