Ποιοι πηγαίνουν στα μουσεία και στα θέατρα τελικά;

Ποιοι πηγαίνουν στα μουσεία και στα θέατρα τελικά; Facebook Twitter
Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου,θεατρική παράσταση Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη,σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, Κυριακή 29 ιουλίου 2018 (EUROKINISSI/ΕΥΗ ΦΥΛΑΚΤΟΥ)
4

Σε μια χώρα όπου τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται ιδιαίτερη έξαρση σε επίπεδο καλλιτεχνικής παραγωγής είναι τουλάχιστον παράδοξο να μην υπάρχει μια καθολικής εμβέλειας καταγραφή του τι συμβαίνει όσον αφορά την κουλτούρα: ποιοι είναι αυτοί που επισκέπτονται τα μουσεία, τα σινεμά και τα θέατρα, ποια είναι η καταγωγή τους, το μορφωτικό και πολιτιστικό τους κεφάλαιο και τι σημαίνει αυτό για τους όρους της κοινωνικής αναπαραγωγής; Τι ακριβώς μπορεί να συμβαίνει στο πεδίο της καλλιτεχνικής παραγωγής σε σχέση με αυτήν των όρων παραγωγής της καλλιτεχνικής ζήτησης και τι συμπεράσματα εξάγονται;

Και όμως, το βιβλίο που ο καθηγητής Κοινωνιολογίας και αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Bourdieu στην Ελβετία Νίκος Παναγιωτόπουλος συνέγραψε με τη διδάσκουσα στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Μαρία Βιδάλη κι έχει τον τίτλο Libido Artistica (μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια) έρχεται να απαντήσει σε αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα, προσφέροντάς μας μια πολύτιμη κοινωνική καταγραφή και κριτική της καλλιτεχνικής ζήτησης και αποκαλύπτοντάς μας σημαντικές λεπτομέρειες για το ελληνικό πολιτιστικό τοπίο.

Το βιβλίο βασίζεται σε έρευνες και συνεντεύξεις που έγιναν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα αναφορικά με τα μουσεία, τα θέατρα και τον χορό. Τα συμπεράσματα είναι πολλές φορές απρόβλεπτα.

Μεταξύ άλλων, για παράδειγμα, παρατηρούμε πως τα στελέχη επιχειρήσεων δεν παρακολουθούν καθόλου ή σχεδόν καθόλου θέατρο ή ότι οι μικροεπιχειρηματίες, που αγγίζουν το 10% του πληθυσμού, επισκέπτονται ελάχιστα τις θεατρικές σκηνές, σε επίπεδο 2,7%.

Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ζητήθηκε από άτομα που ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα να αναφέρουν τα ονόματα των αγαπημένων τους ζωγράφων, είχαν την τάση να επιμένουν σε αυτούς που είχαν μάθει στο σχολείο, όπως ο Τσαρούχης, ο Πικάσο και ο Φασιανός.

Το παράδοξο είναι ότι, ενώ με το πέρας του χρόνου, παρατηρείται φαινομενικά ένας εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης με την αύξηση των ευκαιριών πρόσβασης στα ανώτατα ιδρύματα, δεν συμβαίνει το ίδιο αναφορικά με την προσέλευση στα θέατρα ή στα μουσεία.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι μόνοι που δείχνουν να ωφελήθηκαν από αυτό, βελτιώνοντας το μορφωτικό τους επίπεδο, είναι οι υπάλληλοι γραφείου, αλλά σε συγκεκριμένο πλαίσιο περιχαρακωμένης γνώσης, κάτι που προφανώς έχει να κάνει, όπως υποστηρίζουν και οι συγγραφείς του βιβλίου, με την ιδιαίτερα παραδοσιακή σχέση με τον πολιτισμό που προωθεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα.


Εν προκειμένω, για μια ακόμα φορά η αντίφαση και η αντίθεση δείχνουν να είναι κατεξοχήν ελληνικά φαινόμενα: δηλαδή, ενώ από τη μια το πολιτιστικό κεφάλαιο φαίνεται άμεσα εξαρτημένο από το σχολικό, από την άλλη η καλλιτεχνική ζήτηση αυξάνει όσο απομακρυνόμαστε από τους σχολικά νομιμότερους πολιτιστικούς τομείς.

Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ζητήθηκε από άτομα που ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα να αναφέρουν τα ονόματα των αγαπημένων τους ζωγράφων, είχαν την τάση να επιμένουν σε αυτούς που είχαν μάθει στο σχολείο, όπως ο Τσαρούχης, ο Πικάσο και ο Φασιανός.

Τον Κεσσανλή ή τον Ακριθάκη, για παράδειγμα, αναφέρει μόνο το 5,5 % των ερωτηθέντων, ενώ, ακόμα και σε επίπεδο ανώτερης εκπαίδευσης, ονόματα που δεν περιλαμβάνονται στην επίσημη σχολική ύλη, όπως ο Ιακωβίδης, βρίσκονται μόλις στο 1%!

Φαίνεται, δηλαδή, πως η καλλιεργημένη εμπειρία είναι κατεξοχήν παραδοσιακή, την ίδια στιγμή που απουσιάζει μια τέτοιου είδους ανοιχτή προσέγγιση σε επίπεδο καλλιτεχνικού γεγονότος.

Αντίθετα, το μόνο που καλλιεργείται στο σχολείο είναι η λογική της αποτελεσματικότητας μέσω της απόκτησης των τίτλων-πτυχίων, διπλωμάτων κ.λπ., με στόχο τη διεκδίκηση καλύτερης κοινωνικής θέσης.

Αυτό σημαίνει ότι το σχολείο αφήνει στην οικογένεια την πολιτισμική διάχυση, διαμορφώνοντας ανάλογες πολιτιστικές ανάγκες και έξεις. Γεγονός που, με τη σειρά του, αποδεικνύει ότι η κουλτούρα δεν είναι κάτι έμφυτο, ένα θείο δώρο, αλλά εξαρτάται από όρους καθαρά κοινωνικούς. Δεν είναι ούτε δοσμένη εκ των προτέρων ούτε μεταφέρεται ως μια άγραφη επιταγή ή ένα υψηλό γεγονός, συνώνυμο της φιλοτεχνίας.

Ποιοι πηγαίνουν στα μουσεία και στα θέατρα τελικά; Facebook Twitter
Αλέξης Ακριθάκης, Le Bateau, τέμπερα και μελάνι σε χαρτί, 1973.


Ωστόσο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το κοινό που επισκέπτεται μαζί με την οικογένεια συχνότερα το θέατρο, ειδικά τις επιθεωρήσεις ή το λυρικό θέατρο που δείχνουν να προτιμούν οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις, δεν είναι εκείνο που θα πάει σε μια συναυλία ή θα επισκεφτεί ένα μουσείο.

Είναι παράδοξο, αλλά κάποιος που έχει επισκεφθεί αρκετές φορές το θέατρο, έστω βλέποντας έργα επιθεώρησης, φαίνεται ότι δεν έχει πάει ούτε μία φορά σε συναυλία!

Επίσης, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η ενδεχόμενη μείωση του κόστους του εισιτηρίου, ειδικά στα μουσεία, δεν αναμένεται να αυξήσει τη συχνότητα των επισκέψεων των κατώτερων τάξεων στους συγκεκριμένους χώρους.

Βέβαια, και εδώ υπάρχει μία διαφορά: ενώ το θέατρο, ειδικά τα πιο δημοφιλή έργα που οι κατώτερες τάξεις παρακολουθούν με κριτήριο τους ηθοποιούς που συμμετέχουν σε αυτά, το μουσείο δημιουργεί μια γενικότερη αμηχανία, όπως και τα σύγχρονα έργα τέχνης.

Τα μουσεία, μάλιστα, αποκαλούνται από τους συγγραφείς, κατά τον όρο που χρησιμοποίησε ο Φουκώ, ετεροτοπίες, δηλαδή χώροι μεταβατικοί, εκτός χρόνου, που οργανώνονται με τέτοιον τρόπο ώστε να θυμίζουν διαρκώς πόσο διαφέρει ο κόσμος της τέχνης από τον καθημερινό ή, όπως έλεγε ο Ντιρκέμ, «πόσο ξεχωρίζουν το ιερό από το ανίερο».

Όλα αυτά καταδεικνύουν πως δεν υπάρχει «οντογένεση» όταν αναλύεται ένα πολύπτυχο κοινωνιολογικό γεγονός, ειδικά αυτό που αφορά τη σχέση με τον χώρο της τέχνης, καθώς εξαρτάται από ετερόκλητους παράγοντες.

Προβληματική είναι, ειδικά στη χώρα μας, η σχέση της μικροαστικής τάξης με την κουλτούρα, αφού οι εκπρόσωποι της ενίοτε καθίστανται θύματα μιας πολιτιστικής «αλλοδοξίας», προκρίνοντας ως καλλιτεχνικό οτιδήποτε ψευδεπίγραφο επιβάλλει η κυρίαρχη τάξη, ενώ την ίδια στιγμή διέπονται από μια βαθιά αισθητική μισαλλοδοξία αναφορικά με το δικαίωμα στην αισθητική απόλαυση μέσω ενός έργου τέχνης.

Ο ίδιος ο καθηγητής Νίκος Παναγιωτόπουλος, καταθέτοντας μια βιωματική διάσταση στα προλεγόμενα της έκδοσης, σε συνδυασμό με την επιστημονική του προσέγγιση, διαπιστώνει τελικά ότι «δεν υπάρχει πάλη με αφορμή την τέχνη όπου να μη διακυβεύεται η επιβολή μιας τέχνης του ζην, δηλαδή η μετουσίωση ενός αυθαίρετου, ιστορικά παραγόμενου τρόπου ζωής σε νόμιμο τρόπο ύπαρξης, η οποία ρίχνει στην επικράτεια της αυθαιρεσίας κάθε διαφορετικό τρόπο ζωής».

Με λίγα λόγια, οτιδήποτε δεν εμπίπτει στα εργαλεία κατανόησης ή κωδικοποίησης θεωρείται αυθαίρετο ή ξένο.

Ο ίδιος ομολογεί πως συνειδητοποίησε στο πετσί του την άκρως προβληματική σχέση της μικροαστικής τάξης με την κουλτούρα, που μπορεί να αναχθεί στο «χάσμα ανάμεσα στη γνώση και στην αναγνώριση», κατά τη ρήση του Μπουρντιέ.


Το ουσιαστικό και το πιο καίριο είναι ότι και οι δύο συγγραφείς του παρόντος τόμου δεν εμμένουν στις θεωρητικές διαπιστώσεις αλλά προβάλλουν με αγωνία την ανάγκη μετασχηματισμού του εκπαιδευτικού μας συστήματος μέσω της μείωσης των κοινωνικών ανισότητων που παράγει η κυρίαρχη παιδαγωγική σχέση.

Επιζητούν μια πιο βελτιωμένη, πιο ανοιχτή καλλιτεχνική εκπαίδευση και βαθιά παιδεία, όχι απλώς στο πλαίσιο ενός σχολικού curriculum αλλά στη βάση μιας πιο ανοιχτής σχέσης, ώστε να δημιουργηθεί η αισθητική διάθεση που θα κινητοποιήσει τον κόσμο να δει μια παράσταση ή να επισκεφθεί ένα μουσείο.

Με άλλα λόγια, οι συγγραφείς προσπαθούν με κάθε τρόπο, προσφέροντας τα στοιχεία και τα συμπεράσματα, να μιλήσουν για την ανάγκη καθολικής πρόσβασης στα πολιτιστικά έργα.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

 

Βιβλίο
4

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Αφιέρωμα: Νίκος Κεσσανλής, 11 χρόνια από το θάνατό του

Εικαστικά / Νίκος Κεσσανλής: Ένας ακτιβιστής, σχολιαστής, ακαταπόνητος πρεσβευτής της καλλιτεχνικής δημιουργίας

«Καλλιτέχνης ανήσυχος, που δεν έπαψε να πειραματίζεται με τεχνικές και μεθόδους, κατόρθωσε να υπερβεί τα παραδοσιακά ζωγραφικά μέσα και να βρίσκεται στο προσκήνιο της πρωτοπορίας καθ' όλη την πορεία του, από το informel και τη mec art έως τα φωτομηχανικά του έργα σε ευαισθητοποιημένο πανί ή τσιμέντο»
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Βιβλίο / To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Κόντρα στα κυρίαρχα ήθη, ο Μεσοπόλεμος υπήρξε διεθνώς μια εποχή σεξουαλικής ελευθεριότητας. Μια πρωτότυπη έκδοση από τους Τάσο Θεοφίλου και Εύα Γανίδου εστιάζει στις επιδόσεις των Αθηναίων στο «παράνομο» σεξ, μέσα από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, με τα ευρήματα να είναι εντυπωσιακά, ενίοτε και σπαρταριστά.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Εύα Στεφανή: «Με συγκινεί ακόμα ο «Πεισίστρατος» του Γιώργου Χειμωνά»

The Book Lovers / Εύα Στεφανή: «Βρίσκω θεραπευτικά τα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με την Εύα Στεφανή, σκηνοθέτιδα και καθηγήτρια Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για τη διαδρομή της από την Δάφνη ντι Μοριέ στον Ε.Χ. Γονατά κι από τον Τσβάιχ στον Γιώργο Χειμωνά.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Βιβλίο / Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Οι «Αλεπούδες του Περ-Λασαίζ» είναι ένα μυθιστόρημα άριστα δομημένο, με πυκνό λόγο και πλήθος πραγματολογικών στοιχείων, που αναπλάθει τη γαλλική επαρχία των ’50s μέσα από μια απελπισμένη ερωτική ιστορία με φεμινιστική χροιά. 
M. HULOT
Η σημασία του Le Corbusier σήμερα

Βιβλίο / Η σημασία του Le Corbusier σήμερα

Ο σπουδαίος αρχιτέκτονας και στοχαστής, που έβαλε ποίηση στο σκυρόδερμα και συνέδεσε τα οράματα ενός σύγχρονου «Blade Runner» με τον Παρθενώνα, μοιάζει σήμερα να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο και σημασία όσο ποτέ. Η «Συζήτηση με τους φοιτητές της αρχιτεκτονικής» από εκδόσεις ΠΕΚ αποδεικνύει γιατί.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Οι δεσποινίδες της Αβινιόν ήταν από το Τσανάκ Καλέ

Βιβλίο / Οι δεσποινίδες της Αβινιόν ήταν από το Τσανάκ Καλέ

Τα κεραμικά των Δαρδανελλίων, ο συσχετισμός τους με την ταυτότητα, με το συναίσθημα. Ένα γοητευτικό βιβλίο δείχνει πώς τα «λαϊκά», «αγροτικά» κεραμικά συνδέονται με το κίνημα Arts & Crafts, με τον ιαπωνισμό, με τις διακοσμητικές τέχνες και το ντιζάιν στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ

σχόλια

2 σχόλια
Αναρωτιέμαι αν αναρωτήθηκαν οι ερευνητές γιατί θα έπρεπε κάποιος που παρακολουθεί θέατρο να παρακολουθεί συναυλίες ή να επισκέπτεται μουσεία.Αναρωτιέμαι κατά πόσο μπορεί να συγκριθεί σαν καλλιτέχνης ο Ακριθάκης με τον Πικάσο σε επίπεδο επίδρασης στο ευρύ κοινό άρα και αναγνωρισιμότητας.Αναρωτιέμαι αν έχουν συνειδητοποιήσει μερικοί πως το περιεχόμενο ενός μουσείου δεν ανανεώνεται με τους ρυθμούς που ανανεώνεται το πρόγραμμα ενός θεάτρου.Ό,τι παρουσιάζεται σαν Σύγχρονη (contemporary) Τέχνη, παγκοσμίως, στο συντριπτικό του εύρος, δεν θεωρείται Τέχνη από την πλειονότητα των ατόμων, παρά τις (ευτυχώς) αποτυχημένες προσπάθειες μιας δράκας (δήθεν) ειδικών που προωθούν για οικονομικούς λόγους (διαπλεκόμενους δήθεν) καλλιτέχνες.Και για ακόμη μια φορά κατηγορείται το σχολείο σαν υπεύθυνος για την όποια (κακή- ;-) κατάσταση της επικοινωνίας της …Τέχνης με το ευρύ κοινό.Προφανώς αν ο γονιός διασκεδάζει σε χασαποταβέρνες, προποτζίδικα, καφετερίες, με ρεμπέτικα, Σεφερλή κι Αρκά και δεν διαβάζει ποτέ ούτε εφημερίδα, ενώ το ραδιόφωνο παίζει Cardi B και Drake, το YouTube προβάλλει video της Shakira και της Beyonce, η τηλεόραση δείχνει Πέπα το γουρουνάκι, Messi και Ronaldo, το σχολείο πρέπει να καλλιεργήσει αισθητικά τους απογόνους έτσι ώστε να απολαμβάνουν με την παρέα τους στον ελεύθερο χρόνο τους επισκέψεις σε μουσεία, γκαλερί, Λυρική σκηνή, Όπερα, χοροθέατρα, διαλέξεις γράφοντας ποίηση με το κινητό τους.
Σίγουρα ισχύει αυτό που λες.Ομως, το σοβαρότερο είναι το "σύστημα" έχει κάνει πολύ κόσμο των λαϊκών τάξεων να εσωτερικεύσει την "κατωτερότητά" του και να θεωρεί ότι η τέχνη δεν είναι κάτι που αρμόζει σε αυτόν.Αυτό είχε εξάλλου αποδειχθεί από μια ομάδα Γάλλων κοινωνιολόγων (με επικεφαλής τον Μπουρντιέ αν δεν κάνω λάθος) στην οποία είχε ανατεθεί από την κυβέρνηση να μελετήσει εάν η χορήγηση δωρεάν εισιτηρίων, τα χαμηλότερα εισιτήρια ή και η απολύτως δωρεάν πρόσβαση σε ορισμένες πολιτιστικές δραστηριότητες (όπερα, κλασική μουσική, ποιοτικό θέατρο, κλπ) θα προσέλκυαν περισσότερο λαϊκό κόσμο.