Όνειρο ήταν ευτυχώς

Όνειρο ήταν ευτυχώς Facebook Twitter
Κάποιες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου συγκροτούν ένα ενδιαφέρον και πολύ ευχάριστο υπο-είδος του mainstream ελληνικού σινεμά του '60 που εξέφραζε μια λαχτάρα υπέρβασης των καταπιεστικών μοντέλων ηθογραφίας και εσωστρεφούς μικροαστισμού
0

«Η Σύλβια, στην προσπάθειά της να βρει τρόπους να εκνευρίσει τον Ντίνο, συνειδητοποιεί ότι έχουν σπάσει τα νεύρα της και ζητάει βοήθεια από τον Ντίνο!»... Δεν ξέρω ποια διαστροφή, σε συνδυασμό με την προχωρημένη ώρα και την επιθετική αϋπνία, με παρακίνησε να πατήσω τις πληροφορίες του teletext για να ξεδιαλύνω στο θολωμένο μυαλό μου την πλοκή αυτού που έβλεπα μπροστά μου στην τηλεόραση.


Αναγνώριζα, βεβαίως, την Τζοβάνα Φραγκούλη (Σύλβια) και τον Γιώργο Κωνσταντίνου (Ντίνος) που είχαν αναδυθεί ξαφνικά από τη λήθη σαν φαντάσματα από το παρελθόν ή σαν κακή παραίσθηση που νομίζεις ότι θα βγει από την οθόνη και θα εγκατασταθεί τρισδιάστατη στο δωμάτιο, να παίζουν μια φριχτή, στοιχειωμένη εκδοχή ρομαντικής κομεντί της συμφοράς – ποιο ήταν αυτό το σίριαλ όμως; Του πότε; Υπήρξε πράγματι ή το φανταζόμουν;

Τίποτα δεν σε κάνει να απωθήσεις κάθε νοσταλγία για το «εύρωστο» και «ανέμελο» παρελθόν όσο οι επαναλήψεις παλιών σίριαλ που στοιχειώνουν το θερινό (αλλά και το χειμερινό, τα τελευταία χρόνια) τηλεοπτικό πρόγραμμα των καναλιών που επιμένουν να υπάρχουν χωρίς κανέναν προφανή λόγο ύπαρξης.


Τελικά, επρόκειτο για το «Η αλεπού και ο μπούφος», προ τριακονταετίας ακριβώς. Όχι ότι έχει σημασία, θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε από τα κυνικής έμπνευσης και αρπακόλλα προδιάθεσης σίριαλ στα οποία ανακατεύτηκε κατά καιρούς ο γνωστός ηθοποιός υπό διάφορες ιδιότητες. Θα μπορούσε να είναι σχεδόν οποιοδήποτε σίριαλ γενικώς από την πλούσια (πλην θεόφτωχη ποιοτικά) παραγωγή της «ακμής» του μέσου και το συναίσθημα θα ήταν το ίδιο.

Τίποτα δεν σε κάνει να απωθήσεις κάθε νοσταλγία για το «εύρωστο» και «ανέμελο» παρελθόν όσο οι επαναλήψεις παλιών σίριαλ που στοιχειώνουν το θερινό (αλλά και το χειμερινό, τα τελευταία χρόνια) τηλεοπτικό πρόγραμμα των καναλιών που επιμένουν να υπάρχουν χωρίς κανέναν προφανή λόγο ύπαρξης.


Κακώς την άνοιξα την τηλεόραση, θα μου πεις, αλλά συνήθεια είναι και θέλει να παραμυθιάζεται κανείς ότι έχει ακόμα νόημα το μέσο που γενναιόδωρα μας συντρόφευσε στην παιδική και προεφηβική ηλικία, τα χρόνια που η μικρή οθόνη ήταν μία και αμετακίνητη. Εξακολουθούν πάντως να υπάρχουν και ευχάριστες εκπλήξεις καμιά φορά κατά τη διαδικασία του ζάπινγκ.


Κάνα-δυο μέρες πριν από την προαναφερθείσα στοιχειωμένη εμπειρία, πέτυχα στην τηλεόραση τα «5.000 ψέματα», ταινία του 1966 παραγωγής του Φίνου, την οποία είχε σκηνοθετήσει ο πρωταγωνιστής της Γιώργος Κωνσταντίνου, που, αντίθετα από τη βασανιστική για τους θεατές σταδιοδρομία του στην τηλεόραση, στο εμπορικό σινεμά είχε επιχειρήσει να αποτελέσει έναν φορέα νεωτερισμού και μοντερνιάς, είτε ως σκηνοθέτης είτε ως ηθοποιός, δοκιμάζοντας φρέσκες ιδέες και κρατώντας κάποιες αποστάσεις από τη μικροαστική ηθικολογία που βάραινε σαν μολύβι στις περισσότερες ταινίες.


Πέρα από τα διάφορα (άγαρμπα, αλλά χαριτωμένα) «νουβέλ βαγκ» τρικ και τη μουσική του πρωτοεμφανιζόμενου Βαγγέλη Παπαθανασίου, η ταινία είναι μια απολαυστική κωμική/ρομαντική περιπέτεια σε μια Αθήνα μεταξύ παραδοσιακής αυλής και φουλ ανοικοδόμησης, όπου η δίψα για τρελές κι απίθανες νεανικές καταστάσεις υπερκεράζει τους αβάσταχτους περιορισμούς δύο φτωχών φοιτητών της Νομικής που ζουν υπό το βάρος του ενοικιοστάσιου της κυρίας Ευταλίας (Σαπφώ Νοταρά) και βρίσκονται σε απόγνωση όταν ένας εκκεντρικός και ημιπαράφρων καθηγητής Αρχαιολογίας τούς ζητάει να κλέψουν, με το αζημίωτο, ένα σπάνιο αγαλματίδιο από το σπίτι ενός πάμπλουτου συλλέκτη.

«... Μετά την επιτυχή έκβαση της κλοπής, ο καθηγητής πεθαίνει από τη χαρά του και οι δύο φοιτητές αποφασίζουν να επιστρέψουν το αγαλματίδιο στον δικαιούχο. Εκεί θα γνωρίσουν τις κόρες του, στις οποίες θα πουν άπειρα ψέματα. Τελικά, θα αποκαλυφθεί ότι επρόκειτο για ένα στοίχημα ανάμεσα στον καθηγητή και στον συλλέκτη και οι δύο φοιτητές θα ερωτευτούν τις κόρες του τελευταίου» (η σύνοψη από το site της Ταινιοθήκης της Ελλάδας).


Στο διάστημα που μεσολαβεί, παρακολουθούμε μια τρελή περιπέτεια που διεξάγεται σε παραδοσιακές αυλές και μυστήριες επαύλεις, σε μπουάτ και σε συνοικιακά μπιλιαρδάδικα, σε τοποθεσίες στην Πλάκα, στο Μετς, στο Κεφαλάρι, στην πλατεία Κολιάτσου (όπου βρισκόταν το μπίτνικ «στέκι του Ακούρευτου») αλλά και στα χορταριασμένα οικόπεδα και στους δρόμους γύρω από τα παλιά στούντιο του Φίνου στους Αγίους Αναργύρους.


Τους πρωταγωνιστές πλαισιώνουν επίσης διάφοροι γκεστ σταρ αλλά και πρωτότυποι για τα κλισέ δεδομένα της ελληνικής κινηματογραφικής τυπολογίας χαρακτήρες, όπως ένας εντελώς «αντι-Βασιλάκης Καΐλας» πιτσιρικάς-κωλοπαίδι, ο Δημητράκης, «ο γιος της πλύστρας».


Μαζί με κάποιες άλλες ταινίες εκείνης της εποχής, όπως τα «201 Καναρίνια» και το «Αυτό το κάτι άλλο!» (αμφότερες σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου), τα «5.000 ψέματα» συγκροτούν ένα ενδιαφέρον και πολύ ευχάριστο υπο-είδος του mainstream ελληνικού σινεμά του '60 που εξέφραζε μια λαχτάρα υπέρβασης των καταπιεστικών μοντέλων ηθογραφίας και εσωστρεφούς μικροαστισμού, εξέπνευσε όμως με την έλευση της χούντας και το οριστικό σχίσμα μεταξύ «εμπορικού» και «κουλτουριάρικου» κινηματογράφου.

TV & Media
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ