Αυτήν τη φορά παντρεύεται ο Στου μια ντόπια κοπέλα, θαυμάσια και γλυκιά, κι οι φίλοι του τον πείθουν να καλέσει τον Άλαν (Γαλιφιανάκης), και, χωρίς να το καταλάβουν, βρίσκονται στη μέση μιας απίθανης κατάστασης, όπου ο 16χρονος ιδιοφυής αδελφός της νύφης είναι εξαφανισμένος, ο Άλαν έχει ξυριστεί γουλί, ο υποψήφιος γαμπρός, ο Στου, έχει χτυπήσει τατουάζ στο πρόσωπό του, ο Φιλ δεν έχει ιδέα τι έχει συμβεί κι ο Νταγκ βρίσκεται στο θέρετρο όπου θα τελεστεί ο γάμος χωρίς να εμπλέκεται, ούτε όμως και να μπορεί να φανεί χρήσιμος στην παρέα του. Το μόνο στοιχείο που θα τους οδηγήσει πίσω στο πρόσφατο παρελθόν είναι το κομμένο δάχτυλο του μικρού αδελφού, ενδεχομένως η μαϊμού που φοράει ένα γιλέκο και καπνίζει αρειμανίως, ένας βουδιστής μοναχός σε αναπηρικό αμαξίδιο που δεν σταυρώνει κουβέντα λόγω του απαράβατου όρκου σιωπής και ο κύριος Τσάο με την ακατάσχετη λογόρροια, ο οποίος ξυπνάει με κατεβασμένο σώβρακο και δεν προλαβαίνει να τους εξηγήσει τα καθέκαστα, γιατί πέφτει ξερός από υπερβολική δόση κοκαΐνης.

Τα βήματα επαναφοράς είναι παρόμοια: μ’ ένα σταδιακό rewind επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος και συνειδητοποιούν πόσο κοντά έφτασαν και πάλι στο να καταστρέψουν τη ζωή τους κι αυτούς που αγαπούν περισσότερο. Πίσω από την τρελή κωμωδία εξακολουθεί να κρύβεται μια οξυδερκής αποδόμηση του παραδοσιακού αμερικανικού αρσενικού, με λεπτομέρειες που ξεδιπλώνονται όσο περνάει η ώρα. Ο Στου είναι εβραϊκής καταγωγής και καταδιώκεται από το σύνδρομο του καλού παιδιού, του οδοντιάτρου (συνεπώς ελάσσονος γιατρού στα μάτια πολλών) που θέλει να νοικοκυρευτεί, αλλά τον πιάνουν τα δαιμόνιά του όταν βρίσκεται υπό την επήρεια ή κοντά σε πουτάνες - κατά προτίμηση και τα δυο ταυτόχρονα.

Χωρίς να δηλώνει την ελληνική του καταγωγή (που δεν φαίνεται από το Γκάρνερ, το επώνυμό του στην ταινία), ο Άλαν που υποδύεται ο Γαλιφιανάκης είναι η κλασική περίπτωση ενός Ελληνο-αμερικανού που μένει ακόμη με τους πλούσιους γονείς του, κάνει τον σταυρό του στον βουδιστικό ναό, έχει καλή καρδιά, κλαίει και παρεξηγείται εύκολα και βοηθάει όποτε χρειαστεί - ένας απροσάρμοστος εκκεντρικός, ειδικού χειρισμού, με αδιόρατες έθνικ πινελιές. Ο Νταγκ θέλει να μείνει πιστός στη γυναίκα του και μοιάζει υποταγμένος στις ενοχές. Είναι ένα Αμερικανάκι που δυσκολεύεται να δείξει το πρόσωπό του, όντας μάλλον ευνουχισμένος από μικρός. Ο Φιλ είναι το alpha male, ο ωραίος αρχηγός της παρέας που δεν αργεί να υποκύψει στο ποτό και το πάρτι, ένας παντρεμένος που έχει την όψη του εργένη, αλλά αναχαιτίζεται από τις αδυναμίες του, ένας χρυσός αλλά επιρρεπής Αμερικανός που όταν χάνει τον έλεγχο, εκτροχιάζεται.

Ο σκηνοθέτης Τοντ Φίλιπς σατιρίζει το coolness των ανδρών, βγάζοντας στην επιφάνεια την καταπιεσμένη πλευρά τους. Και, τι φοβούνται περισσότερο οι άνδρες; Μήπως τους ανακαλύψουν οι γυναίκες τους, και, φυσικά, μήπως τους πειράξουν τον πισινό. Όλα αυτά συμβαίνουν στη Μπανγκόκ - η επωδός είναι πως, αν δεν σε βρουν σε δυο μέρες, η πόλη θα σε καταπιεί. Το επιμύθιο είναι πως αυτά τ’ αγόρια που μασκαρεύονται σε σοβαρούς κυρίους, μέσα σε δυο μέρες το πολύ γίνονται μαδημένα κοκόρια και μόλις ξεμεθύσουν, κοιτάζουν τις φωτογραφίες τους και, φτου ξανά κι απ’ την αρχή, σοκάρονται και χαίρονται, κολλημένοι στην άκρη του διλήμματός τους.

Τα κριτήρια για μια καλή κωμωδία είναι η πρωτοτυπία και το γέλιο. Και τα δυο λείπουν από το Hangover 2. Η ταινία δεν διαθέτει την αυθάδικη φρεσκάδα της πρώτης (αν και οι περιπέτειες στις οποίες θα περιπέσουν οι φίλοι είναι ακόμη πιο ακατάλληλες από τις αρχικές) και τελικά δεν είναι και τόσο αστεία. Παραμένει μια καλοφτιαγμένη εκτέλεση μιας σύλληψης για ενήλικο κοινό, με ελάχιστες πραγματικές εκπλήξεις ωστόσο. Άσχετο: ο Λίαμ Νίσον, ο οποίος υποτίθεται πως αντικατέστησε τον Μελ Γκίμπσον, τον οποίο για ηθικούς λόγους απέρριψε το καστ, στον ρόλο του tattoo artist, τι απέγινε; Άλλος ήταν ο ηθοποιός που έπαιξε τον ρόλο. Άλλο ένα μυστήριο στην Μπανγκόκ.