«Δεν με πειράζει ο θάνατος, αρκεί να μην πονάω...»: Πώς βιώνει το lockdown ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με ΧΑΠ

«Δεν με πειράζει ο θάνατος, αρκεί να μην πονάω...»: Πώς βιώνει το lockdown ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με ΧΑΠ Facebook Twitter
Ευτυχώς που έχω και τη Λου, είναι η συντροφιά μου. Είναι τόσο καλή, τόσο έξυπνη και με αγαπάει αλήθεια πολύ.
1



Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΒΙΩΝΟΥΜΕ
είναι πάρα πολύ δύσκολη, ακόμα και για κάποιον που έχει μνήμες από τον πόλεμο. Τέτοιος φόβος δεν επικρατούσε ποτέ, και όσο και να μιλάνε κάποιοι για υπερβολές, όταν βλέπεις τι συμβαίνει στην Ιταλία, δεν μπορείς να μη συμμορφώνεσαι και να μην τρομάζεις.

Διάβασα προχθές για έναν Ιταλό που έγραφε την ιστορία του με τον ιό, νοσοκόμο που βοήθησε πολύ κόσμο. Ο άνθρωπος κόλλησε και έκανε ανάλυση της αρρώστιας του, το τι πέρασε. Υπέφερε πάρα πολύ, μέχρι που δεν έβλεπε, είναι φοβερό. Από τότε άρχισα να φοβάμαι, όχι μην πεθάνω, δεν με πειράζει να πεθάνω, μακάρι να πεθάνω αύριο, δεν έχω πρόβλημα. Αρκετά έζησα, είμαι 82 χρονών, πόσο θα ζήσω; Αφού οι δραστηριότητές μου τώρα έχουν μειωθεί, γιατί να ζήσω, μόνο να τρώω; Θέλω να πω, δεν με πειράζει ο θάνατος, αρκεί να μην πονάω. Δεν τους μπορώ τους πόνους.


Είμαι πολύ καιρό μέσα στο σπίτι ήδη επειδή είχα πάθει δισκοκήλη και ένα πρόβλημα στο ισχίο και έμεινα 6-7 μήνες στο κρεβάτι. Έτρωγα τα μαξιλάρια μου από τον πόνο. Επήγα σε τέσσερις γιατρούς, μου έδιναν φάρμακα, αλλά δεν μου έκαναν τίποτα, στάθηκα όμως τυχερή, γιατί μια φίλη μου γνώρισε μια γυναίκα στο πάρκο και της σύστησε κάποιους χειροπρακτικούς, οι οποίοι με σήκωσαν από το κρεβάτι. Δυστυχώς, επαίρναν 80 ευρώ τη φορά και δεν άντεξα οικονομικά ‒ έκανα μερικές φορές και σταμάτησα. Ωστόσο, ξεμπλόκαραν το νεύρο και σηκώθηκα. Ο πόνος σε όλο το πόδι κράτησε πολύ καιρό. Τώρα μου πέρασε κι ελπίζω να μην ξανάρθει.

Με αυτή την ιστορία έχω ψυχοπλακωθεί καθηλωμένη εδώ μέσα, τώρα μας βρήκαν τα χειρότερα. Και να θέλει κάποιος να έρθει, δεν πρέπει, και γι' αυτόν και για μένα. Όταν δεν μπορούσα, είχα βάλει μια γυναίκα που ερχόταν και με βοηθούσε, τώρα δεν έρχεται κανείς.

Το πιο δύσκολο είναι το πώς θα διαχειριστείς τη μοναξιά σου. Είναι κάποιοι που δεν την αντέχουν, εγώ την αντέχω επειδή είμαι μοναχικός άνθρωπος από μικρή. Μου αρέσει πολύ η παρέα, τα καλαμπούρια, αλλά μετά θέλω την ησυχία μου.


Έχω και κάτι συγγενείς, αλλά, εντάξει, ο καθένας σπίτι του. Το παιδί μου είναι στην Κέρκυρα, έχει κάνει οικογένεια εκεί και δεν μπορεί να έρθει. Τι να κάνει, το καημένο; Όλο με παίρνει τηλέφωνο και ρωτάει τι κάνω, μου λέει να μη βγαίνω, φοβάται κι αυτό. Δεν πολυπάω στην Κέρκυρα γιατί έχω το αναπνευστικό μου (σ.σ. πάσχει από Χρόνια Αναπνευστική Πνευμονοπάθεια-ΧΑΠ) και με πειράζει πολύ η υγρασία, έτσι είμαστε μακριά. Λίγο πριν γίνει όλο αυτό είχα βγάλει εισιτήριο, αλλά η απαγόρευση με πρόλαβε ‒ είναι ακόμα στο πρακτορείο. Δεν μπορώ να πάω έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα.

Κοίτα, να σου πω, απομακρύνονται οι νέοι από τους μεγάλους ανθρώπους και είναι κρίμα αυτό που γίνεται. Δεν το λέω για μένα, γενικά υπάρχει αυτό. Τους δικαιολογώ, όμως, ο καθένας έχει τα προβλήματά του και έχει γίνει και η ζωή πολύ δύσκολη.

Έχουν έρθει έτσι οι εποχές, που δεν μπορεί κανείς να ζήσει άνετα. Δες πού έχουμε φτάσει. Πες ότι έχεις λεφτά όμως, τώρα τι κάνεις με αυτά; Τίποτα. Εκείνο που μετράει είναι η υγεία του ανθρώπου, τίποτε άλλο. Και να είχα λεφτά τώρα, τι να τα έκανα, πού να πάω; Πήγαινα κανένα θέατρο, καμιά βόλτα, τώρα βγαίνω μόνο για να πάρω ψωμί και για τη βόλτα της Λου. Με ξεσηκώνει να την πάω βόλτα. Μέχρι πριν από τρεις μέρες την πήγαινα μέχρι τα ΚΑΠΗ, αλλά δεν την πάω πια την καημένη. Τα ζώα είναι η καλύτερη συντροφιά για τους μοναχικούς.

Ευτυχώς που έχω και τη Λου, είναι η συντροφιά μου. Είναι τόσο καλή, τόσο έξυπνη και με αγαπάει αλήθεια πολύ. Όταν με βλέπει να βήχω και δεν μπορώ να πάρω ανάσα, δακρύζουν τα μάτια της και πάει όξω στο μπαλκόνι και φωνάζει βοήθεια. Αν δεν μιλήσει κανείς, πάει στην πόρτα και συνεχίζει να φωνάζει μέχρι να την ακούσουν. Είναι φοβερό.

Διαβάζω, βλέπω τηλεόραση, τρώω και κοιμάμαι. Με παίρνουν και κανένα τηλέφωνο. Αυτή είναι η καθημερινότητά μου. Η πιο πολλή μέρα μου, όμως, περνάει στο Facebook, διαβάζω κουταμάρες και περνάει η ώρα μου. Χθες, με όσα έβλεπα, είχε πάει πέντε το πρωί και δεν το είχα καταλάβει καθόλου. Διαβάζω διάφορα, κοινωνικά, ιατρικά, ό,τι μου πέσει στη αντίληψη και μου αρέσει. Τα πιο πολλά δεν τα πιστεύω, σε καμία περίπτωση, τα διαβάζω, αλλά τα περνάω στο έτσι. Για οτιδήποτε συμβουλεύομαι γιατρό.

«Δεν με πειράζει ο θάνατος, αρκεί να μην πονάω...»: Πώς βιώνει το lockdown ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με ΧΑΠ Facebook Twitter
Δεν ήθελα δεσμεύσεις. Και αυτόν που σχετίστηκα δεν τον παντρεύτηκα, έτσι το έχω το παιδί. Δεν είναι δικό μου, το είχε από την άλλη του γυναίκα και το μεγάλωσα εγώ από δύο χρονών. Το αγαπάω όμως, πεθαίνω γι' αυτό, και αυτό με αγαπάει πάρα πολύ.


Μένω σε αυτό το σπίτι πολλά χρόνια. Ήρθα το '60 στην Αθήνα, έμεινα Δάφνη, Βύρωνα, ύστερα αγόρασα αυτό το σπίτι μαζί με τον αδερφό μου και από το '72 μένω εδώ. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κέρκυρα μέχρι τα 17 μου, μετά ήρθαμε στην Αθήνα. Δούλευα ταμίας σε κινηματογράφο, στον Γαλαξία, στους Αμπελοκήπους, από κει πήρα σύνταξη. Το απόγευμα στον Γαλαξία και το πρωί κράταγα παιδιά.

Όταν ξεκίνησα στο σινεμά υπήρχε ακόμα η βίλα Μαργαρίτα, εκείνο το ωραίο σπίτι που το γκρέμισαν το 1970 και έγινε η τράπεζα. Ήταν ένα παραμυθένιο σπίτι στην αρχή της Μεσογείων και Βασιλίσσης Σοφίας, κοντά στον Πύργο Αθηνών. Για κάποιο διάστημα ήμουν και αποκλειστική νοσοκόμα στο Λαϊκό. Αυτή η δουλειά, άσ' τα, είχε πόνο, είχε θλίψη, ήταν πολύ σκληρή. Ωστόσο, είχε και κάποιες αστείες στιγμές.

Μια φορά, θυμάμαι, ψάχναμε ένα παιδί που είχε κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι και ένας παπάς, αντί να αναρωτηθεί τι του συμβαίνει και γιατί το έκανε, έσκασε στα γέλια. Συναντάς πάρα πολλά τη νύχτα στα νοσοκομεία. Και ήταν καλά τα λεφτά τότε. Σήμερα κανείς δεν έχει να δώσει τόσο μεροκάματο, 80, 100 ευρώ, και, αν είναι γιορτή ή αργία, και 150 ευρώ για μία βραδιά. Δεν το αντέχεις, όσο απόθεμα και να 'χεις. Εγώ κρατάω 4-5 χιλιάρικα για να με κηδέψουν, όχι να με θάψουν. Θέλω να με κάψουν. Τώρα είναι πιο φτηνά, παλιότερα ήθελες 5 χιλιάρικα για να σε πάνε στη Βουλγαρία. Νομίζω ότι 2-3 πλέον σου φτάνουν.

Δούλεψα μια ζωή και ποιο το αποτέλεσμα; Μια σύνταξη πείνας. Παίρνω τη σύνταξη από τον πατέρα μου. Ήταν παπάς και προτίμησα να πάρω αυτουνού, που ήταν στο Δημόσιο ‒ το Δημόσιο τότε ήταν πολύ καλύτερο από το ΙΚΑ. Άφησα τη δική μου, αλλά από 600 ευρώ που έπαιρνα μου την εκάνανε 300. Και προχθές που πήγα να κάνω ανάληψη, είδα ότι μου έκοψαν άλλα 12! Προσπαθώ να τα βγάλω πέρα με τα 288 ευρώ, πάλι καλά που μείωσαν κάπως τις τιμές των φαρμάκων και δεν πληρώνω πλέον 60 και 100 ευρώ τον μήνα. Κάνω μάσκες πρωί-μεσημέρι-βράδυ και έχω πάντα μια φιάλη οξυγόνου στο σπίτι. Ήταν μεγάλο έξοδο, τουλάχιστον τώρα τελευταία αυτά δεν τα πληρώνω. Με οικονομία τα κουτσοβγάζω πέρα.

Το πιο δύσκολο είναι το πώς θα διαχειριστείς τη μοναξιά σου. Είναι κάποιοι που δεν την αντέχουν, εγώ την αντέχω επειδή είμαι μοναχικός άνθρωπος από μικρή. Μου αρέσει πολύ η παρέα, τα καλαμπούρια, αλλά μετά θέλω την ησυχία μου. Επειδή έχω μείνει ορφανή από έξι χρονών ‒πέθανε η μάνα μου στη γέννα όταν έκανε τον αδερφό μου και με άφησε έξι χρονών‒, έμαθα από πολύ νωρίς να φροντίζω τον εαυτό μου. Τον πατέρα μου τον έχασα στα 17, έτσι έμαθα να ζω μόνη μου, ελεύθερα και όπως να 'ναι.

Δεν έχω πρόγραμμα, δηλαδή δεν θα πλύνω σήμερα τα πιάτα μου, θα τα πλύνω αύριο, που θα έχω όρεξη, κάπως έτσι. Και κάνω του κεφαλιού μου πάντα. Έχω μια φίλη που θέλει να της τα λέω όλα και μετά να μου λέει αυτή τι να κάμω. Της λέω «ρε κοπέλα, δεν μπορώ να το κάμω αυτό, εγώ παίρνω αποφάσεις για μένα από έξι χρονών, τώρα θα μου πεις εσύ τι θα κάνω;». Έτσι ήθελα να είμαι πάντα, λεύτερη. Δεν ήθελα δεσμεύσεις. Και αυτόν που σχετίστηκα δεν τον παντρεύτηκα, έτσι το έχω το παιδί. Δεν είναι δικό μου, το είχε από την άλλη του γυναίκα και το μεγάλωσα εγώ από δύο χρονών. Το αγαπάω όμως, πεθαίνω γι' αυτό, και αυτό με αγαπάει πάρα πολύ.


Ωστόσο, τώρα η μοναξιά είναι πολύ δύσκολη. Το αναγκαστικό κλείσιμο στο σπίτι και ο φόβος να μην κολλήσεις την αρρώστια. Τρομάζω όταν σκέφτομαι ότι δεν θα μας χωράνε τα νοσοκομεία. Και προσέχω όσο μπορώ. Σταμάτησα να βγαίνω, ok. Αν δεν πιεις καφέ με παρέα, τι θα γίνει; Δεν νοιάζεται ο κόσμος. Είδα τα φέρετρα στην Ιταλία και ανατρίχιασα. Είναι σαν την πανούκλα. Και ο Περικλής, διάβαζα χθες, από αυτό πέθανε... Δεν είχαν πού να τους θάψουν και τους έτρωγαν τα σκυλιά.

Πάντα υπήρχαν οι πανδημίες, είναι άλλο, όμως, να το ζεις. Δεν ξέρουμε τι μας περιμένει, αλλά ελπίζω να βρούνε το εμβόλιο και κάποιο φάρμακο και να μπορούμε να ξαναβγούμε σύντομα από τα σπίτια μας.


Έτσι θέλω να σε αποχαιρετήσω, με ελπίδα.

Δεν είσαι μόνος
1

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Selfie ενός γάτου, τις μέρες του εγκλεισμού Από την αναγνώστρια Άννα Ρωμάνου.

Δεν είσαι μόνος / Selfie ενός γάτου, τις μέρες του εγκλεισμού Από την αναγνώστρια Άννα Ρωμάνου.

Το πρωί ο κύριος καθηγητής θα σηκωθεί και πριν ρίξει στο μπώλ τις νιφάδες βρώμης με λιναρόσπορο, μέλι και ταχίνι, θα ανοίξει ελαφρά την μπαλκονόπορτα να μπει ο γάτος να τριφτεί στα πόδια του.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

1 σχόλια