Μετά το Bank Bang, ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος δείχνει τι πραγματικά τον ενδιαφέρει και, μαζί με τον Γερμανό Γιαν Φόγκελ, καταγράφει μια κρίσιμη μέρα από τη ζωή ενός νεαρού skateboarder, φιλοτεχνώντας ένα σύγχρονο πορτρέτο της εφηβείας και της Αθήνας (με έναν τρόπο που δεν ασχολείται με τις τυπικές «γωνιές» της πόλης αλλά με το σημαίνον περιεχόμενο και τη χωροταξική ιδιαιτερότητά της). Ο flaneur πρωταγωνιστής, ένα παιδί που περιπλανιέται με τους κολλητούς του και κοντράρεται με τον πατέρα του, ενώ απρόθυμα επισκέπτεται τη μάνα που αγαπά στο νοσοκομείο, έρχεται σε αντιδιαστολή με έναν δύσθυμο, λακωνικό οικογενειάρχη σε πλήρη μιζέρια και midlife crisis, ο οποίος διστάζει να επενδύσει σε μια άλλη δουλειά για να βγάλει περισσότερα χρήματα και μοιάζει πλήρως απογοητευμένος και εριστικός.Ο ανοιχτός ορίζοντας της νεότητας και το αδιέξοδο στις αποφάσεις: μια κόντρα του χρόνου και της αυτοδιάθεσης, η μεγάλη διαφορά στο βλέμμα και την αντιμετώπιση των καταστάσεων, έστω κι αν η μοίρα έχει τον τελευταίο λόγο.

Κι ενώ το Wasted Youth επικεντρώνεται σαφώς πάνω στα προαναφερθέντα θέματα, προσωπικά με παρέπεμψε στο αγαπημένο concept των νέων Ελλήνων δημιουργών, τη δυναμική της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας, με τον απωθημένο θυμό, την ανάγκη διαφυγής, το σύμπλεγμα που μοιάζει με βόμβα και κατάγεται από μια τελειωμένη κατάσταση που σέρνεται, με θρησκευτικούς και ιδεολογικούς αναχρονισμούς μπλεγμένους σε μια ψευδή δυτική εικόνα που καλλιεργείται αλλά δεν καταπίνεται με χάρη. Συνάντησα τον Δημήτρη Παπαϊωάννου για να μιλήσουμε για το Μέσα, κι ανάμεσα σε άλλα τον ρώτησα για την καθόλου τυχαία θεματική σύμπτωση (εκφρασμένη με εντυπωσιακή ποικιλία σεναριακής και σκηνοθετικής προσέγγισης) του Λάνθιμου, της Τσαγγάρη, του Τζουμέρκα, και εδώ, μέχρι κάποιο βαθμό, του Παπαδημητρόπουλου. Να τι απάντησε: «Η Ελλάδα είναι από τις τελευταίες χώρες του δυτικού κόσμου που οι οικογενειακές σχέσεις είναι ακόμη τρομερά δεσμευτικές για την εξέλιξη της ανεξαρτησίας του ατόμου.

Η μια πτυχή είναι η αίσθηση πως είσαι υποστηριγμένος από το σόι σου και η άλλη είναι πως είσαι 18 ετών και αν κάποιος μπορεί να σε εμποδίσει να είσαι ανεξάρτητος θα το κάνει. Τριαντάρηδες και 40άρηδες δεν κάνουν αυτό που θέλουν για να μη στενοχωρήσουν τους δικούς τους. Είναι το παλιό μοντέλο, όπως το κύμα στον αραβικό κόσμο, δηλαδή το αίτημα να τελειώσουν επιτέλους με τις δικτατορίες και να πάνε να αντιμετωπίσουν τα τεράστια προβλήματα του άλλου κόσμου, με τις δημοκρατίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα». Η οικογένεια είναι κοινός τόπος σε όλους τους καλλιτέχνες ανά τον κόσμο και δεν σημαίνει πως μια χώρα με δημοκρατικού τύπου προβλήματα δεν ανατρέχει στην οικογένεια ως πιθανή πηγή κακού (από τον Μπέργκμαν ή το Festen, μέχρι τους Αμερικανούς).

Ωστόσο, η επείγουσα ομοβροντία των Ελλήνων για τη σήψη που προκαλεί η καθυστέρηση της προσωπικής ανεξαρτησίας, για την οργάνωση της οργής που οδηγεί στην ανάσα, είναι μια υπόθεση με βάθος και ζουμί που εκδηλώνεται με δυναμισμό και ευαισθησία. Υπάρχουν πολλές ιστορίες που αξίζει να ειπωθούν και το θέμα δεν τελειώνει εδώ. Το Wasted Youth είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα άμεσου σινεμά που ακούει και βλέπει, συμμετέχει αλλά δεν κρίνει (θα το διαπιστώσετε στο φινάλε) με εξαιρετικό, κρουστό διάλογο, σκληρή ονειροπόληση (και, αντιστοίχως, ασφυκτικά βάσανα), καλές ερμηνείες παντού και μια πολιτικοποίηση που δεν συνθηματολογεί. Ενδεχομένως, όταν θελήσουμε να ρίξουμε μια ματιά στην καταγεγραμμένη Αθήνα και τους ανθρώπους της μετά από πολλά χρόνια, το Wasted Youth να είναι το ιδανικό σημείο αναφοράς. Ίσως, τελικά, γιατί ο πρωταγωνιστής (τον υποδύεται ένας κανονικός 16άρης σκεϊτάς), όταν είναι μόνος του και ρολάρει στο πατίνι, μοιάζει τόσο αδέσμευτος και ωραίος.