Οι Γάλλοι είχαν επιφυλάξει κακή υποδοχή στη Λόλα Μοντές και την πρόβαλαν κομμένη για να βγάλουν τα σπασμένα του μεγάλου προϋπολογισμού. Οι Αμερικανοί, με πρωτοστάτη τον Άντριου Σάρις (που τη θεώρησε τη μεγαλύτερη ταινία όλων των εποχών, «κατά την ταπεινή του γνώμη») επιχείρησαν να πλησιάσουν το αρχικό πλάνο του Οφίλς με δυο φεστιβαλικές προβολές το 1963 και το 1968, κι επιτέλους, πέρυσι βρέθηκαν τα καταχωνιασμένα κομμάτια και με ψηφιακή επεξεργασία, αυτό το υπερθετικό μελόδραμα για το τίμημα της γυναικείας ομορφιάς βγήκε στο φως, σε ένδοξο σινεμασκόπ, όπως γυρίστηκε το 1955.

 

Η Λόλα Μοντές βρίσκεται σε ένα κλουβί, πτηνό εξωτικής ομορφιάς, γυναίκα φιλάρεσκη σε βαθμό τελειότητας, με εξαιρετικά χαρακτηριστικά, θηρίο σε καταστολή, σαν τον Κινγκ Κονγκ των εταίρων, αξιοζήλευτο παράδειγμα προς αποφυγή, που οι θεατές του τσίρκου πληρώνουν για να την ακούσουν να απαντάει σε αδιάκριτες ερωτήσεις για τον πολυτάραχο βίο της. Με δυνατή φωνή και ψεύτικες τσιριμόνιες, ο κονφερανσιέ την πλασάρει ως τη ζωντανή ιστορία της κεντρικής Ευρώπης στο κοινό της Αμερικής, που τη βλέπει σε περιοδεία, στη δύση μιας αινιγματικής και παράδοξης καριέρας. Διότι η Λόλα Μοντές είναι μια σύγχρονη Σφίγγα, ένα κινούμενο μυστήριο ως προς τις προθέσεις και την κατάληξή της. Η ζωή της ορίζεται από τους εραστές της. Ξεκινώντας από το διάσημο συνθέτη Φραντς Λιστ και καταλήγοντας στη φυγάδευσή της από έναν επαναστάτη, περνώντας κυρίως από το σκανδαλώδη και πολιτικά σημαίνοντα δεσμό της με το βασιλιά Λουδοβίκο της Βαυαρίας, η Λόλα Μοντές έγινε συνώνυμη του σκανδάλου, σε μια εποχή που οι courtesans ήταν ένα κοινό μυστικό και παράλληλα άπιαστο όνειρο για κοπέλες.

 

Η ταινία βασίζεται, χωρίς να ζορίζεται στο κυνήγι της πιστής βιογραφίας, στη ζωή της Ελάιζα Ροζάνα Γκίλμπερτ, μιας Ιρλανδής ηθοποιού, που έγινε γνωστή ως χορεύτρια του φλαμένγκο, εκτός από την ιδιότητα της ερωμένης που της χάρισε μια αθάνατη φήμη. Ο Οφιλς την οραματίστηκε σαν πορσελάνινο βάζο, μέσα στο οποίο κατοικεί ένας ρομαντικός ερωτισμός - το δοχείο της ματαιοδοξίας και των υποσχέσεων για τη μεγάλη ζωή. Το Λόλα Μοντές είναι η κινηματογραφική του διαθήκη. Όπως το Μάτια Ερμητικά Κλειστά ήταν μια ενοχλητική τελευταία σημείωση του Κιούμπρικ πάνω στα σύνορα του ερωτισμού και της ανασφάλειας του πολιτισμένου ανθρώπου, έτσι και το saga της αρτίστας της υψηλής κοινωνίας αποτελεί την τομή του παλιού κόσμου με την αμφίσημη υπόσταση μιας καταπιεσμένης γυναίκας - η ακριβή, πλήρης αλλά παράνομη νύφη, που την ποθούν οι ηγέτες και οι καλλιτέχνες αλλά δεν τολμούν να την αποκαταστήσουν. Όλα συμβαίνουν σε μια σκηνή, που ιδιοφυώς παίρνει τη μορφή μιας αρένας. Οι θεατές δεν φαίνονται, αλλά παρακολουθούν με τα αδηφάγα μάτια των ανδρών που περιμένουν να ξεσκίσουν μια ανυπεράσπιστη καλλονή. Το ρινγκ έχει κίνηση, κόσμο, σκηνικά και βοηθούς σε μια αέναη προετοιμασία για το τελικό νούμερο.

 

Ουσιαστικά, ο Οφίλς δεν παύει να μας θυμίζει πως βρισκόμαστε σε ένα κινηματογραφικό πλατό και αυτό που βλέπουμε είναι η κατασκευή της ψευδαίσθησης, με πρωταγωνίστρια την οπτασία αυτοπροσώπως. Γι' αυτό το λόγο η Μαρτίν Καρόλ υποκρίνεται υποτυπωδώς -προφανώς συνειδητή επιλογή του σκηνοθέτη να αντικατοπτρίζει και να δέχεται, παρά να ενεργεί- σε έναν κόσμο που κινείται γύρω της. Με το που ξεκινούν οι ερωτήσεις για το παρελθόν της, αναπολεί τις σχέσεις της με μια σειρά από tableaux vivants, ενδεικτικά αλλά όχι απαραίτητα ρεαλιστικά. Η ετεροπροσδιορισμένη προσωπικότητά της ξεδιπλώνεται μέσα από τις αντιδράσεις των εραστών της. Μετρέσα αλλά ποτέ κοκότα, δεν χαριεντίζεται και δεν χαμογελάει, διαισθανόμενη την πικρή μοίρα που την περιμένει. Σε συνεχή επικοινωνία με τον μετρ του τσίρκου (τρομερός ο Πίτερ Ουστίνοφ στα νιάτα του), που είναι σύζυγος της και προσγειώνει με την απειλή του μαστίγιου του το πέπλο της των αναμνήσεών της, υποφέρει κατά τη διάρκεια της έκθεσής της, με την υγεία της να βρίσκεται σε κακό χάλι. Το κοινό περιμένει το μεγάλο άλμα της στο κενό - την πτώση ως χαρακίρι λύτρωσης, όπως είδαμε μερικά χρόνια αργότερα από την Μπαρντό στην εξαίσια Περιφρόνηση. Πρέπει να πηδήξει χωρίς δίχτυ προστασίας, όπως έκανε τόσα χρόνια από αγκαλιά σε αγκαλιά και από το φτωχό της ξεκίνημα στο πολυτελές περιβάλλον που προσωρινά τη στέγασε. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει ποτέ. Η Λόλα είναι εύθραυστη, αλλά δεν πεθαίνει παρά μόνο στο μυθιστόρημα που εκείνη έγραψε. Το κοινό τη θαυμάζει και τη χλευάζει, τη φοβάται σαν ζωντανό μύθο, που στο σινεμά έχει την ευκαιρία να τον αγγίξει έστω και προσωρινά, σαν το δανεικό αντικείμενο περιωπής του μεγάλου μουσείου που ήταν η Ευρώπη του προηγούμενου αιώνα.

 

Η ιδέα του Οφίλς να τοποθετήσει το λαϊκό χώρο των τεράτων και των εκπαιδευμένων ζώων, το τσίρκο στην Αμερική, όπου είχε δουλέψει για χρόνια πριν επιστρέψει στην Ευρώπη και υπογράψει τα τελευταία του αριστουργήματα, είναι πολύ μπροστά από την εποχή της. Η θέα μιας γυναίκας που δεν έχει παρά να επιδείξει το ραγισμένο της κάλλος και τα ηρωικά της κατορθώματα, μετά την αφαίμαξη της νιότης και την ψυχική της κατάρρευση, είναι μια εντελώς μοντέρνα και ισχύουσα ματιά στην άνευ όρων εμπορευματοποίηση της γυναικείας ομορφιάς στο κέντρο των σύγχρονων media, εκεί απ' όπου εκτοξεύεται διεθνώς η πληροφορία πως η προσωπικότητα και το look ταυτίζονται ισοπεδωτικά κι έχουν σαφή ημερομηνία λήξης.

 

Αν και δημοσιογραφικά ενδιαφέρον (όπως συμβαίνει και με το φετινό Cheri του Στίβεν Φρίαρς), θα ήταν μειωτικό να εξισωθεί η Λόλα Μοντές με την τρέχουσα κοινωνική του σχετικότητα και όχι να εκτιμηθεί με τους καλλιτεχνικούς άρα και διαχρονικούς της όρους. Ο λόγος που το κοινό και οι ειδήμονες δυσανασχέτησαν στην πρώτη του προβολή είναι προφανείς. Με την παλιακή φόρμα του μελοδράματος, οι αστοί είδαν κάτι τολμηρό και δεν το κατάπιαν. Η δε επανάσταση του νέου κύματος θα έφτανε μερικά χρόνια αργότερα, από τη γενιά των Γκοντάρ και Τριφό, με διαφορετική, φαινομενικά απλούστερη, γραφή, απαλλαγμένη από τα κηροπήγια και τα κοστούμια. Ο Οφίλς έκανε ένα σχόλιο για τη φαυλότητα αλλά και τη βιαιότητα του ερωτισμού στο περιθώριο της κρεβατοκάμαρας, χρησιμοποιώντας τη στόφα του 19ου αιώνα. Η ταινία του είναι, ωστόσο, εντελώς προσωπική, μια υπέροχη εμμονή, φτιαγμένη με υλικά υπνωτικής και επικίνδυνης ομορφιάς με εντυπωσιακά δύσκολα στην τεχνική τους πλάνα (που φέρνουν στο νου τον Πολίτη Κέιν), και μια άπιαστη αρμονία μεταξύ των φλασμπάκ και των σεκάνς στο τσίρκο. Με την ταινία του αυτή υπερέβαλλε, παραβίασε το πρωτόκολλο και πέθανε δυο χρόνια αργότερα από έμφραγμα, χωρίς ποτέ να δει το piece de resistance του στην ολοκληρωμένη του μορφή.