Στην αρχή παρακολουθούμε τα παιδιά να μεγαλώνουν σε ένα αυστηρό περιβάλλον, με αυξανόμενες δόσεις παραδοξότητας στην εκπαίδευσή τους να διανθίζουν την αντίθεση της γαλήνιας εξοχής με τη φιλοσοφία ενός αγγλικού σχολείου για εσώκλειστους μαθητές. Στον ούτως ή άλλως αποστειρωμένο περίγυρο, ο σκηνοθέτης Μαρκ Ρόμανεκ προσθέτει μια κλινική απόσταση, όπως έχει κάνει και στο παρελθόν με το One hour photo, το ντεμπούτο με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, που ακολούθησε την πετυχημένη του καριέρα στον χώρο των βιντεοκλίπ. Ο τόνος της πρώτης φάσης της ταινίας επιβεβαιώνεται, καθώς τα παιδιά περνάνε το κατώφλι της εφηβείας και αδυνατούν να ανασάνουν ως ολοκληρωμένοι άνθρωποι, εγκλωβισμένοι στους περιορισμούς της ελεγχόμενης αποστολής τους. Στην ουσία, πρόκειται για πειραματόζωα που γεννήθηκαν για να χρησιμοποιηθούν ως δωρητές οργάνων, κλώνοι μιας κοινωνίας όπου, μετά την (υποτιθέμενη) ιατρική επανάσταση του 1952, οι ανίατες ασθένειες έχουν εξαλειφθεί και ο όρος ζωής έχει ανέλθει στα 100 χρόνια.

Αυτή είναι η σεναριακή σύμβαση που καθόρισε ο Καζούο Ισιγκούρο στο μπεστ-σέλερ του Never let me go. Όπως και στο γνωστότερο μυθιστόρημά του, τ’ Απομεινάρια μιας μέρας, άνθρωποι ατελείς κι ευαίσθητοι μάχονται να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους σε πείσμα των ψυχικών και ταξικών περιορισμών τους. Ο ντετερμινισμός είναι το στοίχημα: πόσο ικανοί είναι να αντεπεξέλθουν, να δράσουν και τελικά να ζήσουν όπως πραγματικά νιώθουν; Η Κάθι είναι το δημιουργικό και ευάλωτο κορίτσι που αγαπάει τον εκρηκτικό και εσωστρεφή Τόμι, τον οποίο διεκδικεί η πιο δυναμική της παρέας, η Ρουθ, ένα πλάσμα πεισματάρικο και ορμητικό, που όμως δεν θέλει να βλάψει την καλύτερή της φίλη, την Κάθι, δηλαδή, που υποδύεται η Κάρι Μάλιγκαν, η μοναδική έμψυχη νότα σε ένα συνεχές θρόισμα επιθανάτιου ρόγχου. Αυτό το συμπληρωματικό, ενδεικτικό τρίο κουβαλάει το οικοτροφείο του Χέιλσαμ βαθιά μέσα του, σαν ένα ανεπούλωτο τραύμα με ανεξακρίβωτη την πηγή του κακού. Αθώα, ανολοκλήρωτα όντα, που παπαγαλίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, πρωταγωνιστούν σε μια θρυμματισμένη ερωτική ιστορία, κρυμμένη στην κοιλιά ενός μελλοντολογικού ουτοπικού θηρίου. Ακόμη και εκτός σχολείου, φέρονται στιγματισμένοι, ρομποτικοί, αμήχανοι μπροστά στο έργο που επιτελούν, σαν να έχουν καταπιεί ένα μάθημα που τους διδασκόταν επί χρόνια και κατ’ επανάληψη, χωρίς όμως να είναι σίγουροι για το νόημα, και, κυρίως, την επίπτωσή του πάνω τους.

Οι χαρακτήρες τους είναι προκαθορισμένοι - αυτό είναι και το επιμύθιο του Ισιγκούρο, ένα προδιαγεγραμμένο μέλλον που πονάει καθώς ξεδιπλώνεται, όπως σωστά επισημαίνει και η κριτικός των «New York Times». Ο Ρόμανεκ κάνει όλες τις σωστές σκηνοθετικές επιλογές, μετρώντας τις αυστηρά στο πώς υπηρετούν το βιβλίο και στο πώς στήνει τα πλάνα του μέσα σε μια μονόχρωμη ατμόσφαιρα, αδιόρατα ‘70s, που καταδεικνύει την εποχή, χωρίς να μας απομακρύνει από το σήμερα. Αντίθετα, ωστόσο, με μερικούς από τους ψυχρούς κι εγκεφαλικούς επίγονους του Κιούμπρικ (τον Λιντς, τον Νόλαν, τον Αρονόφσκι, τον Μπράιαν Σίνγκερ, για να αναφέρω μερικούς, που συγγενεύουν στο ύφος ή τη θεματολογία, ή και στα δύο), ο Ρόμανεκ δεν είναι οραματιστής. Ευτυχώς, δεν είναι ούτε μεγαλομανής. Ακολουθεί την πλοκή, ελπίζοντας πως η δύναμη του θέματος και η ακρίβεια στους χαρακτήρες φτάνουν. Όμως, η ταινία μιλάει για την ύπαρξη ή την απουσία της ψυχής στα χαμένα παιδιά, τα προϊόντα μιας σκληρής απόφασης που τους στερεί την επιλογή.

Ο Ρόμανεκ δεν εντοπίζει ποτέ αυτή την ψυχή, απλώς καταγράφει τις αγωνιώδεις προσπάθειές τους με βάση το υλικό που διαθέτει. Δεν φτάνει ποτέ στο αίτημα της τραγικότητας που υπονοείται συνεχώς, εγκλωβισμένος κι αυτός στην κλινική προσέγγισή του. Το Μη μ’ αφήσεις ποτέ βλέπεται με ενδιαφέρον, αλλά δεν καταφέρνει να συλλάβει την ένταση και το δράμα ενός παράξενου ρομάντσου επιστημονικής φαντασίας, που με τη σειρά του παπαγαλίζει ένα έργο τέχνης, ενώ είναι μια πιστή μεταφορά ενός ζοφερού έργου με μπόλικη τροφή για σκέψη. Ενώ οφείλει να αφήσει ουσιαστικά άναυδο τον θεατή, τον εγκαταλείπει άδειο και μουδιασμένο με την ιδέα του, σε μια λίμνη νεκρικής ακινησίας. Σαν το πρόσφατο Road του Τζον Χίλκοουτ, που συγκριτικά ήταν πιο επιτακτικό και φιλοσοφημένο.