Η Τζέσικα Χάουσνερ προτιμάει τα μεσαία πλάνα για να πάρει την απόσταση που επιθυμεί από την ασθενή και τους πιστούς, επιλέγοντας ορθότατα την παρατήρηση και παραμένει σε αυτήν, χωρίς αφυπνίζεται ποτέ στο κάλεσμα της θέσης.

 

Θα μου πείτε πως δεν πρόκειται για μια ταινία άποψης επί της πίστης σε συνδυασμό με τον χαρακτήρα της ίασης, αλλά για ένα φιλμ στοχασμού, επίτηδες ψυχρό και λίγο πονηρό, γιατί ενέχει ανεπαίσθητη ειρωνεία και παιχνίδισμα ως προς τη μεταστροφή της γυναίκας που είχε σκλήρυνση κατά πλάκας.

 

Αντλώντας, ωστόσο, από το διόλου θεάρεστο θέαμα του εμπορευματοποιημένου καθολικισμού, με τα μαγαζάκια που πουλάνε αναμνηστικά, τις γεμάτες καφετέριες και τα αποστειρωμένα δωμάτια, η Λούρδη προσφέρεται για μια αφήγηση πιο μεστή και μια σκηνοθετική παρέμβαση με άξονα την ηρωίδα, τον αστυνομικό και τη νοσοκόμα, κάτι που δεν συμβαίνει ποτέ σε αυτό το παζάρι στωικότητας και ενδιαφέρουσας παγωμάρας.