Μετά τις Ζωές των άλλων, ο σκηνοθέτης Ντόνερσμαρκ αποφάσισε να μεταπηδήσει στο Χόλιγουντ με μια ταινία χιτσκοκικών προδιαγραφών, κάτι ανάμεσα στο Κυνήγι του κλέφτη και τον Άνθρωπο που ήξερε πολλά, με μια πινελιά από το Charade του Στάνλεϊ Ντόνεν, με την Όντρεϊ Χέπμπορν και τον Κάρι Γκραντ. Κοσμοπολίτικο και μπερδεμένο, εκτός από την απορία που εγείρει για το τι ακριβώς είδε ο Ντόνερσμαρκ σε αυτό, το φιλμ δεν αφήνει περιθώρια ειλικρινούς εξήγησης σε πολλά σημεία. Κινείται αργά, υπόσχεται δράση αλλά μοιάζει με σταματημένο Μποντ, πέφτει συχνά σε «μπαλαφαρισμούς» ιταλικού τύπου και βασίζεται σε ένα Μακγκάφιν, δηλαδή ένα τεχνητό «καρότο» της πλοκής που όλοι κυνηγούν αλλά κανείς δεν είναι σίγουρος για την ταυτότητα, ακόμη και για την ύπαρξή του. Κάποιος Αλεξάντερ Πιρς, σύντροφος της Ελίζ, είναι ο καταζητούμενος.

Λέγεται πως έχει κλέψει μια περιουσία από έναν Βρετανό κακοποιό και τον έχει τσατίσει τόσο πολύ, ώστε να θέλει να τον δει να υποφέρει πριν τον σκοτώσει. Στο μεταξύ, ο ρόλος της Ελίζ γίνεται, μέσα στην αφαίρεσή του, πιο περίπλοκος όσο περνάει η ώρα: δεν γνωρίζουμε τίποτε γι' αυτήν, αλλά ο τρόπος που κινείται δίνει την εντύπωση πως δεν είναι διόλου αθώα. Βέβαια, είναι εξαιρετικά δύσκολο να πιστέψει ακόμη κι ο πιο καλοπροαίρετος θαυμαστής της Αντζελίνα Τζολί πως μια επιτήδεια γυναίκα μπορεί να μπει σε ένα τρένο με φόρεμα ολκής και, με συνοδεία μόνο την τσάντα χειρός, να μείνει ατσαλάκωτη μέχρι τη Βενετία, σαν την Ντίτριχ στο Εξπρές της Σαγκάης.

Η Τζολί, σε μια (προσωρινή;) αλλαγή πλεύσης, δεν υποδύεται μια ηρωίδα κόμικ αλλά μια πολύ όμορφη movie star, γεμάτη παραπλανητικά βλέμματα και τσιτάτα όλο νόημα. Εξακολουθεί, ωστόσο, να μην έχει επαφή με την πραγματικότητα. Η Ελίζ μοιάζει βγαλμένη από τα κινηματογραφικά παραμύθια, και το μόνο που την απασχολεί είναι να δοκιμάσει παραλλαγές σε πολλές ηθοποιούς του παρελθόντος. Η Τζολί κάνει μια άσκηση ρετρό γοητείας, ενδύεται τουαλέτες και παίζει με την υπόνοια, σαν ντίβα του βωβού που τοποθετείται στις δεκαετίες του '50 και του '60. Χωρίς να δυναμιτίζει ενσυνείδητα το όποιο περιεχόμενό του, ο Τουρίστας γίνεται μια ντεμί παρωδία του ερωτικο-κατασκοπικού είδους που θέλει να πραγματευτεί με ελαφρότητα. Συνταιριάζει μια impossibly όμορφη πλανεύτρα με έναν μέτριο άνδρα, για να τονίσει τα δυο άκρα.Ποτέ ο Τζόνι Ντεπ δεν κατάφερε να πείσει ως «κανονικός» - αν θυμάστε, στο Nick of time είχε παραδεχτεί πως τα μούσκεψε και δεν ξαναπροσπάθησε να φορέσει τα παπούτσια του κλασικού πρωταγωνιστή. Προτιμά τις μεταμφιέσεις και στον Τουρίστα κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν το πρόσωπό του έχει αλλάξει από το πάχος ή κάτι άλλο, ή αν μασκαρεύτηκε σε έναν τύπο συνεσταλμένου επαρχιώτη.

Όπως και αν έχει το πράγμα, είναι εκτός θέματος και, πέρα από ελάχιστες προσπάθειες να κάνει πλάκα με τις λέξεις, το αστείο σκάει πάνω του. Δεν βοηθάει το σενάριο, ένα ακόμη μυστήριο, καθώς ο Κρίστοφερ Μακουόρι, κάτοχος Όσκαρ για τους Συνήθεις Υπόπτους, και ο Τζούλιαν Φέλοους από το Έγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ έκαναν τα πάντα για να μιμηθούν ένα είδος ντελικάτο και μάλλον σκηνοθετικό, αντί να το φωτίσουν, ή έστω να το αναπαράγουν. Ο Τουρίστας είναι κάτι εντελώς παράδοξο, μια μη ταινία που παριστάνει την ταινία. Στην αρχή, προβληματίζεσαι για την ταυτότητα της Τζολί. Μέχρι τη μέση, αναρωτιέσαι τι στο καλό έχει συμβεί με την πλοκή. Μετά από λίγο, ανησυχείς μήπως σου διέφυγε κάτι πολύ σοβαρό. Πριν το τελευταίο εικοσάλεπτο, αναρωτιέσαι τι έχει συμβεί στην ταινία αλλά και στο πρόσωπο του Ντεπ. Προσπερνώντας το γεγονός πως η μονομαχία εκτυλίσσεται σε πλήρη θέα, άρα οι συμμετέχοντες είναι εκτεθειμένοι σε πυροβολισμούς σαν να είναι ερασιτέχνες, το μόνο που πραγματικά λαχταράς είναι ένα διήμερο στη Βενετία.