Το έκανε τρυφερά με το ντεμπούτο της στο Little Man Tate, συνέχισε με την ανάγκη για συσπείρωση με αφορμή το μπάχαλο των γιορτών στο Home for the holidays κι εντείνει τη ματιά της με μια πιο παράτολμη ιστορία στο Ο άλλος μου εαυτός. Εδώ, ο Γουόλτερ Μπλακ είναι ο πάτερ φαμίλιας, κατασκευαστής παιχνιδιών, εντελώς καταθλιπτικός, που λίγο πριν αυτοκτονήσει, σώζεται από έναν λούτρινο κάστορα που του μιλάει με αγγλική προφορά, τον παραλαμβάνει απ’ το ναδίρ και φτάνει μέχρι το σημείο να υποκαταστήσει τελείως την προσωπικότητά του.

 

Ανίκανος να επικοινωνήσει αλλιώς, ο Μπλακ φοράει την κούκλα στο χέρι του σαν γάντι, αλλοιώνει τη φωνή του και μιλάει με τη φωνή της λογικής, καταφέρνοντας να παραστήσει τον «κανονικό» άνθρωπο και να ξεμπλοκαριστεί. Η σύζυγός του ξαφνιάζεται με το αλλόκοτο δεκανίκι, αλλά προσαρμόζεται, τουλάχιστον προσωρινά, ο μικρός του γιος ενθουσιάζεται με την παιχνιδιάρικη μεταστροφή, ενώ ο μεγάλος γιος, πεπεισμένος πως ο πατέρας του είναι ένας θεότρελος που τους παραμυθιάζει με εκκεντρικότητες, στέκεται, αρχικά με αμηχανία και στη συνέχεια με απέχθεια, μπροστά σ’ ένα θέαμα που μπερδεύει ακόμη περισσότερο την εφηβεία του και ντροπιάζει το θεωρητικό του πρότυπο.

 

Στη διαδικασία αυτή, ο Μπλακ δεν νοιάζεται τόσο για την ενδεχόμενη απόρριψη απ’ την οικογένειά του ή το σούσουρο στη δουλειά όσο για τη δική του ισορροπία. Βρέθηκε στον πάτο και, με μια αυτο-ιαματική ιδιοτυπία, ανασύρει ένα υγιές κομμάτι του εαυτού του, βρίσκοντας την εσωτερική φωνή και το κουράγιο που είχε απολέσει.

 

Είναι σχεδόν αδύνατο να δει κάποιος την ταινία χωρίς να κοιτάξει ξεχωριστά τους πρωταγωνιστές της. Η Φόστερ είναι μια δυναμική κι ανεξάρτητη γυναίκα που έμαθε να ιδιωτεύει στο κλουβί των λεόντων, αποσιωπώντας τη σεξουαλικότητα και τα οικογενειακά της θέματα, επιλέγοντας να μιλάει διά μέσου των ταινιών της - σπάνια υποδύεται τη σύζυγο, και, στους ρόλους της, αντιμετωπίζει αντίξοες συνθήκες για να βγει τσαλακωμένη, ώριμη αλλά παλικάρι, χωρίς τη συμπόνια κανενός.

 

Ο Μελ Γκίμπσον, σύμβολο ανδρισμού και αρρενωπότητας στα όμορφα νιάτα του, δακτυλοδεικτούμενος ρατσιστής και σεξιστής σ’ αυτή την παρατεταμένη καμπή της ζωής του, με την ιδιωτική του ζωή ξεπουπουλιασμένη στα media και τα εκατομμύριά του πεταμένα σε διατροφές (αφού γύρισε την πλάτη στην πιστή σύζυγο και στο ρωμαιοκαθολικό lifestyle που ακολούθησε, τιμώντας έναν αυστηρό κι αχάριστο ιερέα/πατέρα), αναλαμβάνει έναν χαρακτήρα που του μοιάζει επικίνδυνα. Ο Μπλακ είναι αντι-ήρωας, ένας ραγισμένος άνδρας που παλεύει μεταξύ της ψυχικής ασθένειας και του κοινωνικού παραλογισμού. Βρίσκεται σε λεπτή αποστολή αυτο-διάσωσης και κινείται με τη μελαγχολία ενός προβοκάτορα που γνωρίζει πως κάποια στιγμή θα πληρώσει ακριβά το τίμημα.

 

Είναι διχασμένος και ανήμπορος, όπως ακριβώς ο Γκίμπσον, που κάποτε τα είχε όλα σε υπερθετικό βαθμό (λεφτά, παιδιά, αναγνώριση), αλλά δεν μπόρεσε να ξεγελάσει τους δαίμονές του. Όλα αυτά δεν έχουν ακριβώς σχέση με την ταινία, αλλά δεν παύουν, εφόσον είναι τόσο δημοσιοποιημένα, ν’ αποσπούν και να διεγείρουν τη θέαση ενός δράματος που στήθηκε γύρω απ’ την επιλογή της Φόστερ να στηρίξει έναν φίλο στα δύσκολα και να τιμήσει το ταλέντο του σε ρόλους που απαιτούν οριακή συμπεριφορά κι αυτοκτονική ενοχή, όπως στη σκηνή όπου ο Γκίμπσον βάζει το πιστόλι στο στόμα στο πρώτο Φονικό Όπλο και πείθει πως θα τινάξει τα μυαλά του.

 

Ανεξάρτητα απ’ το παρασκήνιο, ο Άλλος μου εαυτός είναι μια γενναία κομεντί, παράξενη κι αλλιώτικη απ’ τον σωρό, πολύ μαύρη και αταξινόμητη, καθώς τοποθετεί τα μέλη στο αστικό τους περιβάλλον, εντοπίζει τις τριβές και τις συναισθηματικές παραχωρήσεις, χειρίζεται ευαίσθητα το ψυχικό πρόβλημα του Μπλακ και δεν διστάζει να δώσει μια σκληρή κάθαρση αντί να σκορπίσει χολιγουντιανές αγκαλιές. Η Φόστερ, μάλιστα, σκιτσάρισε πιο αδρά ένα φημολογούμενα πιο ανάλαφρο σενάριο.

 

Μ’ ένα μουσικό μοτίβο που ηθελημένα υπονομεύει τη σοβαρότητα της κατάστασης και φωτογραφημένη σε γκρίζα, ψυχρή και μάλλον απρόσωπη παλέτα (χωρίς να γίνεται εμφανώς κλινική ή απειλητική με άσπρα ή νουαρίστικα μπλε αντίστοιχα), η ταινία είναι ένα ενδιαφέρον κράμα ευρωπαϊκής αισθητικής και αμερικανικής θεματολογίας, φτιαγμένη από μια σκηνοθέτιδα που έλκεται απ’ την ευρωπαϊκή κουλτούρα αλλά αισθάνεται βαθιά Αμερικανίδα και δεν μπορεί να εκφραστεί προσωπικά παρά μόνο ραψωδώντας διακριτικά τους οικείους και διπλανούς της.