in ,

Femicide.gr: Όλα όσα δεν γνωρίζουμε για τις γυναικοκτονίες στην Ελλάδα

Μία αναλυτική συνομιλία – ευρετήριο με την κοινωνιολόγο και πολιτική επιστήμονα, Στέλλα Καψαμπέλη, από το ελληνικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία

Μία αναλυτική συνομιλία – ευρετήριο με την κοινωνιολόγο και πολιτική επιστήμονα, Στέλλα Καψαμπέλη, από το ελληνικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

say their names

Είναι γεγονός ότι όλοι γνωρίζουμε πλέον -ακόμη και αυτοί που δυσφορούν με τον όρο- τι σημαίνει γυναικοκτονία. Ωστόσο, παραμένουν οι απορίες -είτε σοβαρές είτε αθώες- για μια σειρά από σημαντικά ζητήματα που αφορούν τόσο την έκρηξη του φαινομένου σε ελληνικό έδαφος, όσο και τη δυσχέρεια σε ό,τι έχει να κάνει με την καταγραφή και εν συνεχεία την αποτελεσματική πρόληψη. Γιατί, ας πούμε, οι δολοφονίες ηλικιωμένων γυναικών δεν θεωρούνται γυναικοκτονίες; Τι εμποδίζει τη διάσωση γυναικών, ενώ αρχές και μικρές κοινωνίες γνωρίζουν; Τι ρόλο παίζουν τα ΜΜΕ στην έξαρση του φαινομένου και κατά πόσο εκπαιδεύουν ανακλαστικά και συνειδήσεις;

Για όλα αυτά συζητήσαμε διεξοδικά με τη Στέλλα Καψαμπέλη, κοινωνιολόγο και πολιτική επιστήμονα και μία εκ των ερευνητριών του Ελληνικού τμήματος του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία (Femicide.gr), το οποίο συστάθηκε το 2019 από την ίδια, τη δικηγόρο Αναστασία – Γκόνη Καραμπότσου, την υποψήφια διδακτόρισσα στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Αθανασία Κοντοχρήστου, την κοινωνική ανθρωπολόγο και υποψήφια διδακτόρισσα Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Πένυ Πασπάλη και την κοινωνική ανθρωπολόγο και επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Αθηνά Πεγκλίδου.

Βασικός στόχος της ομάδας, ελλείψει άλλου συστηματικού μηχανισμού καταγραφής των γυναικοκτονιών στην Ελλάδα, είναι η ορατότητα, η ανάδειξη και η πρόληψη του φαινομένου, αλλά και η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για τη δράση των εκάστοτε κρατικών μηχανισμών για την αποτροπή νέων περιστατικών. Η εκτενής συνομιλία που ακολουθεί -μετά από 3 χρόνια και 66 (!) γυναικοκτονίες- μπορεί να χρησιμεύσει και ως ευρετήριο σε ό,τι αφορά την επίλυση αποριών αναφορικά με τις αρχές, τα στατιστικά, το ιστορικό περιστατικών που απασχόλησαν τον Τύπο και άλλων που αποσιωπήθηκαν, αλλά και ορολογιών που σταδιακά μπαίνουν στο λεξικό και την καθημερινότητά μας και θα μας απασχολήσουν το επόμενο διάστημα.

20171020 094018 scaled
Η κ. Στέλλα Καψαμπέλη

— Θέλετε να μας περιγράψετε λίγο τον τρόπο εργασίας του ελληνικού τμήματος του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία; Από τη στιγμή που προκύπτει μία νέα υπόθεση γυναικοκτονίας μέχρι το τέλος του κάθε έτους ποια είναι τα σημεία που οφείλετε να καταγράψετε, εξετάσετε και ταξινομήσετε; 

Η ελληνική ομάδα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία (European Observatory on Femicide, E.O.F.) δημιουργήθηκε την άνοιξη του 2019 και αποτελείται από πέντε άτομα από ετερόκλητα ερευνητικά πεδία. Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος ενημέρωσης (π.χ. κάποια βάση καταγραφής των γυναικοκτονιών σε κρατικό επίπεδο από επίσημο φορέα), πληροφορούμαστε την κάθε περίπτωση από τα ΜΜΕ, κάτι που έχει κάποιες προβληματικές όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό. Όταν αποκτούμε γνώση μίας νέας υπόθεσης, προχωράμε σε μία σύντομη περιγραφή της (όλες οι καταγραφές μπορούν να βρεθούν στο ημερολόγιο των τριών τελευταίων ετών που βρίσκεται στην ιστοσελίδα μας:  https://femicide.gr/poiotika-dedomena/). Ανάμεσα σε πληθώρα στοιχείων, φροντίζουμε η εξέτασή μας να καλύπτει σίγουρα τα εξής: την ημερομηνία όταν έγινε η γυναικοκτονία, τον τόπο, την ηλικία θύτη και θύματος, τη μεταξύ τους σχέση, τυχόν ιστορικό οποιασδήποτε μορφής προηγούμενης βίας, τον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος, την αντίδραση της τοπικής κοινωνίας και την απόκριση των Αρχών -τις συνθήκες δηλαδή που πλαισιώνουν την κάθε γυναικοκτονία. Μέλημά μας είναι και η ενημέρωση του ημερολογίου για την εξέλιξη των πραγμάτων -π.χ. σύλληψη του δράστη, κατηγορία που του αποδίδεται, εξέλιξη της δίκης κ.ο.κ.-.  Όλα τα παραπάνω σημεία είναι πρωτίστως περιγραφικά και αποτελούν την ποιοτική πτυχή της ερευνητικής δουλειάς, με στόχο να υπάρξει μια όσο δυνατόν πιο λιτή βάση πληροφοριών γίνεται, που να μην υιοθετεί τον συνήθη δημοσιογραφικό λόγο και να μπορεί να είναι εύκολα προσβάσιμη στο κοινό. Η ποσοτική ανάλυση εστιάζει στην καταγραφή και ταξινόμηση της πληροφορίας σε πιο λεπτομερές επίπεδο και σε ποσοστά, αναφορικά με την επαγγελματική δραστηριότητα τόσο θύτη όσο και θύματος, τον τόπο καταγωγής τους, το κοινωνικό τους δίκτυο, το αν υπήρχε γνώση προηγούμενου ιστορικού βίας από γειτονικά και οικεία, συγγενικά πρόσωπα ή και φορείς όπως οι αρχές ή κάποιος άλλος επίσημος φορέας κτλ.

— Να ρωτήσω υπ’ όψιν ποιων ή ποιου φορέα τίθενται όλα τα παραπάνω στοιχεία; 

Στο σύνολό τους, όλα τα στοιχεία τίθενται υπ’ όψιν του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία, σε κεντρικό δηλαδή επίπεδο, αλλά φυσικά και σε δημόσιο επίπεδο στην ιστοσελίδα μας.

— Στο εισαγωγικό του site σας αναφέρετε κάτι πραγματικά εντυπωσιακό: «Δεν γνωρίζουμε αν οι γυναικοκτονίες έχουν αυξηθεί, γιατί δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα συγκρίσιμα στοιχεία». Όταν λέτε ότι δεν υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία σε ποιο φάσμα ετών αναφέρεστε συγκριτικά με την τελευταία 3ετία;

Η ερώτηση σας μπορεί να απαντηθεί σε ένα πρώτο επίπεδο και με το γιατί υπήρξε ανάγκη σύστασης της ελληνικής επιτροπής του E.O.F. την άνοιξη του 2019. Η ομάδα ήρθε να καλύψει ένα διαπιστωμένο κενό ενασχόλησης και καταγραφής για το  φαινόμενο που, ειδικά μετά τη γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη τον Νοέμβριο του 2018 στη Ρόδο, άρχισε επιτέλους να λέγεται με το όνομά του, και πλέον αυτό εκφράζεται από ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας: γυναικοκτονία. Με αυτήν την αναφορά λοιπόν στο site εννοούμε ότι όχι μόνο όλα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά, δυστυχώς, μέχρι και σήμερα, δεν τηρείται καμία επίσημη καταγραφή του φαινομένου της γυναικοκτονίας στη χώρα από το κράτος, όπως θα μπορούσε να κάνει η ΕΛ.ΑΣ. ή η Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων – σε κάποιες χώρες πράγματι τηρείται καταγραφή από τις αντίστοιχες αρχές και φορείς. Σημαντικό σε αυτό είναι να κατανοηθεί το γιατί δεν τηρείται κάποια τέτοια καταγραφή: η γυναικοκτονία καθεαυτή δεν ορίζεται εντός ούτε αποτελεί μέρος του ποινικού κώδικα, ενώ δεν αναγνωρίζεται και καθόλου ως ειδική υποπερίπτωση του υπάρχοντος αδικήματος της ανθρωποκτονίας – π.χ. ως ανθρωποκτονία με βάση το φύλο / με έμφυλο κίνητρο κ.ο.κ.-, συνεπώς η ΕΛ.ΑΣ. προχωρά στην καταγραφή μόνο των αδικημάτων που τελούνται στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας, βάσει του Ν. 3500/2006, που είναι και η μόνη νομική παρακαταθήκη, ας το θέσουμε έτσι, που καλύπτει ένα εύρος εγκλημάτων που αφορούν άμεσα στο φύλο. Παρόλα αυτά δεν μπορεί παρά να παρατηρηθεί ότι η “ομπρέλα” των έμφυλων αυτών εγκλημάτων δεν περιλαμβάνει τη βία που έχει επικρατήσει να αποκαλείται “έμφυλη”, αλλά προσδιορίζεται αποκλειστικά ως ενδοοικογενειακή, περιορίζοντας τα επιζώντα άτομα τόσο ως προς τη δυνατότητα καταγγελίας σε ορισμένες περιπτώσεις, όσο και την πραγματική ικανότητα και ευελιξία από μέρους των αρχών για αντιμετώπιση και παρέμβαση στη βία που δεν εμπίπτει στον στενό ορισμό της ενδοοικογενειακής σφαίρας.  Αυτή η στασιμότητα στα αντανακλαστικά του κρατικού μηχανισμού είναι που έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια, πέραν ημών, στο να ξεπηδήσουν κάποιες μη κρατικές πρωτοβουλίες που ασχολούνται με την καταγραφή και ταξινόμηση περιστατικών έμφυλης και σεξιστικής βίας σε πανελλαδικό επίπεδο, όπως ο Χάρτης καταγραφής σεξιστικής/έμφυλης βίας, το Παρατηρητήριο σεξισμού, μισογυνισμού και γυναικοκτονίας, ενώ αντίστοιχη καταγραφή τηρούν και ορισμένες φεμινιστικές ομάδες. Αντιλαμβανόμαστε από τα παραπάνω ότι η γυναικοκτονία τυγχάνει ισότιμης μη κρατικής προτεραιοποίησης, και άρα αντιμετώπισης με πρόχειρο και μη συστηματικό τρόπο και μέθοδο από το κράτος, ένα ζήτημα βέβαια που όπως αποδεικνύεται και από τη χάραξη κοινωνικής πολιτικής στη χώρα, χαρακτηρίζει το ελληνικό κράτος από άκρη σε άκρη. Διακρίνοντας ακριβώς ότι η γυναικοκτονία δεν είναι αυθύπαρκτη, αλλά αποτελεί συγκοινωνούν δοχείο με τις υπόλοιπες μορφές έμφυλης βίας, γίνεται φανερό πως ανήκει με τη σειρά της εντός ενός σταθερού, επαναλαμβανόμενου και, οριακά, απροβλημάτιστου τρόπου συσχέτισης και αλληλεπίδρασης των ατόμων στις έμφυλες σχέσεις που σχηματίζουν, εντός πάντα του ιδιαίτερα πατριαρχικού φάσματος έμφυλης βίας, όπως και οι υπόλοιπες μορφές κακοποίησης και παρενόχλησης που συναποτελούν το φάσμα αυτό.

— Επίσης, οφείλει να ομολογήσει κανείς ότι από το 2019 των 17 γυναικοκτονιών, στο 2021 των 30, υπήρξε «έκρηξη» του φαινομένου; ‘Εχετε κάποια εξήγηση ή έστω κάποια θεωρία γι’ αυτόν τον διπλασιασμό;

Προκειμένου να εστιάσουμε για να προσεγγίσουμε το κατά πόσον έχει υπάρξει “έκρηξη”, δηλαδή κατακόρυφη αύξηση και ένταση του φαινομένου στη χώρα, απαιτούνται αρκετά περισσότερα βήματα, και μάλιστα πολύ προσεκτικά, από μία μονολεκτική απάντηση τύπου ναι ή όχι. Το ερώτημα καλύτερο είναι να τεθεί ως εξής: έχει αλλάξει κάτι, και αν ναι, τι, μέσα σε δύο χρόνια; Από τη μία φαίνεται εύλογο να αποδεχτούμε και να λαμβάνουμε ως δεδομένο ότι έχει υπάρξει αύξηση, πχ κάνοντας συγκριτική έρευνα μεταξύ του ‘19 και του ‘21 και βλέποντας τα νούμερα ως νούμερα -έτσι ναι, φυσικά έχει υπάρξει αύξηση, αφήγηση που υιοθετούμε και εμείς εν μέρει. Αν μέναμε σε αυτό καθεαυτό όμως, θα σήμαινε ότι υιοθετούμε τη λογική “τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους”. Δυστυχώς, στο πεδίο της γυναικοκτονίας δεν είναι απλό να προβαίνουμε σε δηλώσεις ως σίγουρες, από τη στιγμή που δεν υπάρχει επίσημος φορέας καταγραφής και η μεθοδολογία συλλογής και επεξεργασίας βασίζεται στα δημοσιογραφικά δεδομένα. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε με σιγουριά ούτε να εξηγήσουμε με μια συμπαγή θεωρία γιατί συνέβη μία -κατά τα φαινόμενα- αύξηση. Σε ένα ερευνητικό πεδίο αρκετά θολό, με τέτοια μηδαμινή κρατική συμβολή στη χαρτογράφηση αυτής της μορφής βίας, οφείλουμε να θεωρούμε δεδομένο σε μόνιμη βάση ότι αρκετές γυναικοκτονίες δε φτάνουν ποτέ στα αυτιά μας. Αυτό είτε γιατί ενδέχεται η ΕΛ.ΑΣ. -ο πρώτος και κύριος δηλαδή φορέας από τον οποίον τα ΜΜΕ λαμβάνουν την πρώτη τους πληροφόρηση για το όποιο έγκλημα- δε θα τα ενημερώσει καν για κάποιες από τις περιπτώσεις, είτε γιατί τα ίδια τα ΜΜΕ θεωρούν ότι κάποιες υποθέσεις δεν καλύπτουν τα κριτήρια για να φτάσουν να αποτελέσουν ειδήσεις -το αν δηλαδή μια υπόθεση χαρακτηρίζεται από newsworthiness, ή αλλιώς από την αξία του να φτάσει να προβληθεί κάτι ως είδηση. Τέλος, ας μην παραλείπουμε τον εξής παράγοντα: το τι θεωρείται ότι “αξίζει” -και άρα ποιο σώμα- να αποκτήσει δημοσιογραφικό χρόνο γνωρίζουμε ότι μόνο ανεξάρτητο δεν είναι από την κοινωνική δομή και πραγματικότητα και τις σχέσεις εξουσίας εντός αυτής.

— Δηλαδή;

Δηλαδή, η φυλή, το έθνος, η ηλικία, το φύλο, η ασθένεια ή μη, η ικανότητα παραγωγικότητας ή μη κ.ά. παίζουν σημαντικό ρόλο για το εάν, και πώς, θα καλυφθεί δημοσιογραφικά η δολοφονία μιας γυναίκας. Ένα απλό παράδειγμα προς αυτό είναι η πολύ φτωχή κάλυψη και παρακολούθηση της γυναικοκτονίας των τριών προσφυγισσών στον Έβρο το 2018, που παραμένει άγνωστη για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, με κάποιες φεμινιστικές οργανώσεις τότε να έχουν σχεδόν αποκλειστικά ασχοληθεί με το γεγονός. Η δημοσιογραφική κάλυψη σχετικά με ντόπιες γυναίκες, που έχουν και κάποια χαρακτηριστικά που συνδράμουν ώστε η ελληνική κοινωνία να τις κατανοεί ως πιο “δικές” της, όπως η Ελένη Τοπαλούδη και όχι μόνο, λαμβάνουν διαφορετική μιντιακή μεταχείριση, όμως φυσικά δεν έχουν διαφύγει από όλες τις γνωστές προβληματικές της μιντιακής ρητορικής. Έχουν όμως, έστω, αποτελέσει είδηση με πλούτο σε περιεχόμενο και ενημέρωση, και σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν απασχολήσει το πανελλήνιο και τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς με ειδήσεις-μαραθώνιο για μήνες ή και χρόνια.

—Έχετε, ωστόσο, κάποιες σκέψεις ή υποθέσεις αναφορικά με την αύξηση των γυναικοκτονιών στην Ελλάδα, σωστά; 

Η δική μας υπόθεση -καθότι για υπόθεση μπορούμε να μιλάμε στο τώρα, χωρίς να έχουμε εκπονήσει, ως ομάδα, συστηματική μελέτη του αν μπορούμε να μιλάμε για αύξηση του φαινομένου στην Ελλάδα, και αν ναι, με βάση ποια στοιχεία το λέμε αυτό- είναι ότι ο αυξημένος αριθμός σε καταγεγραμμένες περιπτώσεις το ‘21 μπορεί να οφείλεται στο ότι γίνεται λόγος πλέον για το φαινόμενο. Μάλιστα γίνεται λόγος για το έγκλημα με το όνομά του, άρα πιθανώς ασκείται μια παραπάνω κοινωνική και πολιτική πίεση σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς -ΕΛ.ΑΣ., ΜΜΕ αλλά και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο όπως η Βουλή, κ.λπ-  να μην προσπερνάνε την κάλυψή τους και την ενασχόληση μαζί του, συγκριτικά με δύο έτη πριν. Η ερώτηση που τίθεται ανοίγει τον δρόμο προς ένα ακόμη ανοιχτό πεδίο-πρόσκληση και αυτό δεν είναι άλλο από τη σκέψη πάνω στο τι σημαίνει πλέον πατριαρχία στο σύγχρονο συγκείμενο και ποια είναι τα χαρακτηριστικά της και οι εκδηλώσεις της στις ανθρώπινες σχέσεις, καθώς γίνεται συχνά λόγος για την Ελλάδα πλέον ως μια τύποις εκκοσμικευμένη “εξευρωπαϊσμένη” κοινωνία. Η εξέτασή της στο μικροσκόπιο σκιαγραφεί μια αρκετά διαφορετική εικόνα παρ’ όλα αυτά από την παραπάνω.

— Βάσει των στατιστικών στοιχείων που έχετε στη διάθεση σας, μπορείτε να μας διαφωτίσετε για το ποια είναι –σε γενικές γραμμές- η στάση των αστυνομικών αρχών, κάθε φορά που προκύπτει μία γυναικοκτονία; Η ερώτηση γίνεται συνεπεία ενός γνώριμου μοτίβου από περιγραφές γυναικών, οι οποίες έφτασαν στο αστυνομικό Τμήμα για να καταγγείλουν τον κακοποιητή τους πριν να είναι αργά, ωστόσο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τις απέτρεψαν από το να προχωρήσουν σε μήνυση ή όποια άλλη νόμιμη προσφυγή εναντίον του…

Αν και δεν μπορεί να βγει ένα συμπέρασμα που να χαρακτηρίζει το σύνολο των περιστατικών, πράγματι σε γενικές γραμμές έχουμε την εικόνα της αμέλειας καθηκόντων από την αστυνομία, με αποτελέσματα να ενισχύονται τα ήδη υπάρχοντα συναισθήματα και βιώματα φόβου, ντροπής, οργής, αδυναμίας και, τελικώς, εξάντλησης των γυναικών που προβαίνουν να καταγγείλουν -μπορούμε δηλαδή να κάνουμε λόγο για επαναθυματοποίηση από μεριάς της ΕΛ.ΑΣ. των ήδη ευάλωτων και με ανάγκη για προστασία τόσο νομική όσο και ψυχοκοινωνική. Το να προσπαθείς να λάβεις μέτρα για μία αδικία εις βάρος σου και να μην κουνιέται φύλλο να το θέσουμε έτσι, από μέρους του κρατικού μηχανισμού τουλάχιστον, έχει τη διττή συνέπεια εσύ και η κοινωνία να εμπεδώνετε ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, και να έρχεται να εγκαθίσταται η αίσθηση του ανίσχυρου και του ότι δεν υπάρχει νόημα στη λήψη δράσης, και από την άλλη οι δράστες να απολαμβάνουν ασυδοσία και προστασία. Από το ότι σε αρκετές περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας δεν ακολουθείται καν η διαδικασία του αυτόφωρου, μέχρι το ότι μία επιζώσα έμφυλης βίας θα μπει σε ένα Α.Τ. για να καταγγείλει εκείνον που της ασκεί βία και θα συναντήσει απάθεια, αμφισβήτηση και επιθετικότητα από τους αστυνομικούς, με συχνό αποκορύφωμα την προσπάθεια να την αποτρέψουν από το να καταγγείλει, είναι σίγουρα στοιχεία που έχουμε παρατηρήσει.

— Μιλάμε για “γενικές γραμμές”, γνωρίζοντας, όμως, ότι υπάρχουν και οι ειδικές. Περιστατικά, δηλαδή, για τα οποία είχαν γίνει καταγγελίες, είχε υπάρξει κινητοποίηση, παρ’ όλα αυτά αγνοήθηκαν με αποτέλεσμα το να χαθούν ζωές γυναικών, για τις οποίες οι αρχές είχαν ενημερωθεί…

Εστιάζοντας στις γυναικοκτονίες, το περιστατικό που τράβηξε αρκετά τα βλέμματα ως προς την πλήρη αμέλεια καθηκόντων ήταν η περίπτωση της Ανίσα στη Δάφνη Αττικής. Στις 11 Ιουλίου του 2021, 19 μέρες πριν δολοφονηθεί από τον σύζυγό της, μια γειτόνισσα απευθύνθηκε στις αρχές γιατί μπορούσε να ακούσει θορύβους που παραπέμπουν σε κακοποίηση και ένα περιπολικό της αστυνομίας έφτασε μεν στην περιοχή, με τους δύο αστυνομικούς να ανοίγουν τα παράθυρα του οχήματος, χωρίς όμως να μπαίνουν ποτέ στο κτήριο να εξετάσουν την καταγγελία. Η υπόθεση αυτή έχει το σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα χαρακτηριστικό ότι οι εν λόγω αστυνομικοί τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, με διατεταγμένη προκαταρκτική εξέταση για διερεύνηση ποινικών ευθυνών για τις πράξεις τους το βράδυ της 11ης Ιουλίου. Στην περίπτωση της Νεκταρίας Μαράκη στην Ιεράπετρα, είχε απευθυνθεί η ίδια στην αστυνομία, καταγγέλλοντας ότι κινδυνεύει, αλλά δεν έγινε ούτε καν σύσταση στον εν διαστάσει σύζυγό της, παρ’ όλο που ήταν γνωστός για τις δηλώσεις του πως ήταν αποφασισμένος να τη σκοτώσει. Εδώ, στον αντίποδα ανάληψης ευθυνών και κινητοποίησης πειθαρχικών μηχανισμών στο σώμα της ΕΛ.ΑΣ., είδαμε τη Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση Κρήτης να υποστηρίζει σε ανακοίνωσή της ότι «σε καμία αστυνομική υπηρεσία του νομού Λασιθίου δεν είχε καταγραφεί ή καταγγελθεί οτιδήποτε σε βάρος του εμπλεκόμενου ημεδαπού που να σχετίζεται με την υπόθεση». Θυμόμαστε και την Κωνσταντίνα Τσάπα, στη Μακρινίτσα Πηλίου, που είχε ζητήσει εισαγγελική παρέμβαση απέναντι στον εν διαστάσει σύζυγό της, ζητώντας επιβολή περιοριστικών μέτρων. Έγιναν συστάσεις στον δράστη και στη συνέχεια  είχε αφεθεί ελεύθερος. Η Δώρα Ζ., στη Ρόδο, αποτελεί ακόμη μία γυναίκα που είχε κινήσει νομικές διαδικασίες έναντι του πρώην συζύγου της για κακοποιητική συμπεριφορά. Για την περίπτωση της Μικρής Μαντίνειας στην Καλαμάτα στις 3 Αυγούστου του 2021, οι αρχές ειδοποιήθηκαν και ενημέρωσαν πως γνώριζαν για την περίπτωση του δράστη, αλλά όπως είπαν, δεν ήθελαν να ενοχλήσουν τον Εισαγγελέα γιατί ειδοποιήθηκαν αργά το βράδυ. Την επόμενη μέρα το πρωί δολοφόνησε τη μητέρα του. Μπορούμε να αναφέρουμε τελευταία, δίχως να εξαντλείται ο κατάλογος, τη γυναικοκτονία στη Θεσσαλονίκη στις 23 Αυγούστου του 2021 από τον εν διαστάσει σύντροφο της γυναίκας, όπου υπήρχε ιστορικό συστηματικής κακοποίησης, για την οποία η αστυνομία είχε κληθεί 3 φορές από τους γείτονες. Είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι τα παραπάνω παραδείγματα δεν αναφέρονται στην προσπάθεια απόδειξης ενός γραμμικού συλλογισμού αιτίου-αποτελέσματος˙ δεν υποστηρίζουμε δηλαδή ένα σκεπτικό τύπου “εάν η αστυνομία έκανε σωστά τη δουλειά της, δε θα υπήρχαν γυναικοκτονίες”, κάτι αφελές και αρκετά επισφαλές. Κοντολογίς, δεν ευθύνεται η αστυνομία για τις γυναικοκτονίες, ευθύνεται για ό,τι τονίσαμε όμως παραπάνω αναφορικά με τον χειρισμό των υποθέσεων έμφυλης βίας, με πρώτο και κύριο στοιχείο τη δευτερογενή θυματοποίηση των επιζωσών, τον επανατραυματισμό τους δηλαδή και τα αδιέξοδα και τα τείχη που υψώνει μπροστά τους, ακριβώς όταν εκείνες παλεύουν για τον απεγκλωβισμό τους από μία άκρως επικίνδυνη κατάσταση. Μία μονολιθική κριτική της ΕΛ.ΑΣ. θα τη θεωρούσε υπερ-δύναμη και λύτη όλων των κοινωνικών προβλημάτων και δε θα έκανε λόγο για το πόσο πιο ανεπτυγμένα θα έπρεπε να είναι τα κοινωνικά αντανακλαστικά -είδαμε τον Ιούλιο του 2021 στην περίπτωση της Ηλιούπολης με το κύκλωμα τραφικινγκ, αλλά και της Καλλιθέας στις 26 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, το πώς η αλληλέγγυα παρέμβαση και επιμονή του κόσμου της γειτονιάς είχε ενθαρρυντικά και πολύ σημαντικά αποτελέσματα. Θα αποτύγχανε να λάβει υπόψιν την ένταση, επιμονή και στρατηγική η οποία συχνά παρατηρείται από τους δράστες, ενώ δε θα συνυπολόγιζε την έλλειψη αποτελεσματικού γενικού σχεδιασμού καταπολέμησης της έμφυλης βίας, προχωρώντας να εξιδανικεύσει χώρες στις οποίες, παρόλη την υιοθέτηση συγκεκριμένων πρωτοκόλλων και την εφαρμογή προσεκτικά σχεδιασμένου μηχανισμού καταπολέμησης της έμφυλης βίας, το φαινόμενο συνεχίζει να υπάρχει και να έχει σημαντικές διαστάσεις. Στον αντίποδα τέτοιων παρερμηνειών, οι ιστορίες αυτές αποτελούν εντούτοις τεκμήρια που πρώτον, απομυθοποιούν τη διαδεδομένη αντίληψη που πλέον λαμβάνει διαστάσεις στερεότυπου ότι “οι γυναίκες δεν καταγγέλλουν σχεδόν ποτέ τους κακοποιητές τους” (είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός όσων υποθέσεων έχουμε εξετάσει γενικά στις οποίες υπήρχαν όχι μία αλλά πολλαπλές καταγγελίες) και δεύτερον, εκθέτουν μία παγιωμένη αντιμετώπισή μας ως γυναικών από την αστυνομία που τη φέρνει προ των ευθυνών της. Η αστυνομία όπως και το σύνολο του κρατικού μηχανισμού, δεν είναι απομονωμένη ως αυθύπαρκτη δομή αλλά φυσικά συνδέεται με την πατριαρχική κουλτούρα, την ανοχή και αναπαραγωγή της έμφυλης βίας από την κοινωνία, τα ΜΜΕ, τους γείτονές μας, τους φίλους, την οικογένειά μας.

— Πάλι βάσει των στατιστικών σας, έχουμε ένα κάποιο προφίλ του Έλληνα γυναικοκτόνου; Κι αν ναι, ποιο είναι το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό αυτού του προφίλ;

Στην ιστοσελίδα μας, στην ενότητα των ποσοτικών δεδομένων, όπως ανέφερα και νωρίτερα, μπορούν να βρεθούν πίτες ποσοστών αναφορικά με κάποια πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τόσο των θυτών όσο και των θυμάτων, συνεπώς σε εκείνο το σημείο καλύπτονται κάποια δημογραφικά χαρακτηριστικά. Με την έμφαση των μίντια να δίνεται σαφώς περισσότερο και εντονότερα στους δράστες παρά στα θύματα, από μεριάς μας θα υπογραμμίσουμε ότι οι γυναικοκτόνοι πρόκειται για καθημερινούς άνδρες, όχι κάποια ειδική κατηγορία, όχι κάποια ράτσα ειδική, όπως αναφέρει και το περίφημο σύνθημα για τους βιαστές. Τα στοιχεία των τελευταίων τριών ετών για τη σχέση μεταξύ θύτη και θύματος βρίσκονται επίσης στην ενότητα αυτή, και μια ματιά εκεί πείθει για τα εξής: παρατηρούμε κατά βάση ενδοσυντροφικές, αρκετές κατά τη διάρκεια χωρισμού, αλλά και συχνές περιπτώσεις δολοφονιών ηλικιωμένων. Δεν υποστηρίζουμε ότι υπάρχει κάποιος “ανθρωπότυπος” γυναικοκτόνου, όπως έχει σταθερά στο παρελθόν υποστηριχθεί για τους βιαστές ως “δράκους”, “τους ανώμαλους” κ.ο.κ. Πολλές φορές υπονοείται ότι η γυναικοκτονία διαπράχθηκε λόγω ψυχικού νοσήματος του δράστη ή επιχειρείται η κατασκευή ενός προφίλ “εξαίρεσης”, εργαλειοποιώντας τα ψυχικά νοσήματα και την ψυχοδιαφορετικότητα, τελικά στιγματίζοντάς τα. Εικάζουμε, δε, ότι στις περιπτώσεις που, μεταξύ άλλων παραγόντων όπως το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο, υφίσταται πράγματι ιστορικό αντιμετώπισης ζητημάτων ψυχικής υγείας, δεν υπάρχει η παραμικρή ευαισθησία από τα ΜΜΕ και όχι μόνο.

— Πόσο αυτό το μοντέλο αφήγησης μπορεί να επηρεάσει τη δική σας έρευνα; 

Ως ερευνητική ομάδα, απομακρυνόμαστε αρκετά από αφηγήματα που είναι σε έναν βαθμό ουσιοκρατικά και ντετερμινιστικά και που θεωρούν το τάδε ή το δείνα χαρακτηριστικό προσωπικότητας ως κατ’ εξοχήν γνώρισμα ανθρώπου με εγκληματική φύση. Επιχειρούμε, και εκεί υπάρχει μία ιδιαίτερα μεγάλη πρόκληση, να βλέπουμε τα υποκείμενα ως παράγωγα μεν του πατριαρχικού πολιτισμικού και κοινωνικού συστήματος εντός του οποίου ανατρέφονται και εντός του οποίου κοινωνικοποιούνται, διατηρώντας ωστόσο την αυτενέργειά τους.

— Ο ρόλος των ελληνικών ΜΜΕ σε ό,τι αφορά την καταγραφή, την κάλυψη και τον σχολιασμό γυναικοκτονιών στην τηλεόραση και το διαδίκτυο είναι το λιγότερο κακός και αποπροσανατολιστικός αναφορικά με τα πραγματικά αίτια αυτών των εγκλημάτων. Θεωρείτε ότι η χρήση παρωχημένου, σεξιστικού, κακοποιητικού λόγου είναι αποτέλεσμα ελλιπούς εκπαίδευσης των Ελλήνων δημοσιογράφων ή στοχευμένη συμπεριφορά που εξυπηρετεί νούμερα τηλεθέασης και «κλικς»;

Σε πρώτο επίπεδο θα πω ότι ο παράγοντας της ελλιπούς εκπαίδευσης δυστυχώς δεν αναιρεί εκείνον της στρατηγικής και στοχευμένης αναπαράστασης των γυναικοκτονιών ως πιασάρικων τίτλων και λεζάντων στη μορφή, με περιεχόμενο φράσεις όπως “Τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε”, “Θόλωσε και τη σκότωσε”, ή “Σε θρίλερ εξελίχθηκε..”, με στόχο το όσο δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος μέσω των κλικς. Η ελλιπής εκπαίδευση μαρτυράται, πέραν της απτής πραγματικότητας που βλέπουμε στα καθεστωτικά κυρίως μίντια, από την απουσία τακτικής και ενημερωμένης εκπαίδευσης της δημοσιογραφικής κοινότητας (η οποία είναι αφελές να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για μία και για ενιαία οντότητα) με στόχο την ευαισθητοποίηση πάνω στη βία, την ταυτότητα φύλου, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τη φυλή, την αναπηρία κ.ο.κ.

Η έλξη τηλεοπτικού και αναγνωστικού κοινού με τη χρήση μαζικά ειδήσεων – clickbaits, με στόχο την παραγωγή όσο το δυνατόν υψηλότερου καπιταλιστικού κέρδους, δε, είναι αδιαμφισβήτητο ζητούμενο και σε αυτόν τον κλάδο. Θα έλεγα ότι η απάντηση βρίσκεται και στα δύο σημεία που τέθηκαν από μεριάς σας, όπως και σε άλλα αρκετά καθοριστικά σημεία που συνομιλούν με αυτά, όπως το στοιχείο της κυκλικής επανάληψης από μέρους των ΜΜΕ των ίδιων στοιχείων που αντιστοιχούν σε ίδια νοήματα. Η έρευνα στο πεδίο του μιντιακού λόγου έχει φανερώσει ότι η αναπαραγωγή λόγου σε όλα τα επίπεδα -από το τι μουσική θα παίζει στο δελτίο ειδήσεων, μέχρι τι λεζάντα/τίτλος/φόντο/γραμματοσειρά θα χρησιμοποιηθεί, τι λέξεις θα ειπωθούν και πώς- πρόκειται κατά κύριο λόγο για τη μηχανική και απροβλημάτιστη αναπαραγωγή πρακτικών των προηγούμενων γενιών δημοσιογράφων, αλλά αναμφίβολα και του πώς και οι ίδιοι και ίδιες οι δημοσιογράφοι του σήμερα έχουν εξασκηθεί από τη μεριά του κοινού να παρακολουθούν και να “διαβάζουν” τα νέα.

— Πέρα από την “εκπαίδευση” του κοινού σε μία προβληματική συνθήκη πρόσληψης της συγκεκριμένης ειδησεογραφίας, για ποιον άλλο λόγο είναι επικίνδυνη αυτού του τύπου η δημοσιογραφική προσέγγιση; 

Η υψηλότερη επικινδυνότητα των εξόχως προβληματικών και κακοποιητικών δημοσιογραφικών τακτικών βρίσκεται ακριβώς στη συντήρηση των στερεοτύπων και διακρίσεων και στην παγίωση της φαινομενικά ακλόνητης πεποίθησης ότι πρώτον, στις κοινωνικές σχέσεις “έτσι γίνονται τα πράγματα” και στις δημοσιογραφικές πρακτικές, “έτσι μεταδίδονται τα πράγματα”. Οι δημοσιογράφοι στα mainstream ειδικά μίντια λειτουργούν αναπαράγοντας  επανατραυματικές αναπαραστάσεις, είτε προβάλλοντας μία γυναικοκτονία ως ανθρωποκυνηγητό του δράστη και των αστυνομικών και καθιστώντας το γεγονός ταινία δράσης του Χόλυγουντ, είτε προάγοντας τη λεγόμενη “κουλτούρα κλειδαρότρυπας”. Τέλος, εξακολουθεί να υιοθετείται ρητορική που απομονώνει την εξαναγκαστική έμφυλη βία και κατ’ επέκταση το φαινόμενο της γυναικοκτονίας ως
μία πλήρως κατ’ εξαίρεση συνθήκη.

— Πιστεύετε ότι τα ΜΜΕ έχουν μερίδιο ευθύνης στην γιγάντωση του φαινομένου την τελευταία 3ετία σε ελληνικό έδαφος;

Τα ΜΜΕ διατηρούν σίγουρα σημαντικό μερίδιο ευθύνης στο τι λέγεται και πώς λέγεται για τις γυναικοκτονίες. Η ρητορική τους διατηρεί ορισμένα πάγια στοιχεία, που από το 2019 τουλάχιστον που ασχολούμαι με τον μιντιακό λόγο για τη γυναικοκτονία, φαίνονται παρόντα: το “σοκ” της κοινωνίας και του πανελληνίου, η “άτυχη” γυναίκα -άρα η κατ’ εξαίρεση, η διαφορετική από τις υπόλοιπες τυχερές γυναίκες-, οι «διαμάχες», «τσακωμοί» και «διαφορές του ζευγαριού» -όλες τους λέξεις που συλλογικοποιούν τη βία και την επιθετικότητα, κάτι που η σχετική βιβλιογραφία και η κριτική ανάλυση λόγου των ΜΜΕ δείχνουν ότι πιθανότατα πρόκειται για όρους που καλύπτουν τη συστηματική άσκηση έμφυλης βίας από τον σύντροφο στη σύντροφο-, τα «σοβαρά ψυχολογικά/ψυχιατρικά προβλήματα» του θύτη και οι “οικονομικές διαφορές του ζευγαριού”. Εξακολουθεί, ακόμη, η υπερβολικά ανισομερής μετατόπιση ενδιαφέροντος στο προφίλ του δράστη, που είναι σημαντική. Δεν μπορούμε να αφήσουμε απ’ έξω την απόδοση τραγικότητας των φιγούρων των γυναικοκτονιών, σα να σκιαγραφούνται προσωπικότητες σε αρχαία δράματα -«τραγικές φιγούρες τα παιδιά της» (υπόθεση Νεκταρίας, Ηράκλειο). Η διατήρηση του κακοποιητικού και προβληματικού λόγου συμβάλλει ενεργά στην παγίωση του τι είναι κοινωνικά αποδεκτό, τι είναι φυσικό, τι είναι πολιτισμικά διανοητό και τι αδιανόητο και συνεχίζει να δίνει περιεχόμενο στις έννοιες του “προκλητικού”, του ασεβούς, του τι είναι πρέπουσα συμπεριφορά για τους άνδρες, τι για τις γυναίκες κ.ο.κ. Καταλήγει λοιπόν όχι μόνο να μην αποδομεί την παρούσα τάξη πραγμάτων, δηλαδή την έμφυλη ανισότητα και την πατριαρχία, αλλά να εδραιώνει πιο στέρεα ακριβώς εκείνες τις προκαταλήψεις, τα στερεότυπα και τις διακρίσεις που τις υποβαστάζουν. Για παράδειγμα, αναφορικά με το τι είναι εδραιωμένο ως εύλογο για τον “τύπο” του μέσου ληστή και κακοποιού, και το πώς αυτό συνδέεται με αντιλήψεις για τη φυλή, την εθνικότητα κτλ, όπως αναφέραμε κάπως και νωρίτερα, ο αρχικά “γοητευτικός πιλότος” της υπόθεσης των Γλυκών Νερών μετατράπηκε σε έναν δολοφόνο με “κλασικά τυπικά χαρακτηριστικά δολοφόνου”, για τον οποίο τα μίντια συγκέντρωναν απόψεις “ειδικών” προκειμένου να σκιαγραφηθεί το προφίλ του, υπονοώντας άνθρωπο με ψυχοδιαφορετικότητα = δολοφονου. Η ειρωνεία είναι ότι αρχικά περισσότερο εύλογο στα μάτια του ελληνικού κοινού, ήταν ότι το έγκλημα είχε γίνει από άκρως επικίνδυνους αλλοδαπούς ληστές. Τέλος, ενδιαφέρον συνεχίζει να έχει το ποιους και ποιες, όχι όλα, αλλά τα περισσότερα συμβατικά ΜΜΕ καλούν να μιλήσουν για τις γυναικοκτονίες: συγγενείς των δραστών και των θυμάτων, γείτονες, φίλους. Με αυτό να είναι εύλογο σε μεγάλο βαθμό, οργανώσεις, ΜΚΟ, ξενώνες κακοποιημένων γυναικών και παιδιών, κοινωνικές λειτουργοί κοκ που ασχολούνται με το ζήτημα της έμφυλης βίας, συνεχίζουν να μην καλούνται από κεντρικά δελτία ειδήσεων, από καθεστωτικές εφημερίδες και ιστοσελίδες.

— Παρ’ όλα αυτά, διαπιστώνετε κάποια πρόοδο, έστω και στο γεγονός ότι παρατηρούνται πλέον αν όχι διορθώσεις στον κακοποιητικό δημοσιογραφικό λόγο, τουλάχιστον αναγνώριση των ευθυνών από μερίδα συναδέλφων και πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση που ασκούνται από την ίδια την κοινωνία; 

Παρ’ όλα αυτά, όπως επισημαίνετε και εσείς, έχοντας ερευνήσει τον μιντιακό λόγο για τη γυναικοκτονία για το 2019, και εξετάζοντας πτυχές του εν έτει 2022, διαπιστώνω αλλαγές προς το καλύτερο, με πρώτη και κύρια τη χρήση του όρου γυναικοκτονία. Διαπιστώνεται επίσης ότι πλέον δεν είναι απαραίτητο ότι σε ένα ειδήσεων θα υπάρξει αφήγημα πάνω στα “ατοπήματα” των γυναικών όπως η απιστία, με το αντίστοιχο “παραστράτημα” των ανδρών, οι οποίοι μη διατηρώντας κανέναν έλεγχο πάνω στα συναισθήματα, τα σώματά τους κ.λπ,  τράβηξαν τη ζήλια και το πάθος (στοιχεία παρουσιαζόμενα ως πυροδότες της επικείμενης έκρηξης), ένα βήμα πιο μακριά αυτή τη φορά, με αποτέλεσμα το “θόλωμα” και το τελικό “ξέσπασμα”, όπως έχουμε τόσο συχνά δει και διαβάσει, τη γυναικοκτονία. Γίνεται επίσης αντιληπτό στο σήμερα ότι τα ΜΜΕ δεν εξαπολύουν ίσης έντασης και χυδαιότητας victim-blaming στα θύματα και τις επιζώσες έμφυλης βίας όπως ένα ή δύο χρόνια πριν, και αυτό γιατί τους έχει γίνει αντιληπτό από αρκετές μαζικές πορείες και παρεμβάσεις, π.χ. στην περίπτωση του ομαδικού βιασμού στη Θεσσαλονίκη και όχι μόνο, ότι δε θα περάσει απαρατήρητο και ότι από σημαντική πλέον μερίδα της κοινωνίας θα υπάρξει κατακραυγή μέσω των social media και πιθανότατα θα χάσουν και τα clicks και τα νούμερα που προαναφέραμε.

— Γιατί πιθανολογείτε ότι συναντά τέτοια αντίσταση και δημιουργεί τέτοια οργή και αναστάτωση ακόμη και η χρήση του όρου «γυναικοκτονία»;

Θα λέγαμε ότι μέχρι πέρυσι πράγματι η αντίσταση χαρακτήριζε ευρέως τον δημόσιο λόγο. Αντίσταση και οργή όπως λέτε ιδιαίτερα χειροπιαστή, με λόγο να γίνεται για όρο-νεολογισμό ή και για διακρίσεις κατά των ανδρών. Στο σήμερα, θα ήταν μεν υπερβολική και μη ορθή μια εκτίμηση που υπονοεί ο όρος έχει γίνει κοινός τόπος, αλλά γεγονός είναι ότι έχει “αγκαλιαστεί” από σχετικά μεγάλη μεγάλη μερίδα του κόσμου, των ΜΜΕ, ενώ χρησιμοποιήθηκε και από πολιτικούς που ανήκουν στη συντηρητική μεριά του πολιτικού τόξου, όπως ενδοκομματικά στο ΠΑΣΟΚ. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι περνάει, αν δεν έχει ήδη περάσει, στο mainstream πεδίο συζήτησης. Προκειμένου να καταστεί σαφέστερη αυτή η σταδιακή διαδικασία ενσωμάτωσης απέναντι στον όρο, ας επιχειρήσουμε μια αναδρομή στην ιστορία του όρου στην Ελλάδα των τελευταίων ετών. Η παρακαταθήκη του αγώνα για την ορατότητα του φαινομένου και την αναγνώριση του όρου και τη χρήση του είχε ξεκινήσει από φεμινιστικές συλλογικότητες ήδη από το 2017 και διαπιστώνουμε ότι διένυσε και διανύει ένα περίπλοκο ταξίδι. Από την κατ’ εξαίρεση χρήση από τις φεμινίστριες του 2017, ο λόγος των οποίων προβλήθηκε τότε από τα λίγα επαρκώς ευαισθητοποιημένα και κινηματικά ΜΜΕ, ο όρος αγκαλιάστηκε μαζικότερα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το 2018. Η τάση προς αποδοχή του όρου και προβληματισμό πάνω σε αυτόν μεταφέρθηκε εκτενέστερα προς περισσότερα από τα λεγόμενα “εναλλακτικά” μέσα ενημέρωσης και μερίδες της πολιτικής σκηνής της χώρας αλλά πλέον και αρκετά καθεστωτικά, αναφέρονται στο έμφυλο αυτό έγκλημα και φαινόμενο με τον δόκιμο όρο. Θεωρώντας λοιπόν σχετικά κεκτημένη την πρόσδοση ορατότητας στο φαινόμενο μεν, στόχο και του ίδιου του Παρατηρητηρίου, και την κατονομασία του φαινομένου με το όνομά του από την κοινωνία και τα ΜΜΕ, δε, εξίσου σημαντικό πυλώνα αλλαγής, μπορούμε να μετακυλήσουμε το σημείο εστίασής μας στο κατά πόσον ο όρος στο σήμερα χρησιμοποιείται δόκιμα και με επίγνωση της παραπάνω ιστορικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, ζητούμενο είναι να διευκρινιστεί, κάτι που χρειάζεται συστηματική μελέτη και έρευνα, ποιο είναι ακριβώς το περιεχόμενο που δίνεται στον όρο, όταν αυτός εκφέρεται από συντηρητικές πλευρές και από το mainstream πεδίο δημόσιου λόγου όπως προαναφέραμε.

— Ενώ ο όρος “γυναικοκτονία” είναι απολύτως ευρύς, τείνουμε να τον “κουμπώνουμε” κυρίως πάνω σε περιστατικά θανάσιμης συντροφικής ή συζυγικής βίας; Τι μας διαφεύγει εδώ με αποτέλεσμα θάνατοι γυναικών από το χέρι γιων / εγγονών / άλλων συγγενών να μην καταχωρούνται ως γυναικοκτονίες;

Ως ερευνητική ομάδα διατηρούμε προβληματισμούς και επιφυλάξεις για το αν η αρκετά δημοφιλής και ευρεία χρήση του όρου στο παρόν ισοδυναμεί και με την ουσιαστική υιοθέτηση απόψεων και στάσεων που συνάδουν με την κοινωνιολογική, πολιτική και κινηματική ιστορική παρακαταθήκη που έχει από πίσω του ο όρος “γυναικοκτονία”. Ανάμεσα στις πρώτες παρατηρήσεις μας εντός του 2021 και των αρχών του ‘22 είναι ότι συχνά τίθεται ως άλλη λέξη για τη συζυγοκτονία˙ ότι εξίσου συχνά παρουσιάζεται να αφορά δολοφονίες για λόγους φύλου μόνο από πρώην ή νυν συντρόφους και συζύγους και όχι και από αγνώστους, από συγγενείς, από φίλους κ.ο.κ., όπως ξέρουμε ότι συμβαίνει και όπως ορίζει η διεθνής βιβλιογραφία, οι διεθνείς οργανισμοί και οργανώσεις, κάτι που καταλήγει σε στρεβλές εκτιμήσεις για τα πραγματικά ποσοστά των γυναικοκτονιών. Όπου σταθούμε και βρεθούμε οφείλουμε να το υποστηρίζουμε αυτό: η γυναικοκτονία δε λαμβάνει χώρα αποκλειστικά ενδοσυντροφικά από νυν ή πρώην ερωτικό σύντροφο˙ γυναικοκτονία είναι η δολοφονία γυναίκας για λόγους που σχετίζονται με το φύλο της και, παρόλα τα αδιαμφισβήτητα υψηλά ποσοστά ενδοσυντροφικών γυναικοκτονιών, το έγκλημα δεν έχει μόνο αυτή την πτυχή. Ένα παράδειγμα προς σκέψη με το οποίο μπορούμε να κλείσουμε είναι ότι το 2021 είχαμε 12 περιπτώσεις γυναικοκτονίας ηλικιωμένων γυναικών (geronticide) από συζύγους αλλά και γιους, ανιψιούς και εγγονούς. Πρόκειται για υψηλό ποσοστό για το ‘21, που όμως πουθενά δεν έχει γίνει λόγος για αυτό. Αυτές οι γυναικοκτονίες δείχνουν ότι υπάρχουν κάποια δημογραφικά χαρακτηριστικά από τα οποία προκύπτει ότι υπάρχει συγκεκριμένη αντίληψη για το έμφυλο ηλικιωμένο / ασθενές / διαφορετικά ικανό / μη παραγωγικό σώμα στην Ελλάδα. Σε αυτό παίζει ρόλο και η διαπλοκή των εννοιών της φροντίδας ως γυναικείας -όταν έχουν δολοφονηθεί από σύζυγο λόγω ασθενείας – και ιδιοκτησιακότητας -κακοποιητικοί γιοι / εγγονοί / ανιψιοί. Επομένως η επιμονή από ΜΜΕ και κοινωνία στην ενδοσυντροφική βία που τελείται από νέο σχετικά άνδρα απέναντι σε νέα σχετικά γυναίκα, ιδίως αν πληρούν και το στοιχείο της ελληνικής καταγωγής, κλείνει τα μάτια σε άλλες μορφές και σχέσεις εξαναγκαστικής βίας και δε σχηματίζει όλο το κοινωνικό και πολιτικό έδαφος.

Ακολουθήστε την Α,ΜΠΑ; στο Google News

0 Comments
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια