Πέραμα 2018
Στη λαϊκή συνοικία που δημιουργήθηκε από τους ανθρώπους που βρήκαν δουλειά στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη μετά τον πόλεμο, σήμερα η ανεργία φτάνει το 60%. Παρόλα αυτά, είναι μία περιοχή που δεν χάνει ποτέ την ελπίδα και την ανθρωπιά της.
Από τη LiFO Team
 
Το Πέραμα τώρα
 
 

Το Πέραμα είναι μόλις 35 λεπτά από την Αθήνα (14,7 χιλιόμετρα), το προάστιο του Πειραιά που συνδέεται με τη Σαλαμίνα μέσω φεριμπότ, μια προσφυγική συνοικία με Μικρασιάτες και Πόντιους. Είναι μια περιοχή γεμάτη αυθαίρετα (περισσότερα από 1.000!), σκαρφαλωμένα μέχρι ψηλά στο βουνό, ναυπηγεία σε όλο το μήκος της παραλίας, πολυκατοικίες και ταβερνάκια. Ήταν πάντα μια λαϊκή συνοικία που δημιουργήθηκε από τον κόσμο που ήρθε να δουλέψει στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος και στα καρνάγια, φημισμένη για τους τεχνίτες της, τους μάστορες και τους εργάτες που μπορούσαν να κάνουν τα πάντα. Ανθρώπους «πατενταδόρους» που οι εργολάβοι και οι εφοπλιστές εμπιστεύονταν τα καράβια τους στα χέρια τους. Από το 1964 που έγινε δήμος μέχρι σήμερα έχει αλλάξει ελάχιστα, εξακολουθεί να έχει κάτι από παλιά Ελλάδα και σε μεταφέρει «μαγικά» στις παλιές, ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες. Αυτή είναι και η γοητεία του.

Παρ' όλα αυτά, είναι μια πόλη που εν μέσω κρίσης έχει χτυπηθεί όσο καμία άλλη. Ένας χρεοκοπημένος δήμος που πολλές φορές δεν έχει χρήματα να πληρώσει τους υπαλλήλους του, χωρίς οδικά δίκτυα στην περιοχή του Άνω Περάματος, με σπίτια στο βουνό χωρίς νερό και ρεύμα, σε κατάσταση εγκατάλειψης, και πολυκατοικίες-«τέρατα» που έχουν χτιστεί τις τελευταίες δεκαετίες και κάνουν πολύ έντονη την αντίθεση μεταξύ παλιού και νέου. Στο στάδιο, την Πρόνοια, παίζουν καθημερινά εκατοντάδες πιτσιρίκια σε άθλιες συνθήκες, τα σκουπίδια πολλές φορές γίνονται βουνά λόγω της οικονομικής δυσκολίας του δήμου να πληρώσει περισσότερα απορριμματοφόρα κι ένα πρόβλημα που είναι πιο βασικό και μεγαλύτερο απ’ όλα: την ανεργία, η οποία αυτήν τη στιγμή ξεπερνάει το 60%.

Κάποτε, η Ζώνη του Περάματος απασχολούσε χιλιάδες κόσμο, σήμερα με δυσκολία συναντάς καμιά πενηνταριά ανθρώπους να απασχολούνται, και αυτοί όχι σε μόνιμη βάση. Μοναχά τα ιδιωτικά ναυπηγεία φαίνεται να επιβιώνουν και να δίνουν κάνα μεροκάματο στους εργάτες, κυρίως από τα γιοτ των πλουσίων που έρχονται για επισκευή.

Παρ' όλες τις δυσκολίες που βιώνουν οι κάτοικοί του, όμως, ένα κυριακάτικο πρωινό στο Πέραμα μπορεί να γίνει μια όμορφη εκδρομή. Η λεωφόρος Ειρήνης με τα παραδοσιακά καφενεία που βρίσκονται διάσπαρτα στα στενά της πόλης προσφέρεται για καφέ και μετά, στη βόλτα με τα πόδια προς τα κάτω, στα φεριμπότ για Σαλαμίνα, αντικρίζεις ένα από τα πιο όμορφα σημεία της περιοχής: ένα κομμάτι παραλίας που το καλοκαίρι γεμίζει με γονείς και παιδιά που κάνουν το μπάνιο τους, ενώ, συνεχίζοντας προς το Τέρμα Περάματος, βλέπεις παρατεταγμένες στο λιμανάκι τις ψαρόβαρκες δίπλα στα σκάφη αναψυχής. Γύρω- γύρω ο κόσμος κάνει βόλτα, πιτσιρίκια παίζουν στις τραμπάλες και ψαράδες με το καλάμι τους περιμένουν υπομονετικά την ψαριά και συζητούν για την πραμάτεια τους.

Ύστερα, μπορείς να πας για ψάρι και μεζέ στα παραδοσιακά ταβερνάκια της περιοχής. Και αν τελειώσεις κι έχεις όρεξη ακόμα για βόλτα, μπορείς να πας στο Πανόραμα να απολαύσεις τη μαγευτική θέα της πόλης και της Σαλαμίνας από ψηλά. Αν έχεις κουράγιο για σκαρφάλωμα με τα πόδια σε στενά δρομάκια και σλάλομ ανάμεσα στα άναρχα χτισμένα σπίτια που το καθένα έχει τη δική του «αρχιτεκτονική», παλιές παράγκες που σήμερα έχουν γίνει σπίτια με τούβλα, η θέα θα σε ανταμείψει. Στην περιήγηση στα στενά του Περάματος θα δεις τον κόσμο του να ζωντανεύει. Οικογένειες να βγαίνουν στις αυλές και στις ταράτσες και να συνομιλούν με τους γείτονες, να ψήνουν κρέας και ψάρι περιμένοντας το μεσημέρι να μαζευτούν όλοι γύρω από ένα τραπέζι, οικογενειακά. Για πολλούς το Πέραμα μοιάζει με εξοχή. Η θάλασσα μπροστά, το βουνό πίσω, το λίγο πράσινο που έχουν οι αυλές, τα πάρκα και μια χαλαρότητα και ησυχία που δύσκολα συναντάς σε άλλη πόλη κάνουν το Πέραμα γοητευτικό και το μεταμορφώνουν σε μια απέραντη γειτονιά από άλλη εποχή.

 

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: M. HULOT

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

 
Το Χονγκ Κονγκ του Πειραιά
 
 

Το Πέραμα είναι το Χονγκ Κονγκ του Πειραιά. Άνθρωποι και πλεούμενα ζουν ανακατεμένοι μέσα κι έξω από το νερό, ακόμα και το κουρείο είναι πάνω στο κύμα και ο αέρας μυρίζει πετρέλαιο, μηχανόλαδο και ψαρίλα, μικροί και μεγάλοι με σηκωμένα μπατζάκια πλατσουρίζουν στα νερά, άλλοι για μεροκάματο, άλλοι για χάζι, ως και οι σερβιτόροι από τις παράγκες της παραλίας, που ψήνουν καφέδες, ετοιμάζουν ούζα και τηγανίζουν ψάρια από το πρωί, μπαίνουν μέχρι τα γόνατα στο νερό, φορτωμένοι τις παραγγελίες για τα μαστόρια που δουλεύουν σε κάποιο σκάφος, και ολόγυρα, μέσα έξω, σε στεριά και θάλασσα, βάρκες, καΐκια και τρεχαντήρια, άλλα λικνίζονται στο νερό και άλλα ξεροσταλιάζουν τραβηγμένα στη μέση του δρόμου ή ακουμπισμένα στους τοίχους των παραπηγμάτων, που στη στέγη τους είναι υψωμένα για στολίδι ολόκληρα κατάρτια με τα σχοινιά τους, παλιά φουγάρα, κουλούρες στη σειρά με τα ονόματα καραβιών που έχουν διαλυθεί από καιρό, και κατά μήκος της ακτής, στα μικρά και μεγάλα καρνάγια, Ψαρρού, Ζαχαρέα, Χαλκίτη, Σταματέκου, Καστρινού, Μακρινόπουλου, Σάββα, Μπούμπη, Σινόσογλου, Καραγιώργη, Κουλακάρη, Μπλαζάκη, δουλεύουν πάνω από τρεις χιλιάδες καραβομάστορες, καραβομαραγκοί, καλαφάτες, σιδεράδες, οξυγονοκολλητές, ξυλουργοί, ηλεκτρολόγοι, μπογιατζήδες, ματσακονιστές, καθαριστές, μηχανουργοί και τελευταίοι πάντα οι αρμαδόροι, για να αρματώσουν τα άλμπουρα με ξάρτια, ανεμόσκαλες, πανιά, καθώς στις περαμιώτικες γιάρδες χτίζονται πάνω από εκατόν πενήντα νέα ξύλινα κομμάτια τον χρόνο και κάμποσα σιδερένια: βάρκες, ψαράδικα, καΐκια, λατίνια, μαούνες, τράτες, τρεχαντήρια, σκούνες και κότερα, που παραγγέλνουν σε αυτούς τους εμπειρικούς ναυπηγούς, που δεν πιάνουν χάρακα για να τραβήξουν ίσια γραμμή, Έλληνες εφοπλιστές και πάμπλουτοι ξένοι, όπως οι Ρότσιλντ, που έκαναν φέτος κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά με τη ΣΑΪΤΑ, την ολοκαίνουργια θαλαμηγό που τους χτίσανε στο Πέραμα.

Φάτσα απέναντι είναι η Σαλαμίνα, μια ανάσα με το βενζινάκι, φαίνεται καθαρά από δω ο Ναύσταθμος του Πολεμικού Ναυτικού και στους πλαϊνούς δρόμους Αμπελάκι και Κυνόσουρα το νεκροταφείο καραβιών με δεκάδες παροπλισμένα πλοία που τη θέση τους πήραν τα λίμπερτι και τα βίκτορι, όπως αυτά είχαν πάρει τη θέση της σκούνας και της μπρατσέρας, άλλα δεμένα στους όρμους και άλλα αρόδο, επιβατηγά, φορτηγά, γκαζάδικα, με τσιμινιέρες, άγκυρες, καδένες και παλαμάρια ποτισμένα στη σκουριά και στην αλμύρα, τις μπογιές και το μίνιο, ξεφτισμένα, ξηλωμένα τα όργανα και την αρματωσιά, κουφάρια πια, μα το καθένα με τη δική του ιστορία, τις δικές του δόξες, πέρασαν φουρτούνες, ωκεανούς, πολέμους και, αντί να αναπαυθούν στον σκοτεινό βυθό της θάλασσας, στο μεγάλο κοιμητήρι, σώθηκαν ως τα βαθιά γεράματα και τώρα περιμένουν υπομονετικά εδώ να βρεθεί ο έμπορος να τα αγοράσει για σκραπ, να γίνουν λαμαρίνες, φουγάρα και πριτσίνια για να μπαλωθούν τα νεότερα σκαριά. Το μεγάλο ταξίδι που άρχισαν από τη στεριά στο νερό, με ένα μπουκάλι σαμπάνια να σπάει στην πλώρη, θα τελειώσει από το νερό στη στεριά με το ποτήρι κρασί που χύνει στο χώμα, «καλό καράβι το καημένο», κάποιος παλιός ναυτικός που το πόνεσε και συμβαίνει καμιά φορά, σε θαλασσοταραχή, ένα βαπόρι, που περιμένει δυο και τρία χρόνια στο κοπάδι να θυσιαστεί, να σπάει τους κάβους σαν να μην αντέχει άλλο και να φεύγει προς την ανοιχτή θάλασσα, όχι για να γλιτώσει αλλά για ένα ακόμα τελευταίο ταξίδι. Ανάμεσα Πέραμα και Σαλαμίνα είναι το μικροσκοπικό πευκόφυτο νησάκι Άγιος Γεώργιος ή Καραντίνα, επειδή από το 1865 ήταν Υγειονομικό Φυλάκιο ή Λοιμοκαθαρτήριο και όσοι ταξιδιώτες έρχονταν από χώρες που ξέσπαγαν απανωτές επιδημίες έμεναν υποχρεωτικά πρώτα εδώ για παρακολούθηση και, αν δεν παρουσίαζαν συμπτώματα ασθένειας, τότε τους επιτρεπόταν η είσοδος. Το νησάκι ανήκει χρόνια τώρα στο Δημόσιο Ψυχιατρείο και στα παλιά οικήματα, κάτω από τα δέντρα και στην παραλία, περιφέρονται σαν φαντάσματα της ημέρας καμιά πεντακοσαριά ψυχές χαμένες στα σκοτάδια του νου τους. Το Πέραμα έγινε η Γη Χαναάν των αστέγων. Παλιά ήταν ένα ήσυχο ακρογιάλι σαν ζωγραφιά, καθώς όλη η περιοχή από την παραλία μέχρι πάνω στους λόφους ήταν μες στα πεύκα που θυσιάστηκαν για λίγη ζεστασιά στην Κατοχή. Οι παλιοί εκδρομείς και οι λίγοι παραθεριστές κολύμπαγαν, έκαναν βαρκάδες ως τη Σαλαμίνα, την άραζαν στους ίσκιους των δέντρων ή τα έπιναν στα μικρά ταβερνάκια με μαρίδα, χταπόδι, μυδοπίλαφο, χτένια και κυδώνια. Προπολεμικά, το Πέραμα είχε δεν είχε χίλιες πεντακόσιες ψυχές και από αυτούς οι περισσότεροι ήταν καλοκαιρινοί παραθεριστές. Από το 1950 ενέσκηψαν απανωτά λεφούσια καταπατητών στις κουρεμένες πλαγιές των βουνών και στα πέντε χρόνια οι μόνιμοι κάτοικοι έχουν κιόλας περάσει τις δεκαπέντε χιλιάδες, μια μυρμηγκιά από πατεράδες, μανάδες, κουτσούβελα, παππούδες, γιαγιάδες, θείους, θειάδες που πέφτουν όλοι στη δουλειά για να στήσουν την παράγκα όπου βρουν πέντε μέτρα τόπο και να κάνουν πραγματικότητα το όνειρο για δικό τους σπίτι. Τα παραπήγματα φυτρώνουν σκόρπια και όπως τύχει πάνω στις κακοτράχαλες πλαγιές, σαν μανιτάρια μετά τη βροχή, χωρίς σχέδιο, δρόμους, αποχέτευση, φωτισμό και νερό, με φιδωτά μονοπάτια ανάμεσά τους και αν κάποιος αρρωστήσει, πρέπει να τον κατεβάσουν στα χέρια πάνω από ένα χιλιόμετρο ως τον κεντρικό δρόμο Βασιλέως Γεωργίου Β’ για να τον παραλάβει αυτοκίνητο. Τα παραπήγματα τα χτυπάνε κάθε τόσο δυνατές βροχές με τις συνακόλουθες κατεβασιές του βουνού, τα πλημμυρίζουν και τα ξεχαρβαλώνουν και οι μανιασμένοι αέρηδες που φυσάνε από τις πλαγιές, όπως τελευταία στο Μπλαζάκι, σηκώνουν τη νύχτα είκοσι-τριάντα στέγες, γι’ αυτό, πάνω στις λαμαρίνες της σκεπής, βάζουν όλοι ένα χέρι και ανεβάζουν μεγάλες πέτρες σαν βράχους που δεν σηκώνει ένας άντρας μόνος του. Το Πέραμα κατέληξε εμπόλεμη ζώνη. Κάθε τόσο εμφανίζονται συνεργεία κατεδάφισης και οι κάτοικοι τούς παίρνουν με τις πέτρες, περιμένοντας τις εκλογές να έρθουν οι κωλοπετσωμένοι βουλευτές να τους υποσχεθούν ότι θα νομιμοποιήσουν τα οικόπεδα και τις παράγκες. Το πρώτο που κάνει κάθε νέα οικογένεια που φτάνει στο Πέραμα είναι να μείνει για λίγο σε φίλους ή συγγενείς με δική τους παράγκα και να δηλώσουν στη Χωροφυλακή ότι θα παραμείνουν ως «φιλοξενούμενοι» για να υπάρχει κάποιο χαρτί να φαίνεται η ημερομηνία άφιξής τους που θα χρησιμοποιηθεί στο μέλλον. Μετά μαζεύουν σανίδια από παλιά κιβώτια στην προκυμαία, πέτρες και τσίγκια και στήνουν μια πρόχειρη κατασκευή σε κάποιο σημείο του βουνού όχι για να μείνουν αλλά για να μηνυθούν, να πάνε δικαστήριο και να την γκρεμίσουν οι μπάτσοι. Ξέρουν από τους παλιότερους ότι μια φορά θα μηνυθούν, δεν θα ασχολούνται συνέχεια μαζί τους, καθώς έρχονται συνεχώς καινούργιοι, και τότε στήνουν πια την παράγκα όπου θα κατοικήσουν, με την ελπίδα, αργά ή γρήγορα, σε κάποιες βουλευτικές εκλογές το κράτος να τους δώσει παραχωρητήριο…

(Η περιγραφή για το Πέραμα του 1955 είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου «Εκ Πειραιώς» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος).

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

 
Στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος
 
 

Η Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη είναι το βασικό στοιχείο για να καταλάβεις ότι έχεις φτάσει στο Πέραμα. Με το που περνάς τις πύλες εισόδου, η εναλλαγή των εικόνων σε προσγειώνει στη δυσάρεστη πραγματικότητα. Κάποτε, στη Ζώνη υπήρχαν χιλιάδες εργάτες και πολλοί δήμοι, εκτός του Περάματος, ζούσαν από αυτήν. Όλα άλλαξαν το 2008, όταν το ξέσπασμα της κρίσης συμπαρέσυρε μια για πάντα τη ζωή στη Ζώνη. Η ανεργία θερίζει, τα καράβια παραμένουν δεμένα και έρημα, ενώ οι γερανοί, υψωμένοι και ακίνητοι, είναι η απόδειξη της εγκατάλειψης που έχει απλωθεί στη Ζώνη. Περπατάς αρκετά μέτρα για να συναντήσεις ανθρώπους όχι να δουλεύουν αλλά ακόμα και να κυκλοφορούν. Επισκευαστές, ελασματουργοί, σωληνουργοί, ηλεκτρολόγοι, μηχανικοί, είναι μερικές από τις ειδικότητες που συναντάς ακόμη. Άδεια κοντέινερ, δεξαμενές και φορτηγά παρατημένα, και αυτοσχέδιες κατασκευές που έχουν μετατραπεί σε γραφεία. Σε ένα τέτοιο κοντέινερ θα συναντήσουμε τον κ. Γιώργο Γλύκα, ο οποίος είναι λαντζέρης. «Πριν από λίγα χρόνια, αν ερχόσουν εδώ, θα εντυπωσιαζόσουν από τους χιλιάδες εργάτες που υπήρχαν. Δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και να ακούσουμε ο ένας τον άλλον από τη φασαρία» λέει. «Σήμερα, επικρατεί η πλήρης εγκατάλειψη. Στις μέρες μας, για να κάνεις ένα μεροκάματο, παρακαλάς. Χρωστάμε παντού, επιδόματα δεν παίρνουμε, ένσημα δεν κολλάμε και κάθε μέρα περιμένουμε. Αναμένουμε να έρθουν βαπόρια για να δουλέψουμε, όμως, όσα έρχονται, καταφθάνουν μόνο για να τα δέσουν και να τα παρατήσουν». Μου δείχνει φωτογραφίες από την εποχή που ήταν ποδοσφαιριστής του Ιωνικού. Αναπολεί τις ωραίες στιγμές. «Είμαστε η τελευταία γενιά και νομίζω ότι δεν θα ακολουθήσει άλλη. Παλεύουμε για να επιβιώσουμε και να μην αφήσουμε χρέη στα παιδιά μας» λέει με βουρκωμένα μάτια, ενώ το βλέμμα του χάνεται προς τη θάλασσα.

Συνεχίζοντας την περιπλάνηση στη Ζώνη, οι διαφορές που αντικρίζεις είναι εντυπωσιακές. Τεράστιοι θαλαμηγοί δίπλα σε ετοιμόρροπα καράβια, εργολάβοι που έρχονται με ακριβά αυτοκίνητα μοιράζοντας «ψιλοδουλειές», εργάτες να κάθονται στις πόρτες των πλοίων, τρώγοντας το κολατσιό τους. Ο Νίκος δουλεύει στη Ζώνη κοντά είκοσι χρόνια. «Ερχόμαστε καθημερινά εδώ, είτε κάνουμε δουλειά είτε όχι» θα πει. «Παλιά, τα μεροκάματα ήταν πολύ καλά, βγάζαμε 70 με 80 ευρώ τη μέρα. Σήμερα, αυτό μπορεί να είναι και το εισόδημα ενός μήνα. Χάσαμε τη ζωή μας, τα όνειρά μας και το μόνο που μας έχει απομείνει είναι η οικογένεια, αλλά και αυτή δεν μπορούμε να τη συντηρήσουμε». Μου δείχνει την κλειστή καντίνα και το παλιό κυλικείο που σήμερα είναι διαλυμένα. «Κατάντια» θα πει ο Άντι που είναι από την Αλβανία, αλλά μένει στην Ελλάδα και δουλεύει στη Ζώνη σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια. «Είναι πολύ άσχημο να φεύγεις το πρωί από το σπίτι σου με την ελπίδα να πας για δουλειά και να επιστρέφεις όπως ακριβώς έφυγες. Χάσαμε το χαμόγελό μας». Δίπλα του ένας συνάδελφός του θα επέμβει, λέγοντας: «Ποιος νομίζεις ότι θα μας πάρει εμάς για δουλειά; Εδώ νέοι και δεν δουλεύουν, θα πάρουν εμάς που είμαστε κοντά στα 60;».

Όλες οι συζητήσεις στη Ζώνη έχουν το ίδιο περιεχόμενο: πώς ερήμωσε η Ζώνη, πώς από τη φασαρία που ξεσήκωνε τα πάντα φτάσαμε σήμερα στην απόλυτη ησυχία, την αναζήτηση των ευθυνών, το δύσκολο παρόν και το αβέβαιο μέλλον. Τι έφταιξε; Άλλοι θα πουν ότι φταίνε οι τράπεζες, οι εργολάβοι, οι ιδιώτες και η κρίση, άλλοι οι συνδικαλιστές, το σωματείο και ο μη εκσυγχρονισμός της Ζώνης. Το σίγουρο είναι ότι θα δεις ανθρώπους με ηλιοκαμένα πρόσωπα που δούλεψαν πολύ σκληρά στη ζωή τους και σήμερα δυσκολεύονται να αγοράσουν ακόμη και έναν καφέ. Στην είσοδο συναντάς το «σκλαβοπάζαρο», τους ανθρώπους που αναζητούν εργασία, έστω και δουλειές του ποδαριού. Την ελπίδα την περιμένουν καθημερινά: στο βαπόρι που θα έρθει, στη δουλειά που θα έχουν, σε μια καλύτερη ζωή. Ίσως, μέσα στην κυριαρχία της έντονης απογοήτευσής τους, αυτή η βαθιά αισιοδοξία και το κουράγιο τους ότι κάτι θα έρθει την επόμενη μέρα να είναι αυτό που τους δίνει ακόμη ζωή. Για τους περισσότερους από αυτούς «η ζωή τους είναι η Ζώνη».

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

 
Στο πολυϊατρείο των Γιατρών του Κόσμου
 
 

Στον χώρο ενός παλιού σχολείου στο Πέραμα, πάνω σε μια διασταύρωση, βρίσκεται το πολυϊατρείο των Γιατρών του Κόσμου. Ένας διάδρομος και μια αίθουσα αναμονής, λίγες καρέκλες, σακούλες με τρόφιμα, τρία γραφεία και ένα δωμάτιο που λειτουργεί ως παιδιατρείο είναι οι εικόνες που συναντάς. Μας υποδέχονται η υπεύθυνη του ιατρείου και κοινωνική λειτουργός, Κάτια Ωραιοπούλου, μαζί με τον παιδίατρο Γιώργο Τομαρά και την εθελόντρια Ελευθερία Ανδριανοπούλου.

Το ιατρείο των Γιατρών του Κόσμου ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Φεβρουάριο του 2010 για να προσφέρει βοήθεια σε ανασφάλιστους μετανάστες που εργάζονταν στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη. Όμως τα τελευταία χρόνια η οικονομική κρίση επιδείνωσε την κατάσταση και η ανθρωπογεωγραφία όσων καταφθάνουν καθημερινά άλλαξε. Πλέον, το μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων που ζητούν βοήθεια είναι Έλληνες. «Στο Πέραμα υπάρχουν σπίτια χωρίς εργαζόμενους, άρα και χωρίς κοινωνική ασφάλιση» λέει η κ. Ωραιοπούλου. «Εμείς προσφέρουμε βοήθεια σε αυτούς τους ανθρώπους αλλά και σε ανέργους που ο ΟΑΕΔ τους παρέχει ένα βιβλιάριο, αλλά η συμμετοχή στα φάρμακα και τις εξετάσεις είναι στο 25%. Όπως καταλαβαίνετε, είναι ένα αρκετό υψηλό ποσοστό για έναν άνεργο». Στο Πέραμα ερχόταν για βόλτα, για να δει συμμαθητές της ή να περάσει απέναντι στη Σαλαμίνα. Σήμερα, τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις αφιερώνει σε αυτήν τη δύσκολη περιοχή. «Στο ιατρείο βοηθάμε οποιονδήποτε το επιθυμεί, είτε με ψυχοκοινωνική υποστήριξη είτε με ιατροφαρμακευτική, ενώ πολύ σημαντική δουλειά γίνεται με τα προγράμματα σίτισης. Ο πληθυσμός του Περάματος έχει τεράστιες ανάγκες, γι’ αυτό και έπρεπε να δημιουργηθεί ένας χώρος που να μπορεί να τους στηρίξει. Είναι άνθρωποι που δύσκολα μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους. Όταν είσαι ανασφάλιστος και δεν έχεις κάλυψη, φτάνεις στο σημείο να μην μπορείς να κάνεις ούτε τα εμβόλια στα παιδιά σου ή εξετάσεις αίματος».

Στο ιατρείο απασχολούνται τρία άτομα, ένας παθολόγος, ένας παιδίατρος και ένα άτομο που δουλεύει ως διοικητικό προσωπικό. Βέβαια, καθημερινά, πολύτιμη είναι η βοήθεια των εθελοντών.

Τη ρωτάω τι ανθρώπους συναντά καθημερινά και πώς προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις δύσκολες καταστάσεις. «Σκοπός μου είναι να πείσω τους ανθρώπους να μην παραιτηθούν. Συνεχώς τους παρακινώ να αναζητούν εργασία, να οργανώνονται όσον αφορά τα προβλήματά τους και, το πιο βασικό, να προσέχουν την υγεία τους. Έχουμε πολύ κόσμο που μας επισκέπτεται κι έχουμε ακόμη πιο μεγάλη προσέλευση για τα τρόφιμα που δίνουμε. Κάθε εβδομάδα έχουμε πέντε με δέκα εγγραφές, γι’ αυτό και τα μόνα κριτήρια που έχουμε θέσει είναι οι κάρτες ανεργίας και ένα εκκαθαριστικό. Ξέρετε, η μεγαλύτερη δυσκολία είναι ότι συνομιλούμε με ανθρώπους που θεωρούν ότι έχουν χάσει την αξιοπρέπειά τους. Πιστεύουν ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να ζητάς βοήθεια, αφού πρόκειται για άτομα που είχαν τη ζωή τους και σε μια μέρα έχασαν τα πάντα. Η καθημερινότητά τους διαλύθηκε. Νιώθουν ότι “ξεπέφτουν”, ντρέπονται και έρχονται με το κεφάλι κατεβασμένο, νομίζοντας ότι κάνουν κάτι αναξιοπρεπές».

Η κρίση μάς έχει κάνει καλύτερους ή χειρότερους; «Δεν είμαι της άποψης ότι η κρίση μάς έχει κάνει καλύτερους, όταν καθημερινά συναντώ ανθρώπους που έχουν φτάσει στο χείλος του γκρεμού. Δεν μπορώ να ασπαστώ την άποψη ότι η κρίση και οι δυσκολίες σού βγάζουν τον καλύτερό σου εαυτό, όταν παρακολουθώ ανθρώπους κατεστραμμένους. Αν έπρεπε να βρω κάτι καλό στην κρίση, θα έλεγα ότι μας βοήθησε να γίνουμε πιο δοτικοί και να προσφέρουμε ακόμη και από το υστέρημά μας. Κάποτε πετούσαμε τα πάντα, τώρα θα το σκεφτούμε δεύτερη φορά και θα λειτουργήσουμε διαφορετικά. Ευτυχώς, ο εθελοντισμός έχει αποκτήσει ξανά το νόημά του, γιατί κάποια περίοδο είχε εμποτιστεί από το lifestyle. Μας ανησυχεί που από τις συζητήσεις που ακούμε από τον διάδρομο διαπιστώνουμε ότι οι ακραίες απόψεις αυξάνονται συνεχώς. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να ενημερώνουμε. Ο κόσμος φοβάται γιατί δεν ξέρει, ακούει για κάτι που δεν γνωρίζει και πανικοβάλλεται. Τους δείχνω εικόνες από πρόσφυγες που φεύγουν από τη Συρία για να τους δώσω να καταλάβουν ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια προβλήματα».

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

 
Ο Γλάρος, η ταβέρνα που σύχναζε ο θρυλικός Λούης
 
 
 

Στη Λεωφόρο Δημοκρατίας, εκεί όπου βρίσκονται εδώ και δεκαετίες τα καρνάγια, ανάμεσα σε μηχανουργεία, ξυλουργεία και μαγαζιά με είδη αλιείας βρίσκεται ο Γλάρος. Δεν έχει ταμπέλα για να σε οδηγήσει εκεί και δεν μοιάζει καθόλου με παραδοσιακό ταβερνάκι. Όλοι οι περαστικοί νομίζουν πως πρόκειται για ένα μικρό σπίτι που έχει απομείνει από τα παλιά χρόνια. Κι όμως, αυτό το σπίτι είναι ένα από τα πιο όμορφα σημεία του Περάματος. Είναι ένας χώρος όπου κυριαρχεί το ξύλο, ζεστός, με μια τεράστια βεράντα στο πίσω μέρος του με θέα στη θάλασσα και στα κότερα που επισκευάζουν οι εργάτες στα ναυπηγεία. Ο Δημήτρης, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, έφτιαξε αυτόν το χώρο πριν από 22 χρόνια. «Όταν πρωτοήρθα ήταν ένα ρημάδι» λέει. «Η επισκευή του κράτησε όσο μια εγκυμοσύνη, εννέα μήνες. Το μόνο παρόμοιο μαγαζί που υπήρχε εκείνη την εποχή ήταν ο Κούκος στον Προφήτη Ηλία, στο βουνό.

«Δεν ξεκίνησα το μαγαζί με την ιδέα ότι μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ένα καφενεδάκι για τον λεχρίτη που θα αρχίσει να βρίζει και να φωνάζει» λέει. «Έβαλα από την αρχή κανόνες. Έχουν έρθει εδώ καλλιτέχνες, εφοπλιστές, ακόμη και εγκληματίες. Δεν με νοιάζει αυτό, όμως. Με νοιάζει αυτός που θα έρθει να σέβεται τον διπλανό του, τον χώρο και τους ανθρώπους που δουλεύουν εδώ». Αξιοπρέπεια είναι ο κύριος κανόνας που βάζει για το μαγαζί του. «Πιστεύω ότι ο Γλάρος είναι μια κατηγορία μόνος του. Δεν μπορώ να πω ότι είναι μεζεδοπωλείο, ούτε ταβέρνα, ούτε και εστιατόριο. Είναι σε ένα σημείο πολύ ξεχωριστό. Επίσης, κάνουμε πράγματα που δεν θα τα δεις σε άλλο μαγαζί. Οργανώνουμε μουσικές βραδιές με ζωντανή μουσική αλλά και εκδηλώσεις. Μαζευόμαστε μερικοί που είχαμε περάσει στα νιάτα μας από το σαράκι της ποίησης και διαβάζουμε μπροστά σε όλους τα ποιήματα που είχαμε σκαλίσει μικροί στα τετράδιά μας και τα κρύβαμε μην τα δει κανένας πατέρας μας ή από ντροπή μην τυχόν κι έχουμε γράψει αηδίες. Επίσης, κάνουμε θεατρικά σκετσάκια, ενώ το καλοκαίρι βάζουμε στη βεράντα ένα πανί κινηματογράφου και με θέα το καρνάγιο απολαμβάνουμε τις ταινίες που μας αρέσουν».

Χαρακτηρίζει το μαγαζί «για λίγους» και λέει ότι πριν το ανοίξει δεν είχε και την καλύτερη σχέση με τη μαγειρική. «Να φανταστείς, σιχαινόμουν να μαγειρεύω. Ακόμα και σήμερα, έπειτα από τόσα χρόνια, παρόλο που έχω καταφέρει να μαγειρεύω καλά, πιστεύω ότι δεν έπρεπε να γίνω μάγειρας. Όμως, τα φέρνει έτσι η ζωή που μερικά πράγματα σε πάνε από μόνα τους. Ασχολούμαι ως χόμπι με τα “θεαματικά” περιστέρια, είναι η τρέλα μου, η πρέζα μου και μπορώ να σου πω ότι είμαι καλύτερος περιστεράς από ό,τι μάγειρας» λέει γελώντας. Στην ταράτσα του Γλάρου ο Δημήτρης έχει κλεισμένες στα αποδυτήρια τις ομάδες του. Τις Α, Β και Γ «Εθνικές» περιστεριών. Τα «θεαματικά» περιστέρια του είναι κατάλευκα και κοτσονάτα πουλιά που μόλις τα βγάζει από το κλουβί τους ανεβαίνουν στον ουρανό, κάνοντας κινήσεις θεαματικές. Εκτός από ιδιοκτήτης του Γλάρου, ο Δημήτρης είναι αντιπρόεδρος των περιστεράδων Περάματος.

Ο Γλάρος ήταν το μόνιμό στέκι του θρυλικού Λούη. Ο Λούης, που ο Κώστας Μουρσελάς τον μεταμόρφωσε σε ήρωα στα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά», ζούσε στο Πέραμα και ήταν καρδιακός φίλος του Δημήτρη. «Ο Λούης ήταν δεκαεπτά χρόνια θαμώνας του μαγαζιού» θυμάται. «Ήταν ένας ευφυέστατος άνθρωπος. Δεν ήταν αυτή η ωραιοποιημένη εικόνα που παρουσίασαν στην τηλεόραση. Του άρεσε όμως όλη αυτή η δημοσιότητα, ψόφαγε για παρέλαση ο γέρος. Του άρεσε να τον αναγνωρίζει ο κόσμος και λάνσαρε τον εαυτό του έχοντας μια υπεροψία». Στο μαγαζί του Δημήτρη, βέβαια, δεν υπήρχαν αυτά. Εκεί ο Λούης πήγαινε για να ηρεμήσει και να μιλήσει με τους φίλους του, τους ανθρώπους που τον γνώριζαν χρόνια.

Η οικογένεια του Δημήτρη πρωτοήρθε στο Πέραμα το 1936. Τότε που ακόμα η περιοχή καταπατιόταν από διάφορους ανθρώπους που ερχόντουσαν από τον Πειραιά, την Κρήτη, τον Πόντο, την Ικαρία αλλά και τη Μικρά Ασία. «Ακόμα και τα καζάνια θυμάμαι ότι είναι εδώ πέρα πριν καν πατήσει άνθρωπος στην περιοχή» τονίζει. «Αυτό που μου άρεσε και μου αρέσει ακόμα στο Πέραμα είναι ότι παραμένει γειτονιά, κάτι που έχει πάψει να υπάρχει στον ευρύτερο Πειραιά. Βέβαια, έχει και το κακό του χωριού, ότι τα μαντάτα κυκλοφορούν γρήγορα. Υπάρχει αμορφωσιά σε συνδυασμό με μια φυσική ευγένεια των κατοίκων της πόλης. Υπάρχει όμως και η αλληλεγγύη, σε μεγάλο βαθμό. Αν φωνάξεις για βοήθεια, θα μαζευτούν 10 άτομα. Αυτό υπήρχε πάντα, βέβαια. Έτσι είναι γαλουχημένες και οι νέες γενιές, γιατί έχουν μεγαλώσει με αυτές τις εικόνες». Αυτό, όμως, που θαυμάζει περισσότερο απ’ όλα στους ανθρώπους της περιοχής είναι το ένστικτό της επιβίωσης. «Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να σκεφτεί ο άνθρωπος για να επιβιώσει. Υπάρχει μια εφευρετικότητα αξιοθαύμαστη. Είναι ένα είδος ευφυΐας αυτό για μένα».

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

 

 

Ο Jamoan
 
 

Ο

Άκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Πέραμα, η οικογένειά του είναι στη περιοχή από το 1946. Εδώ γεννήθηκαν και τα πιο όμορφα πράγματα στη ζωή του, όπως η μουσική. «Ασχολούμαι από μικρός με τη μουσική, αλλά ενεργά ξεκίνησα το 1995. Στην αρχή γρατζουνώντας μια κιθάρα και το 1996 μπήκα στους Active Member. Οι Active Member δημιουργήθηκαν το 1992 από τον Μιχάλη Μυτακίδη και ήταν κάτι εντελώς καινούργιο αυτό που έκαναν. Δεν είχε ούτε έχει υπάρξει κάτι παρόμοιο στο είδος αυτό. Έκαναν κάτι ωραίο αισθητικά και στο αυτί, που είναι τίμιο και προσιτό στον κόσμο. Το να φτιάχνεις μουσική και να καταλαβαίνεις ότι κάνεις μερικούς ανθρώπους να αισθάνονται όμορφα, είτε τους ξέρεις είτε όχι, και να σ’ το δείχνουν, είναι το πιο ωραίο πράγμα».

Του λέω ότι πάντα αναρωτιόμουν πώς γίνεται μια συνοικία του Πειραιά, ένας τόπος λαϊκός που τα παλιά χρόνια ήταν γεμάτος μπουζουκομάγαζα και ψαροταβέρνες όπου τραγουδούσαν τότε τα πρώτα ονόματα του λαϊκού πενταγράμμου, κατάφερε να γεννήσει τους Active Member. «Κοίταξε, εννοείται πως μεγάλωσα κι εγώ και η οικογένειά μου με το παλιό καλό λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι, γιατί αυτά παίζανε όταν ήμουν πιτσιρικάς στο σπίτι μου και στις γύρω γειτονιές. Αλλά οι μουσικές μου επιρροές ήταν από τη ρoκ και metal μουσική. Γενικότερα, όμως, η μουσική μας παιδεία δεν σταματάει εκεί» λέει ο Άκης.

Παράλληλα με τη μουσική, ο Άκης δουλεύει και στα ναυπηγεία. Κάνει συντήρηση και βάψιμο σκαφών. «Η δουλειά που είχα μάθει από μικρός ήταν δουλειά εργάτη στα ναυπηγεία και αυτή συνεχίζω να κάνω. Είναι δύσκολο, βέβαια, να συνδυάσεις τη μουσική με τη χειρωνακτική δουλειά. Δεν γίνεται εύκολα. Είναι, όμως, στη μέση και το βιοποριστικό». Το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων του Περάματος εργαζόταν στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη και στα καρνάγια. Σήμερα, όμως, η Ζώνη έχει πεθάνει. «Τα πράγματα είναι διαφορετικά τώρα στη Ζώνη σε σχέση με τα παλαιότερα χρόνια. Το μόνο καλό είναι ότι παραμένει ένα κάποιο ενδιαφέρον και μια κινητικότητα στα σκάφη. Κι αυτό γιατί υπάρχουν ακόμα κάποιοι που έχουν πολλά λεφτά. Το άσχημο είναι ότι η ανεργία είναι τεράστια και ότι δεν υπάρχουν πλέον νέα παιδιά στις δουλειές αυτές. Υπάρχουν κάποια, άλλα είναι λίγα σε σχέση με τα παλιά χρόνια, με αποτέλεσμα αυτό το επάγγελμα να μαραζώνει. Θέλω να βλέπω τα πράγματα αισιόδοξα, αλλά δεν μπορώ και πολύ. Πιστεύω ότι θέλει ριζική αλλαγή το πράγμα. Η εποχή θέλει δραστικότητα, δεν νομίζω ότι είναι καιρός για να είμαστε χαλαροί. Γύρω μας γίνονται πόλεμοι, υπάρχουν παιδιά που πεινάνε και άνθρωποι που ξεριζώνονται, ασχέτως αν είναι ξένοι ή Έλληνες. Πρέπει να ξεβολευτούμε στο μυαλό πρώτα-πρώτα. Όλα ξεκινάνε από εμάς. Εμείς μπορούμε να συντηρήσουμε μια κατάσταση και εμείς οι ίδιοι μπορούμε να δημιουργήσουμε μια καινούργια. Όταν βάλουμε στο μυαλό μας ότι πρέπει να γυρίσουμε στα απλά πράγματα, τότε ίσως να αλλάξει κάτι.

Θυμάμαι, το 1990, που υπήρχαν στέκια παντού κι επικοινωνούσαν το ένα με το άλλο και συναντούσες όλους σου τους φίλους. Τότε που υπήρχε μια κινητικότητα και ο κόσμος έβγαινε έξω. Θυμάμαι να μαζευόμαστε στην Πρόνοια, που τότε είχε καθημερινά δύο χιλιάδες άτομα. Θυμάμαι, επίσης, ότι όταν γινόταν κάτι στο σπίτι σου, έβγαινε όλη η γειτονιά έξω για να δει τι έπαθες, αν συνέβη κάτι, για να βοηθήσει. Γινόταν μια μανούρα και μπαίνανε στη μέση να σταματήσει. Θυμάμαι, Κυριακή, να ψήνει η μάνα μου μπριζόλες και να βγαίνει έξω να μοιράσει στους γείτονες.

Νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αυτό θα ήθελαν και τώρα, να γύριζαν στα απλά πράγματα, στα παλιά τα χρόνια, που ο κόσμος ήταν ενωμένος και χαμογελούσε. Απλά πράματα θέλει ο κόσμος, όχι σπουδαιότητες. Κανείς, νομίζω, δεν θα ήθελε να μεταμορφωθεί το Πέραμα και οι άνθρωποί του. Όλοι θα θέλαμε να μην υπάρχουν σκουπίδια, να υπάρχουν πάρκα και παιδικές χαρές, που είναι πλέον ελάχιστες. Να μπορούν τα παιδιά να παίζουν και να υπάρχει ηρεμία και καθαριότητα. Δεν νομίζω ότι θα άλλαζε κάτι αν έβλεπα ένα σιντριβάνι απέναντί μου ή μια μαρμάρινη πλατεία. Εμείς που παίζαμε στις γειτονιές, τι πάθαμε; Τώρα, με τόσα αυτοκίνητα, δεν μπορείς να μπεις στο σπίτι σου».

Ο Άκης Θεοτοκάτος ή Jamoan στις 17 Δεκεμβρίου κυκλοφόρησε τον πρώτο του προσωπικό δίσκο με τίτλο «Απείθεια».

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

 

 

Ο Γιάννης είναι τρίτης γενιάς περιστεράς στο Πέραμα
 
 

Ο Γιάννης είναι 23 ετών και δουλεύει στα φορτηγά μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ. Γεννημένος στο Πέραμα, μένει ακριβώς πάνω από τα καζάνια της περιοχής. Τον συναντήσαμε στην ταράτσα του σπιτιού του που έχει μια μαγευτική θέα σε όλο το λιμάνι, βλέπει τον Πειραιά, τη Σαλαμίνα ακόμη και την Αίγινα. Αφορμή για να τον συναντήσουμε ήταν το χόμπι του, τα περιστέρια. Ο Γιάννης πήρε το πρώτο του περιστέρι σε ηλικία 9 ετών. Την «τρέλα» την κόλλησε από το πατέρα και τον παππού του. Θυμάται ότι ο πάππους του είχε δεκάδες περιστέρια όλων των ειδών και τα αμολούσε στα σύννεφα. «Όταν ήμουν μικρό παιδί, μου φαινόταν πολύ εντυπωσιακό. Εκεί που οι άλλοι είχαν γάτες η σκύλους, εμείς είχαμε τα περιστέρια» λέει. Στη γειτονιά του Γιάννη υπάρχουν περίπου δέκα ακόμη περιστεράδες. Γυρίζει την πλάτη στη θάλασσα και δείχνει στο βουνό ένα-ένα τα σπίτια τους. Εκείνη την ώρα, μάλιστα, ένας γείτονάς του έχει βγει στην ταράτσα του σπιτιού του και με ένα κοντάρι που κουνάει στον αέρα φαίνεται να έχει τον έλεγχο των περιστεριών του. «Υπάρχουν πολλοί περιστεράδες στις δυτικές συνοικίες. Στον Κορυδαλλό, στο Πέραμα, στη Σαλαμίνα, στη Δραπετσώνα, ενώ σε ολόκληρη τη χώρα υπάρχουν γύρω στους πέντε χιλιάδες». Ήταν ένα χόμπι που έφεραν οι Μικρασιάτες στην Ελλάδα. Στην αρχή ήταν μόνο για τους πλούσιους, αλλά με τα χρόνια κατέληξαν να ασχολούνται μόνο οι πιο φτωχοί και λαϊκοί άνθρωποι. Για κάποιους από αυτούς τα περιστέρια είναι όλη τους η ζωή.

Ανοίγοντας τις σιδερόφρακτες πόρτες, δεκάδες περιστέρια βγαίνουν με ορμή και πετούν. Κάποια κάνουν κύκλους πάνω από τα κεφάλια μας, ενώ άλλα χάνονται στον ουρανό». Δεν φοβάσαι μήπως κάποιο περιστέρι παραστρατήσει και δεν επιστρέψει;» τον ρωτάω. «Όχι, γιατί δεν πρόκειται να φύγει. Θα κάνει λίγο τη βόλτα του και θα επιστρέψει. Πάντα έτσι κάνουν. Ο μόνος κίνδυνος για τα περιστέρια είναι τα κοράκια, τα γεράκια και οι αετοί. Αν εντοπίσουν κάνα περιστέρι, αρχίζουν τη μάχη για να το φάνε, αλλά συμβαίνει πολύ σπάνια αυτό» εξηγεί ο Γιάννης

Παρατηρώντας τα περιστέρια, διακρίνεις ότι κάποια είναι άσπρα σαν το χιόνι και κάποια άλλα ασπρόμαυρα και μελί. «Ποια είναι η διαφορά τους;» τον ρωτάω. «Τα άσπρα είναι τα “θεαματικά” περιστέρια, αυτά που αν τα αφήσεις, θα σου κάνουν φιγούρες. Τα υπόλοιπα είναι τα απλά, οι “λοκατζήδες” όπως τους λέμε». Ο Γιάννης πιάνει ένα περιστέρι και μας το δείχνει από κοντά. Αυτό φαίνεται να βρίσκεται σε κατάσταση «πανικού»: αρχίζει να γυρνάει τόσο γρήγορα το κεφάλι του, που νομίζεις ότι βλέπεις σκηνή από τον «Εξορκιστή». Στο τέλος αφήνει να πετάξουν τα «παπαγαλάκια», μικρότερα περιστέρια με σχεδόν ανύπαρκτο ράμφος, που πετούν νευρικά σε ομάδες.

Ο Γιάννης μας ζητάει να τον ακολουθήσουμε μέσα στον περιστεριώνα. Εκεί θα μας δείξει ένα νεογέννητο περιστέρι μιας ημέρας και ένα ακόμη μερικών ημερών. «Δεν υπάρχει κίνδυνος μήπως κάποιο μεγαλύτερο περιστέρι το πειράξει ή το φάει;» αναρωτιέμαι. «Όχι δεν τα πειράζουν. Γι’ αυτό τα αφήνουμε μέσα μαζί τους, για να συνηθίζουν και να συνυπάρχουν. Μόλις μεγαλώσουν αρκετά, τρέχουν από πίσω τους και τα μεγαλύτερα στην ουσία είναι αυτά που τα μαθαίνουν πώς να πετάνε».

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

 

 

Η ζωή στο Πέραμα το 2018
8
Το Πέραμα της Γιασεμής
 
 

Η Γιασεμή είναι φαρμακοποιός, διατηρεί ένα φαρμακείο στην περιοχή του Περάματος. Είναι γέννημα-θρέμμα της περιοχής, ενώ οι γονείς της κατάγονται από τη Μικρά Ασία. «Οι γονείς μου εγκαταστάθηκαν εδώ το 1982. Ο πατέρας μου είχε έρθει νωρίτερα και έμενε τότε στην Παύλου Μελά, κοντά στα καζάνια» θυμάται. «Το Πέραμα ήταν πάντα ένα ήσυχο προάστιο, δεν φοβόμασταν ποτέ. Με τον αδερφό μου παίζαμε στους δρόμους, μέσα σε αυτούς μεγαλώσαμε. Όταν ήμουν μικρή θυμάμαι ότι η περιοχή είχε πολύ πράσινο. Υπήρχε ένα μεγάλο και όμορφο πάρκο όπου μαζεύονταν όλες οι παρέες μας και παίζαμε».

Στο Πέραμα, από το 2000 κι έπειτα άρχισαν να χτίζονται πολυκατοικίες. Όσοι διέθεταν οικόπεδο ή μονοκατοικία τα έδωσαν στους εργολάβους με αντίτιμο ένα-δυο διαμερίσματα, με αποτέλεσμα όλη η πόλη σχεδόν να έχει γεμίσει εκατοντάδες πολυκατοικίες, ακόμα και στο βουνό. «Δεν υπήρχαν τόσες πολυκατοικίες παλιά. Συνήθως υπήρχαν μονοκατοικίες και διώροφα και κάποια παραπήγματα ψηλά στο βουνό» λέει. «Αυτό που μου αρέσει είναι ότι έχει παραμείνει το στοιχείο της γειτονιάς. Ξέρω ποιοι άνθρωποι είναι δίπλα μου κι έχω μια επαφή με αυτούς, κάτι που σε όλες περιοχές πλέον είναι δυσεύρετο».

Μια όμορφη εικόνα που θυμάται η Γιασεμή από την παιδική της ηλικία είναι οι αποκριάτικες παρελάσεις. «Η παρέλαση γινόταν στη λεωφόρο Ειρήνης. Δεκάδες άρματα, σχολεία και σύλλογοι έβγαιναν στον δρόμο και διασκέδαζαν, τώρα πια έχει σταματήσει αυτό. Ήταν όμορφα χρόνια εκείνα, ο κόσμος ήταν χαρούμενος, έβγαιναν στους δρόμους οικογένειες ολόκληρες και μίλαγαν η μία στην άλλη. Δεν μου αρέσει σήμερα το Πέραμα. Δηλαδή, σε σύγκριση με άλλες αστικές περιοχές όπου κυκλοφορώ και βγαίνω για να διασκεδάσω, δεν μπορώ να πω ότι μου αρέσει. Υπάρχουν περιοχές που είναι πολύ-πολύ καλύτερες. Εδώ δεν έχεις πού να βγεις να διασκεδάσεις, έχεις ελάχιστες επιλογές και νομίζω ότι σε αυτό συμφωνούν πολλοί νέοι. Τα παιδιά, επίσης, δεν έχουν κάποιο πάρκο να πάνε να παίξουν. Αυτά που υπάρχουν είναι όλα κατεστραμμένα από τους βανδαλισμούς. Λείπουν πολλά πράγματα από την πόλη, δυστυχώς».

Η αλήθεια είναι ότι στην περιοχή δεν υπάρχει κάποιο σοβαρό πάρκο αναψυχής και το στάδιο «Πρόνοια», όπου μαζεύονται οι νέοι, όσες φόρες κι αν έχει φτιαχτεί, συνεχώς καταστρέφεται. «Επίσης, η καθαριότητα είναι ένα μείζον θέμα για εμάς. Δεν υπάρχει η καθαριότητα που θα θέλαμε ως κάτοικοι της περιοχής. Δεν υπάρχουν σημεία αναψυχής. Είναι καλές οι καφετέριες και οι ταβέρνες, αλλά θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερα πράγματα σε μια πόλη που βρίσκεται τόσο κοντά στην Αθήνα. Το τέρμα Περάματος, για παράδειγμα, είναι ένα υπέροχο κομμάτι το οποίο είναι εντελώς ανεκμετάλλευτο. Αν το αξιοποιούσε κάποιος, θα μπορούσε να γίνει στολίδι.

Η γενιά μου νομίζω ότι μέχρι στιγμής τα έχει ψιλοκαταφέρει στο θέμα της επαγγελματικής αποκατάστασης. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στο Πέραμα το έχουν μεγάλοι άνθρωποι που εργάζονταν χρόνια στη Ζώνη του Περάματος και έμειναν άνεργοι».

Η Γιασεμή, λόγω της δουλειάς της, συναναστρέφεται συνεχώς με πάρα πολλούς κατοίκους της περιοχής. Ακούει τους προβληματισμούς των ανθρώπων καθημερινά. «Αυτό που ακούω συχνά να συζητούν, κυρίως άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, συνταξιούχοι, είναι το πρόβλημα της συγκοινωνίας. Το Πέραμα έχει μόνο ένα τοπικό λεωφορείο το οποίο περνάει μία στο τόσο και επειδή η περιοχή έχει ανηφόρες με μεγάλη κλίση και υπάρχουν σπίτια ακόμη και στο βουνό, οι ηλικιωμένοι δυσκολεύονται να ανέβουν με τα πόδια. Κι όταν κουβαλούν τσάντες με ψώνια στα χέρια, η ανηφόρα γίνεται Γολγοθάς. Επίσης, πολλοί έχουν πρόβλημα με το ΙΚΑ, το οποίο δεν έχει γιατρούς και ειδικότητες, με αποτέλεσμα να πηγαίνουν αλλού να εξυπηρετηθούν. Τα πράγματα στην περιοχή είναι δύσκολα λόγω των δύσκολων συνθηκών που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες. Αυτό όμως πιστεύω ότι συμβαίνει παντού, σε ολόκληρη τη χώρα. Το αισιόδοξο είναι ότι ο κόσμος παραμένει καλός και προσπαθεί να είναι αισιόδοξος, να έχει μια θετικότητα».

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

 

 

Ένας εικαστικός που δουλεύει μέταλλο
 
 

O Νίκος Μικρούλης δουλεύει ως εργάτης στις αποχετεύσεις της ΕΥΔΑΠ, αλλά, εκτός από αυτή του την ιδιότητα, είναι και εικαστικός. «Δεν ξέρω αν μπορώ να λέγομαι εικαστικός και δεν είναι ζητούμενό μου. Σίγουρα, πάντως, αυτά που κάνω αναδεικνύουν την καλλιτεχνική μου φύση» λέει, θέλοντας να αποφορτιστεί από το βάρος που έχει αυτή η λέξη. Ο Νίκος κατάγεται από την Κέρκυρα και η οικογένειά του ήρθε στο Πέραμα το 1956. Αυτό που θυμάται έντονα από τότε είναι το τρενάκι. «Ήταν μια εποχή πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Τότε τα πράγματα είχαν αξία. Σκέφτομαι καμιά φορά και αναπολώ ότι τότε που δεν είχες τίποτα σε θεωρούσαν φτωχό, ενώ σήμερα, που έχεις τα πάντα, θεωρείσαι και πάλι φτωχός» προσθέτει. Ο Νίκος το 2012 αποφάσισε να πάρει μέρος σε έναν εικαστικό διαγωνισμό με κριτές καθηγητές της Σχολής Καλών Τεχνών. «Εκείνη την εποχή βρισκόμουν συνέχεια κλεισμένος στο εργαστήριό μου, φτιάχνοντας διάφορα πράγματα. Ήταν το χόμπι μου. Εντελώς τυχαία έλαβα εκείνο το διάστημα μέρος στον διαγωνισμό, δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να κερδίσω κάποια θέση. Και όμως, κέρδισα την πρώτη! Από κει και πέρα, άνοιξαν για μένα κάποιες πόρτες. Δεν έχω καταλήξει πώς θα πρέπει να ονομάζονται αυτά που φτιάχνω. Τα υλικά που χρησιμοποιώ είναι πολλά και διαφορετικά, τα κύρια όμως είναι το ξύλο και το γρανάζι. Είναι κατασκευές που απλώς μου έρχονται στο μυαλό και προσπαθώ να δημιουργήσω όσο πιο πιστά γίνεται αυτό που έχω σκεφτεί. Τίποτα από αυτά δεν είναι έτοιμο, στο κάθε κομμάτι δίνω εγώ τη μορφή που θέλω να πάρει».

«Θα μπορούσες να παρατήσεις τη δουλειά σου για να ασχοληθείς καθαρά με αυτό το κομμάτι;». «Όχι, σε καμία περίπτωση. Δεν είναι, άλλωστε, εποχές για να αφήσεις μια σίγουρη δουλειά. Πιο νέος θα μπορούσα να το είχα κάνει, αλλά όταν έχεις οικογένεια, πρέπει όλα να τα υπολογίζεις».

ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

 

 

Στις «φαβέλες» της Αμφιάλης
 
 

Στην περιοχή της αρχαίας Αμφιάλης, κάτω από την κορυφή που λέγεται ότι ο Ξέρξης παρακολούθησε τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ., αυτή που οι κάτοικοι της περιοχής ονομάζουν «Θρόνο του Ξέρξη», υπάρχει η μισοτελειωμένη εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που λειτουργεί κανονικά, παρόλο που φαίνεται ένα γιαπί που δεν πρόκειται ποτέ να ολοκληρωθεί. Εκεί δίπλα, σε μια γειτονιά που δεν έχει επίσημα ονόματα οδών και οι κάτοικοι έχουν βάλει ξύλινες επιγραφές για να μπορούν να προσανατολιστούν, ξεκομμένα από τα υπόλοιπα φτωχικά σπίτια, υπάρχουν μερικά τροχόσπιτα που θυμίζουν οικισμούς με χίπηδες στην αμερικανική επαρχία. Στον απότομο λόφο με κλίση σχεδόν 90ο η μετακίνηση είναι πολύ δύσκολη, αναρωτιόμαστε πώς ανεβοκατεβαίνουν όσοι μένουν εκεί τις ανηφόρες, ακόμα και όταν χρειαστεί να βγουν για τα απαραίτητα. Συγκοινωνία δεν υπάρχει λόγω της κλίσης του εδάφους και των στενών δρόμων, τα αυτοκίνητα είναι λιγοστά και ο μόνος τρόπος για να κυκλοφορήσεις είναι με τα πόδια. Πλησιάζουμε στα τροχόσπιτα διστακτικά, γιατί όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και είναι μεσημέρι − δεν είναι και η καλύτερη ώρα για επισκέψεις. Κατευθυνόμαστε στο τελευταίο στη σειρά, σε έναν κήπο με μαργαρίτες, τον πιο φροντισμένο απ’ όσους προσπεράσαμε. Η κυρία Κατερίνα, που μας παρακολουθεί από το παράθυρο την ώρα που κατεβαίνουμε, βγαίνει να ρωτήσει αν χαθήκαμε. Μας καλεί στο σπίτι της, έναν χώρο με τρία δωμάτια και βαριά μυρωδιά φαγητού (κάτι σαν σούπα με εντόσθια). Ο γιός της, ο Τάσος, που είναι 29 χρονών και «μακροχρόνια άνεργος» −έτσι μας συστήνεται−, δούλευε ως καμαρότος σε ένα πλοίο που πήγαινε Πάτρα-Ιταλία, αλλά απολύθηκε και εδώ και χρόνια δεν έχει καταφέρει να βρει δουλειά. Μένει με τη μάνα του αναγκαστικά, γιατί μόνος του δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Το μικρό σπίτι έχει όλες τις ηλεκτρικές συσκευές και φαίνεται φτιαγμένο με μεράκι. Η κυρία Κατερίνα μας λέει ότι έμενε σε ένα διαμέρισμα στην Μπουμπουλίνας, αλλά μόλις πέθανε η μητέρα της οι κληρονόμοι την πέταξαν στον δρόμο με τρία μικρά παιδιά. «Δεν ήταν η φυσική μου μητέρα, αλλά αυτή με μεγάλωσε και ζούσαμε μαζί μέχρι που χάθηκε και τότε μας ενημέρωσαν ότι δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο στο σπίτι. Πήγα στον δήμο και ζήτησα να μου δώσουν μια στέγη, ό,τι να ’ναι, για να μη μείνουν τα παιδιά μου στον δρόμο. Έτσι, μου έδωσαν το τροχόσπιτο. Τραβήξαμε πολλά, έχω 67% αναπηρία και δεν μπορώ να δουλέψω − ποιος θέλει μια σακάτισσα στη δουλειά; Μείναμε έξι χρόνια σε ένα τροχόσπιτο που ήταν ακατάλληλο για τα παιδιά μου και εδώ και τέσσερα χρόνια ήρθαμε εδώ. Μένουμε στα κοντέινερ συνολικά δέκα χρόνια. Δεν είναι και οι καλύτερες συνθήκες, αλλά μεγάλωσα εδώ τρία παιδιά και τέσσερα εγγόνια. Όταν ήρθαμε, κοιμόμασταν στο πάτωμα, δεν είχαμε ούτε κρεβάτια ούτε έπιπλα, τίποτα, σιγά-σιγά, όμως, η γειτονιά μάς έδινε ό,τι δεν ήθελε, ένα τραπέζι, ένα ψυγείο, έναν καναπέ, κι έγινε κανονικό σπίτι. Για μένα αυτό είναι το σπίτι μου. Η κόρη μου είναι παντρεμένη πια και ζει αλλού, μένω εδώ με τους δυο γιους μου. Ο ένας δουλεύει και σχεδιάζουν με την κοπέλα του να παντρευτούν με πολιτικό γάμο. Είμαστε θρήσκοι άνθρωποι, αλλά δεν υπάρχουν λεφτά για θρησκευτικό. Έχουν κάνει ήδη ένα παιδί, αλλά δεν είναι περιβάλλον εδώ μέσα να μεγαλώνει ένα παιδάκι». Μας δείχνει έναν κουβά όπου μαζεύει από τη βρύση το νερό σταγόνα-σταγόνα. «Δεν έχουμε νερό, έχει σπάσει η κεντρική σωλήνα, αλλά κατεβαίνει λίγο επειδή είναι κατηφόρα. Δεν έχω ιδέα πότε θα το φτιάξουν. Το μαζεύουμε λίγο-λίγο, το βράζουμε και με αυτό μαγειρεύουμε, πλενόμαστε ή κάνουμε την ανάγκη μας (μετά συγχωρήσεως)». Βγαίνει στο κατώφλι να μας συνοδέψει και μας αποχαιρετά με ευχές.

Στο διπλανό κοντέινερ μένει η κυρία Ελένη, η οποία, όταν πλησιάσαμε στην πόρτα της, τρόμαξε και άρχισε να φωνάζει με όλη της τη δύναμη κάτι σαν «βοήθεια», αλλά με λέξεις που καταλάβαινε μόνο η ίδια. Στις κραυγές της δεν ανταποκρίθηκε κανείς από τα διπλανά σπίτια, δεν βγήκαν καν να δουν τι συμβαίνει. Καταλάβαμε ότι είναι συνηθισμένοι στις φωνές της κι ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, όταν εμφανίστηκε στην πόρτα και μας φώναξε να επιστρέψουμε. «Τι είστε;» μας ρώτησε, «αστυνομία;». Της εξηγήσαμε ότι κάναμε μια βόλτα στο Πέραμα για ρεπορτάζ και αυτόματα έφυγε από το πρόσωπό της όλη η αγριάδα, έγινε άλλος άνθρωπος. Μας είπε ότι πριν από κάποιους μήνες οι δημοσιογράφοι την έσωσαν, γιατί έπειτα απ’ όσα έγραψαν, κάποιοι πήγαν και επισκεύασαν όλες τις τρύπες που είχε το παλιό σπίτι, έβαλαν πλακάκια στην τουαλέτα και το έκαναν σαν καινούργιο. «Ξαναέγινε ανθρώπινο, μακάρι να ερχόταν κι ένα σκουπιδιάρικο να πάρει και όλα τα άχρηστα από την αυλή». Μας έδειξε μια στοίβα με σκουπίδια τόσο παλιά, που είχαν αρχίσει να αποσυντίθεται και να γίνονται ένα με το χώμα. «Είμαι 65 χρόνια εδώ» μας είπε –προφανώς εννοούσε την ηλικία της− και άρχισε να μας διηγείται την περιπέτειά της με τον «ζάχαρο» που την έχει καθηλώσει τα τελευταία χρόνια μέσα στο σπίτι. Το μόνο που της έχει απομείνει είναι να βγαίνει να αγναντεύει τη θάλασσα και τις αποβάθρες των Κινέζων που γέμισαν με κατασκευές όλο το λιμάνι. «Όταν δεν φυσάει, ακούω τις φωνές τους από τα μεγάφωνα και μερικές φορές με νανουρίζουν» μας λέει την ώρα που την αποχαιρετάμε. Οι γάτες που μπαινοβγαίνουν στο σπίτι της είναι βρόμικες και υποσιτισμένες.

Και στο επόμενο κοντέινερ την κυρία που βγαίνει στην πόρτα για να δει τι θέλουμε τη λένε Ελένη. Είναι η πιο επιφυλακτική, εμφανίζεται η μισή και όταν της λέμε ότι κάνουμε ρεπορτάζ, εξαφανίζεται μέσα στο σπίτι. Μιλάει απ’ το βάθος και απαντάει στις ερωτήσεις μας, αλλά μας ζητάει να μην πλησιάσουμε και δεν θέλει φωτογραφίες. Είναι στο τροχόσπιτο δύο χρόνια, μένει με τα παιδιά της, τα οποία τα ακούγαμε να χασκογελούν και να την προτρέπουν «να βγει στην τηλεόραση». Αποφασίζουμε να τους αφήσουμε στην ησυχία τους και σκαρφαλώνουμε στον τσιμεντένιο δρόμο με το μεγάλο χαλίκι, περνώντας μπροστά από έναν δεμένο με χοντρή αλυσίδα σκύλο που μας γαβγίζει με μανία. Από το βάθος ακούγονται οι οδηγίες από τις ντουντούκες των Κινέζων, κλαρκ πηγαινοέρχονται φορτωμένα με κιβώτια, πιο πέρα έχουν αρχίσει να φαίνονται τα πρώτα φώτα της Σαλαμίνας…

 

ΑΠO ΤΟΝ M. HULOT

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ

 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ