Το έχει ξαναδοκιμάσει κάποιες φορές στο παρελθόν, άλλοτε με μεγάλη επιτυχία, όπως στα Πέτρινα Χρόνια, άλλοτε αστοχώντας, όπως στο Ακροπόλ, και κάποιες φορές με ανάμεικτα αποτελέσματα (Νύφες, Βενιζέλος).

Ο εμφύλιος είναι ένα ταμπού στο ελληνικό σινεμά και ο Βούλγαρης το αντιμετωπίζει κάτω από το πρίσμα της συμφιλίωσης. Η καρδιά του χτυπάει αριστερά, εξού και ο τίτλος Ψυχή Βαθιά, ένας εγκάρδιος χαιρετισμός/σύνθημα των ανταρτών στα βουνά. Ωστόσο, η ταινία δεν ασχολείται με τα εσωτερικά αίτια του εθνικού σπαραγμού. Ρίχνει την ευθύνη στους Αμερικανούς και τους Σοβιετικούς, που πόρωσαν και εγκατέλειψαν τους Έλληνες σε ένα πολιτικό χάος, μια τραγική εμπόλεμη κατάσταση («αυτός δεν είναι πόλεμος, είναι ντροπή», όπως λέει ο Θανάσης Βέγγος που σπαραχτικά ζητάει το νεκρό εγγόνι του για να το θάψει), που οδήγησε συγχωριανούς σε μανιασμένο μακέλεμα, παιδικούς φίλους σε αλληλοσκοτωμό και αδέλφια, όπως ο Βλάσσης και ο Ανέστης, σε αντίπαλα στρατόπεδα, παρά τη θέλησή τους.

Δεν είμαι αρμόδιος να κάνω ανάλυση περί των λεπτομερειών, της ακρίβειας, της ορθότητας των πηγών και ίσως μιας ενδεχόμενης απλούστευσης του Βούλγαρη σε ό,τι αφορά τα αίτια που οδήγησαν τη χώρα σε λουτρό αίματος κατά την κρίσιμη τριετία 46-49. Γνωρίζω, ωστόσο, όπως όλοι μας, πως ακόμη πληρώνουμε μια διχαστική νοοτροπία που δεν έχει πάψει ουσιαστικά να γυροφέρνει πολιτικά διλήμματα. Και αυτό, πέρα από εκκλήσεις ή διδαχές, είναι το πνεύμα της ταινίας Ψυχή Βαθιά: η ελληνική περιπέτεια που, ανεξάρτητα από την εκκίνησή της, κατέληξε σε μια παράλογη τραγωδία και μαύρισε την ελληνική ψυχή, όπως οι βόμβες ναπάλμ καρβούνιασαν, στην επίσημη παγκόσμια πρεμιέρα τους στις βόρειες βουνοκορφές, τα κορμιά των παρτιζάνων.

Ο Βούλγαρης κάνει την έκπληξη και, χωρίς να έχει παρουσιάσει παρόμοια δείγματα, κινηματογραφεί ατμοσφαιρικά, λυρικά αλλά και σφριγηλά, τεντωμένα και αιχμηρά τις σκηνές των μαχών, υπηρετώντας με ακρίβεια το παιχνίδι της πολεμικής περιπέτειας (τέτοιες σκηνές δεν έχουμε ξαναδεί σε ελληνική ταινία), έχοντας απρόσμενο σύμμαχο την κατάλληλη και σύγχρονη ματιά στη μουσική επένδυση από τον Γιάννη Αγγελάκα. Κάνει σπουδαία δουλειά σε περιφερειακούς αλλά κρίσιμους χαρακτήρες, όπως με τον Καπετάν Ντούλα (Βαγγέλης Μουρίκης), τον Τριαντάφυλλο (Γιώργος Συμεωνίδης) και κυρίως τη δυναμική, ανατριχιαστική Βικτώρια Χαραλαμπίδου στον ρόλο της κοκκινομάλλας, μαχητικής και αμφιλεγόμενης Γιαννούλας. Εκεί που κόβεται στα δυο η Ψυχή Βαθιά και χάνει το ενδιαφέρον της είναι στη βασική ιστορία των δυο αδελφών, οι οποίοι ενώνονται και αποσυνδέονται με αμηχανία και αποσπασματικότητα. Όχι γιατί τα δυο νέα και προφανώς άπειρα παιδιά προδίδονται υποκριτικά, αλλά γιατί δραματικά υποστηρίζονται από ένα στόρι που, παρά τον διάχυτο ουμανισμό, μοιάζει ελλιπές.