Τα σκυλιά που ένωσε ο θεός, ο άνθρωπος ας μη χωρίζει

Τα σκυλιά που ένωσε ο θεός, ο άνθρωπος ας μη χωρίζει Facebook Twitter
Την κουταβίνα την ονομάσαμε Μπλες απ' το Blessing που σημαίνει Ευλογία και δεν πρόκειται να απολογηθώ που δεν κρατήσαμε την ελληνική εκδοχή του ονόματος...
3

Από τη Θεώνη Σκαλέρη

Κυκλοφορούσε ένα πολυφορεμένο ψυχαναλυτικό απόφθεγμα κάπου εκεί στα '90ς που πήγαινε κάπως έτσι: «Πρώτα πάρε ένα φυτό. Αν καταφέρεις να μη σου ξεραθεί, πάρε ένα ζώο. Αν καταφέρεις να μη σου ψοφήσει, τότε μπορείς να προσπαθήσεις μ' έναν άνθρωπο.»


Θεωρώντας ότι είχα ολοκληρώσει επιτυχημένα τη θητεία μου στα φυτά από το δημοτικό, όταν είχα βάλει λίγο υγρό βαμβάκι σ' ένα ποτήρι με μια χούφτα φακές και οι φακές φύτρωσαν, αποφάσισα να περάσω κατευθείαν στο επόμενο στάδιο. Δοκίμασα με χρυσόψαρα, παπαγαλάκια, χάμστερ και γάτες. Κατάλαβα σχετικά γρήγορα ότι είμαι ένας άνθρωπος συμβατός μόνο με σκυλιά. Ο Έκτορας, ο Μπρίλι και η Μπίμπα, μου έμαθαν να είμαι ειλικρινής με τα συναισθήματα μου, να δείχνω ευγνωμοσύνη και να γελάω καθημερινά. Μ' αυτά τα εφόδια βούτηξα με αυτοπεποίθηση στις ανθρώπινες σχέσεις. «Απ' το Ροδόλφο στο Μηνά κι απ' το Μηνά στον Πάνο», ομολογουμένως αυτός ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα και οι ψυχώσεις αφθονούσαν. Μάζεψα όμως στις αποσκευές μου κάποια δικά μου, εμπειρικά αποφθέγματα.


Ένα απ' αυτά ήταν το εξής: «Ποτέ μην ερωτευτείς άνθρωπο που περπατάει μπροστά και σ' αφήνει πίσω».

Ο Μπόι μόλις άκουγε νότα, σκαρφάλωνε πάνω στον καναπέ κι έδινε κανονική περφόμαρνς. Η Μπλες ξαπλωμένη στο πάτωμα, τον κοιτούσε σαν να ήταν ο Έλβις και του τα συγχωρούσε όλα


Όταν ο Π., στο πρώτο ραντεβού, βγαίνοντας από το εστιατόριο, άρχισε να προπορεύεται σαν να ήταν μόνος του στη ζωή και στον κόσμο, στάθηκα ακίνητη για ένα-δυο λεπτά και τον παρατηρούσα να μικραίνει. Ήταν ολοκάθαρα ένα κινούμενο λάθος. Γύρισα την πλάτη και προχώρησα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τις επόμενες μέρες με κυνήγησε τόσο πολύ που στο τέλος πείστηκα ότι είχε πατσίσει τα μέτρα που προπορεύτηκε κι έπρεπε να τον συγχωρήσω. Γιατί τον γούσταρα. Αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να ξεστρατίσω από τα ιερά μου αποφθέγματα. Αλλά τον γούσταρα.


Ήταν μεσημέρι δεκαπενταύγουστου, στις πρώτες κοινές μας διακοπές στη Μάνη. Γυρίζαμε απ' το μπάνιο και διαφωνούσαμε για κάτι ασήμαντο λες και ήταν το πιο σημαντικό θέμα του κόσμου, όταν αντικρίσαμε ένα τρομαγμένο κουτάβι ανάμεσα στις μπροστινές ρόδες του αυτοκινήτου. Έσκυψα και είδα ότι ήταν χτυπημένο στα πλευρά. Το πήρα στην αγκαλιά μου, το έβαλα προσεκτικά στην ψάθινη τσάντα που κουβαλούσα τις πετσέτες και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Ο Π. είχε μείνει απ' έξω και με κοιτούσε σαστισμένος.


Μέχρι τότε, χώριζε τους ιδιοκτήτες σκύλων σε τρεις κατηγορίες: αυτούς που τα έχουν δεμένα στην αυλή για να φυλάνε το σπίτι τους, αυτούς που τα χρειάζονται για να φυλάνε τα πρόβατα και κάτι γραφικές περιπτώσεις που έχουν τα σκυλιά μέσα στα διαμερίσματα, τα φιλάνε στο στόμα και τα βγάζουν βόλτα με λουράκια στα πάρκα. Δυστυχώς, οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου που μέναμε ασπάζονταν εντελώς φανατικά τις ίδιες απόψεις και μόλις μας είδαν με το σκυλί μάς πέταξαν έξω. Δεκαπενταύγουστο, στη Μάνη, μ' ένα σκυλί. Ούτε μία στο εκατομμύριο να βρεθεί δωμάτιο. Το μόνο θετικό ότι ο δρόμος της επιστροφής δεν είχε καθόλου κίνηση...κάτι που ο Π. δεν εκτίμησε ποτέ. Εκτίμησε όμως λίγο αργότερα κάτι πολύ πιο σημαντικό.


Με το πού πατήσαμε το πόδι μας Αθήνα, αισθάνθηκε ένα έντονο κάψιμο. Αντί να πάμε σε κτηνίατρο, βρεθήκαμε σε νοσοκομείο κανονικό. Οι γιατροί τον άρπαξαν και τον έβαλαν χειρουργείο πριν προλάβει να ολοκληρώσει την περιγραφή των συμπτωμάτων. Κι εγώ έμεινα να περιμένω στο διάδρομο, με την αγωνία μου και το κουτάβι μέσα στην ψάθινη τσάντα.

Κάθε φορά που ο Μπόι επέστρεφε μετά από μέρες, εκείνη τον μυριζόταν πάντα κάποια λεπτά πριν. Στηνόταν πίσω από την πόρτα και περίμενε. Εκείνος έγδερνε με το πόδι του για να τον ακούσω και να του ανοίξω

«Εσύ δε σώθηκες από θαύμα φιλαράκο, σώθηκες απ' το σκυλί» του είπε ο γιατρός μετά την επέμβαση. «Θα' μπαινες για μακροβούτι και δε θα' βγαινες ποτέ εκεί στη Μάνη». Την κουταβίνα την ονομάσαμε Μπλες απ' το Blessing που σημαίνει Ευλογία και δεν πρόκειται να απολογηθώ που δεν κρατήσαμε την ελληνική εκδοχή του ονόματος.


Η Μπλες έσωσε την καρδιά του Π. κι εκείνος την έκανε βασίλισσα της καρδιάς του. Της έδινε φιλιά, κοιμόντουσαν μαζί, και άλλες τέτοιες γραφικές καταστάσεις...Μόνο που η Μπλες, όπως όλες οι βασίλισσες, άρχισε να ψιλοβαριέται. Ένα μοιραίο απόγευμα σε μια βόλτα στο πάρκο, την έχασα για αρκετή ώρα. Είχε βρει ένα αδέσποτο σκυλάκι και επιδίδονταν μαζί σε κάτι που έμοιαζε με πυγμαχία βρυκολάκων. Στην αρχή τρόμαξα, σύντομα όμως κατάλαβα ότι περνούσε εξαιρετικά. Είδα κι έπαθα για να την ξεκολλήσω και να γυρίσουμε σπίτι. Την επόμενη μέρα το πρωί, άνοιξα την πόρτα για να φύγω για δουλειά και είδα το αδέσποτο σκυλάκι του πάρκου να κάθεται πάνω στο χαλάκι της δικής μας εξώπορτας! Ζούσαμε τότε σε μια πολυκατοικία με πολλά διαμερίσματα, ιατρεία, γραφεία, στον τρίτο όροφο, πώς μας βρήκε; Τον κοιτούσα με τα μάτια γουρλωμένα. Με κοιτούσε σοβαρά και με αξιοπρέπεια. Ούτε χαρούλες, ούτε γλειψίματα. Η Μπλες από μέσα, μόλις τον πήρε χαμπάρι, άρχισε να χοροπηδάει σ' όλα τα δωμάτια του σπιτιού σαν να ήταν σε έκσταση. Παραμέρισα στην πόρτα και πέρασε μέσα. Έτσι απλά. Έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο και άρχισαν να επιδίδονται στο αγαπημένο τους σπορ. Έτσι απλά, η Μπλες βρήκε το Μπόι της.


«Ο σώγαμπρος που μας κουβαλήθηκε εδώ μέσα», έλεγε ο Π. στην αρχή αλλά μετά τον συμπάθησε. Είχαν στ' αλήθεια πολλά κοινά στοιχεία. Ούτε του Μπόι τού άρεσε να μαζεύεται σπίτι. Έφευγε το πρωί και τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης μέχρι να συναντήσει τον Π., αργά το απόγευμα, και να δεήσουν να γυρίσουν μαζί. Ο Μπόι όμως, σε σχέση με τον Π. είχε ένα βασικό πλεονέκτημα: τραγουδούσε. Μόλις άκουγε νότα, σκαρφάλωνε πάνω στον καναπέ κι έδινε κανονική περφόμαρνς. Η Μπλες ξαπλωμένη στο πάτωμα, τον κοιτούσε σαν να ήταν ο Έλβις και του τα συγχωρούσε όλα.


Όσο ο Μπόι έκανε καντάδες στη Μπλες, εμείς τα είχαμε βρει πραγματικά σκούρα με τα δύο σκυλιά και τρώγαμε τις ανθρώπινες σάρκες μας.

-Ελεύθερα!
-Δεμένα!
-Ελεύθερα!
-Δεμένα!
-Είναι στη φύση τους να κυνηγάνε γάτες!
-Είσαι μαλάκας!


Μέχρι που το πράγμα χόντρυνε. Ο Μπόι σταμάτησε να γυρίζει στο σπίτι μας και προτιμούσε να μένει στην κυρία του από κάτω διαμερίσματος που είχε μια σκυλίτσα, τη Λουίζα.


Δεν ξέρω αν αυτό συνέβη επειδή ήταν στη φύση του ή επειδή βαρέθηκε τις φωνές μας. Ξέρω στα σίγουρα ότι η Λουίζα έμοιαζε με σφουγγαρόπανο και η Μπλες είχε πληγωθεί πολύ. Καθόταν όλη τη μέρα στον καναπέ μ' ένα απλανές βλέμμα, δεν έτρωγε και δεν ήθελε να βγει βόλτα. Κάθε φορά που ο Μπόι επέστρεφε μετά από μέρες, εκείνη τον μυριζόταν πάντα κάποια λεπτά πριν. Στηνόταν πίσω από την πόρτα και περίμενε. Εκείνος έγδερνε με το πόδι του για να τον ακούσω και να του ανοίξω. Με το πού άνοιγα την πόρτα, η Μπλες τον είχε ήδη αρπάξει από τ' αυτί με τα δόντια της και τον έσερνε σα σβούρα στο σαλόνι. Ο Μπόι υπέμενε τα μαρτύρια αδιαμαρτύρητα. Ο Π. ξεκαρδιζόταν στα γέλια με το θέαμα. Εγώ πάλι, δε το διασκέδαζα ιδιαίτερα.


Η αλήθεια ήταν ότι είχα πάψει από καιρό να διασκεδάζω σ' αυτή τη σχέση. Είχα διαβάσει, θυμάμαι, μια είδηση για μια Γιαπωνέζα που είχε να γελάσει τέσσερα χρόνια και τώρα δε μπορούσε πια. Θα της έβαζαν ένα μικροτσίπ στον εγκέφαλο για να δώσει ξανά εντολή στα νεύρα του γέλιου. Φοβήθηκα μην της μοιάσω.


Ω ναι...είχε έρθει η ώρα της μεγάλης αποχώρησης.


Τι θα γινόταν όμως με τα σκυλιά;


Το μοτίβο των χωρισμένων παιδογονιών -τις καθημερινές στη μαμά, τα Σαββατοκύριακα στο μπαμπά-, δεν ταίριαζε σε σκυλογονείς και σ´ αυτό συμφωνήσαμε κι οι δύο αμέσως. Να μπορείς να μην ξαναδείς τον άλλο ποτέ και να επιλέγεις να τον βλέπεις κάθε Σαββατοκύριακο για τα σκυλιά; Με τίποτα. Ο ένας θα έπαιρνε το ένα, ο άλλος θα κράταγε το άλλο κι ο καθένας μας το δρόμο του. Εγώ πήρα τη Μπλες και νοίκιασα καινούργιο σπίτι, ανυπόμονη να γυρίσω σελίδα στη ζωή μου. Στην πράξη, δεν αποδείχτηκε τόσο απλό.


Ο Μπόι δεν ξαναπάτησε στη Λουίζα κι ούτε ήθελε να αλητεύει πια. Από καντάδα, το γύρισε στο μοιρολόι. Ένα συνεχόμενο ουρλιαχτό λύκου. Στο μπαλκόνι. Για να τον ακούσει η Μπλες και να γυρίσει. Συνεχόμενο. Είχε σπάσει τα νεύρα όλων των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Το τηλέφωνό μου χτυπούσε ασταμάτητα. Παράπονα, παράπονα...Έπρεπε να γυρίσω τη Μπλες πίσω.


Όταν συναντηθήκαμε με τον Π., δε μιλήσαμε. Μου είχε ζητήσει στο τηλέφωνο μόλις τον δω να μην πλησιάσω, απλά να αφήσω το σκυλί ελεύθερο. Είχαμε ένα οικοδομικό τετράγωνο απόσταση ανάμεσα μας όταν άφησα το λουρί και η Μπλες έτρεξε στο Μπόι της. Μου φάνηκε ότι ο Π. χαμογέλασε πριν γυρίσει την πλάτη κι αρχίσει να προχωράει με τα δυο σκυλιά. Περπατούσαν παράλληλα. Σχεδόν συγχρονισμένοι. Κι έτσι όπως τους έβλεπα να μικραίνουν σκέφτηκα ότι μπορεί μερικοί άνθρωποι να προχωράνε μπροστά γιατί έζησαν τη ματαιότητα του «μαζί» από νωρίς και φοβήθηκαν...γι' αυτό τρέχουν. Μέχρι που σκάει ένας σκύλος στο δρόμο τους κι ο κόσμος από κρύος, γίνεται ζεστός. Και τότε είναι έτοιμοι να περάσουν στο επόμενο στάδιο. Κοίταξα κάτω απ' τις ρόδες του αυτοκινήτου που ήταν παρκαρισμένο δίπλα μου. Τίποτα...Αναμενόμενο. Την τύχη πρέπει να την περιμένεις και λίγο. Να έχεις ακυρώσεις πολλά προσωπικά αποφθέγματα για να εμφανιστεί.

  

It's Viral
3

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

3 σχόλια