Ο Κιθ Ρίπλεϊ, ένας χαλαρός και πανούργος αρχικλέφτης, ζει σύμφωνα με τον Κώδικα των Κλεφτών: κάνε τη δουλειά, προστάτευσε το συνεργάτη σου, μη δειλιάσεις και ποτέ μη συνεργαστείς με την αστυνομία. Ο Κιθ έχει βάλει στο μάτι τα δύο τελευταία αυγά Faberge που φτιάχτηκαν ποτέ, τα οποία φυλάσσονται σε μια απόρθητη αποθήκη, ώστε να μπορέσει να εξοφλήσει το χρέος του στη ρώσικη μαφία. Για την πολύπλοκη αυτή ληστεία συνεργάζεται με τον Τζακ, έναν νεαρό κλέφτη, και με την πανέμορφη αλλά και ευφυή Άλεξ. Όλα δείχνουν να πηγαίνουν σύμφωνα με το σχέδιο, μέχρι που κάποιος σπάει τον Κώδικα.

Η Μίμι Λέντερ, μια σκηνοθέτις με τεχνική κατάρτιση και μηδενική προσωπικότητα (βλέπε Ολέθρια Σύγκρουση) μπλέκει τη ρώσικη μαφία, μια απαγωγή, την αστυνομία και τα αυγά των Ρομανόφ γύρω από μια τυπική, καλοφτιαγμένη αλλά τόσο χιλιοειδωμένη σκηνή διάρρηξης μέσα σε θησαυροφυλάκιο - που, για να είμαστε ειλικρινείς, μπάζει από αληθοφάνεια και θα μπορούσε να εκθέσει τους δράστες τουλάχιστον τρεις φορές κατά τη διάρκεια της πραγματοποίησής της. Υπάρχει μια ιδέα στο φιλμ, που την εκφράζει σε μια του ατάκα ο Ράντε Σερμπέτζια (υποδύεται στον κακοποιό), αυτή του ταπεινού μετανάστη που αλλάζει επάγγελμα και κρύβεται πίσω από το άλλοθι της μη αφομοίωσής του, αλλά η ταινία δεν χαμπαριάζει από τίποτε άλλο πλην της ωρολογιακής της δράσης. Ο Φρίμαν παίζει με την ευπρόσδεκτη και γενναιόδωρη οικονομία του ως αριστοκράτης του περιθωρίου (σαν understated Πίτερ Ο Τουλ, ακόμη κι όταν αποκαλεί τον Τζακ «θλιβερό πούστη» σε μια κρίσιμη στιγμή) και ο Μπαντέρας, με τη συνηθισμένη, χαριτωμενίστικη, πεπατημένη ένταση. Και οι δύο καταφεύγουν σε ευκολίες και φαίνονται να υπνοβατούν με «κουτάκια» σε μια ταινία που διατρέχει το είδος που υπηρετεί, με πνεύμα συντηρητικό και βαθιά b.