Ντάνιελ Μέντελσον: Ο φιλέλληνας διανοούμενος σε μια χειμαρρώδη συζήτηση με το LIFO.gr

Ντάνιελ Μέντελσον: Ο φιλέλληνας διανοούμενος σε μια χειμαρρώδη συζήτηση με το LIFO.gr Facebook Twitter
Eκείνο που αρχικά με μάγεψε στο ελληνικό δράμα είναι ακριβώς αυτό, ότι η τραγωδία δεν έχει καθόλου συναίσθημα και δέχεται την αλήθεια της ζωής, ότι δηλαδή συμβαίνουν τρομερά πράγματα, και όταν συμβούν, είναι απλώς γκαντεμιά – έτσι είναι η ζωή!
2

Τελευταίο Σαββατοκύριακο του Μαΐου, παραδοσιακά οι Αμερικανοί γιορτάζουν το Memorial Day. Ένα τριήμερο που όλοι φεύγουν στις εξοχές, όπως ακριβώς γίνεται κι εδώ σε κάθε εθνική γιορτή. Συγχρόνως, το Bard College, ένα από τα πιο προοδευτικά ανώτερα ιδρύματα βόρεια της Νέας Υόρκης, δίπλα στον ποταμό Χάντσον, γιόρταζε την τελετή αποφοίτησης και το ετήσιο reunion του. Καθώς έμπαινα στον κεντρικό δρόμο Annandale Road που διασχίζει το campus, αναγνώρισα το τοπίο, καθώς κι εγώ εκεί πέρασα τα νεανικά, φοιτητικά μου χρόνια.

Αρκετά χρόνια μετά, πολλά νέα κτίρια που έχουν προστεθεί μου ήταν τελείως άγνωστα. Αλλά η έντονη φύση έκανε την επιστροφή γλυκιά − ένα παράξενο συναίσθημα, σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα από το μακρινό πια παρελθόν. Δεν ήταν, όμως, μόνο συναισθηματικοί οι λόγοι της επίσκεψής μου. Είχα ραντεβού με έναν από τους καθηγητές του, τον διάσημο συγγραφέα και ελληνιστή, Ντάνιελ Μέντελσον. Ο συγγραφέας των «Χαμένων» και της πρόσφατης συλλογής «Περιμένοντας τους βαρβάρους», μεταφραστής, συν τοις άλλοις, των απάντων του Καβάφη στα αγγλικά, θα με περίμενε στο σπίτι του.

Έφτασα στην ώρα μου, αλλά έλειπε. Ως υπεύθυνος για το τιμητικό Βραβείο των Γραμμάτων της τελετής αποφοίτησης, θα το απένειμε ο ίδιος στον Ρόμπερτ Σίλβερς, εκδότη του «New York Review of Books», στο οποίο δημοσιεύει και ο ίδιος πολλά από τα δοκίμιά του, και χρειάστηκε να κάνει κάποιες τελευταίες εργασίες. Μου δικαιολογήθηκε στο κινητό και μου έκλεισε εκ νέου ραντεβού στο κεντρικό εστιατόριο Kline Commons. Βρέθηκα να του παίρνω συνέντευξη σε ένα από τα τραπέζια όπου χρόνια έτρωγα, πρωί-μεσημέρι-βράδυ. Εκεί, μέσα σε μία ώρα, προσπάθησα να καλύψω κάθε θέμα που το τελευταίο του βιβλίο στα ελληνικά μου είχε κινήσει την περιέργεια. 

— Πώς ξεκίνησαν όλα; Πώς έγινε και «παγιδευτήκατε» σε αυτή την ελληνική περιπέτεια;

Όπως γράφω και σε ένα από τα δοκίμιά μου στη συλλογή μου, διάβαζα ήδη στα 11 ή στα 12 μου τα ιστορικά μυθιστορήματα της Μέρι Ρενό, τα οποία διαδραματίζονται στην αρχαία Ελλάδα, και «κόλλησα» από την πρώτη στιγμή. Όταν ήμουν ακόμα μικρότερος, δεν με ενδιέφερε καθόλου η Ελλάδα και με απασχολούσε αποκλειστικά η αρχαία Αίγυπτος. Είχα εμμονή με την Αίγυπτο! Έμαθα να διαβάζω ιερογλυφικά, κρατούσα ημερολόγιο στα ιερογλυφικά, κατασκεύαζα μάσκες μούμιας, οπότε πίστευα ότι εκεί ανήκα. Αλλά κατά την εφηβεία συνειδητοποίησα ότι με ενδιέφεραν περισσότερο οι Έλληνες, ότι μου ταίριαζαν περισσότερο. Τα μυθιστορήματα της Μέρι Ρενό έπαιξαν τον ρόλο τους σε αυτό. Περιείχαν μια πολύχρωμη αναπόληση της αρχαίας Ελλάδας, αλλά ήταν και όλο αυτό το ιδιαίτερο ερωτικό στοιχείο που παρουσίαζε τις ομοερωτικές σχέσεις των Ελλήνων αντρών εντελώς φανερά και χωρίς καμιά αιδώ. Επειδή μεγάλωνα ως γκέι έφηβος, αυτό είχε μεγάλη σημασία για μένα. Είχα βρει μια εξωτερική συγγένεια με όλα όσα ένιωθα, τη στιγμή που ουδέποτε είχα βρει ανάλογο σημείο επαφής σε οτιδήποτε είχα διαβάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Φαίνεται πως είχε φτάσει η ώρα. Με το που έγινα 13 ή 14, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν η Ελλάδα των κλασικών χρόνων. Έκανα συνεχείς προσπάθειες να μάθω μόνος μου ελληνικά κι έφτιαχνα μοντέλα του Παρθενώνα στο υπόγειο. Ακόμα έχουμε ένα τραπέζι στο σπίτι όπου μεγάλωσα −η μητέρα μου εξακολουθεί να ζει εκεί− και το αποκαλούμε «το τραπέζι της Αθηνάς», καθώς επί χρόνια επεξεργαζόμουν επάνω σε αυτό ένα γιγαντιαίων διαστάσεων αντίγραφο του Παρθενώνα, συγκεκριμένα αναπαράγοντας την Αθηνά Παρθένο. Μέχρι και σήμερα στην οικογένειά μου λέμε «ακούμπησε το δέμα στο τραπέζι της Αθηνάς» και ο κόσμος μας περνάει για τρελούς. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι στην ηλικία των 14 είχα κολλήσει. Έπειτα από αυτό ήμουν αποφασισμένος να μάθω ελληνικά, κάνοντας προσπάθειες ως αυτοδίδακτος, κάτι πολύ δύσκολο για κάποιον που έχει μητρική του γλώσσα τα αγγλικά, γιατί οι κλιτικές γλώσσες είναι πολύ δύσκολες για εμάς. Ωστόσο, βρήκα ένα βιβλιαράκι για να μάθω μόνος μου και το διάβαζα συνεχώς. Κάθε εβδομάδα δανειζόμουν από τη δημόσια βιβλιοθήκη στοίβες βιβλίων σχετικά με την Ελλάδα, την ελληνική αρχιτεκτονική, την ελληνική ιστορία, την ελληνική λογοτεχνία και μυθολογία. Αυτά, όταν ήμουν περίπου 13.

Δεν με ενοχλούν οι διασκευές. Όπως λέω πάντα, καμία κακή διασκευή δεν κατέστρεψε το πρωτότυπο. Αν μια νέα παράσταση αποτύχει, μπορεί και πάλι να σου πει πράγματα. Έχω πάει πολλές φορές στην Επίδαυρο. Με ενδιαφέρει κάθε νέα απόπειρα παράστασης των κλασικών. Θα πέθαιναν αν δεν «παίζαμε» μαζί τους, οπότε το βρίσκω απόλυτα υγιές!

— Αυτά συνέβαιναν στη Νέα Υόρκη;

Όχι, στο Λονγκ Άιλαντ, ένα προάστιο 30 μίλια από τη Νέα Υόρκη. Φοβερά βαρετό! Βασικά, ζούσα μέσα στη βιβλιοθήκη.

— Πάντως, ήταν η κλασική Ελλάδα που σας γοήτευσε, όχι η σύγχρονη ελληνική κουλτούρα…

Αυτό δεν είναι εντελώς αλήθεια! Απέναντί μας έμενε ένας γείτονας που ήταν ελληνικής καταγωγής. Η μητέρα του, η κυρία Αγγελοπούλου, ήταν από την Κρήτη και την εκτιμούσα. Κι εκείνη όμως έκανε πολύ κέφι το ότι ένα αγόρι ενδιαφερόταν για οτιδήποτε ελληνικό. Οπότε, εκείνη προσπαθούσε να μου μάθει νέα ελληνικά κι εγώ προσπαθούσα να της μάθω αρχαία ελληνικά. Ήταν αρκετά αστείο. Ήταν η πιο ηλικιωμένη Ελληνίδα που γνώριζα και προσπαθούσε να μου μάθει νέα ελληνικά! Λοιπόν, όταν έφτασα περίπου 15, βρήκα ένα βιβλίο στη δημοτική βιβλιοθήκη στα νέα ελληνικά, το οποίο πήρα για να αρχίσω να μαθαίνω τη γλώσσα. Η κυρία Αγγελοπούλου επισκεπτόταν τον γιο της, τον γείτονά μας, περίπου κάθε τρεις μήνες. Τότε με προσκαλούσε στο σπίτι της, μου μαγείρευε ελληνικά φαγητά και μου έκανε ελληνικό καφέ, κάτι ιδιαίτερα εξωτικό για τα προάστια, όπου δεν είχαμε καμία ανάλογη κουλτούρα! Μια μέρα, κατάφερα να βρω μια δίγλωσση έκδοση ποιημάτων του Σεφέρη −πρέπει να ήταν η μετάφραση του Έντμουντ Κίλι−, όπως επίσης και έναν δίσκο με απαγγελία ποιημάτων του Σεφέρη. Θυμάμαι που της έδειξα την «Κίχλη» και η αντίδρασή της ήταν πολύ αστεία. Αυτή, μια χωρική από την Κρήτη, να ακούει την «Κίχλη» πρώτη φορά και καθώς δεν καταλάβαινε από ποίηση, της φάνηκε το πιο αστείο πράγμα που είχε ακούσει ποτέ της. Κι εκεί που νόμιζα ότι θα βίωνα μια σημαντική εμπειρία κατανόησης της νεοελληνικής γλώσσας −θυμάμαι πως κάθισα να ακούσω μαζί της το LP και ήθελα να μου εξηγήσει το νόημα των λέξεων−, εκείνη ξεκαρδιζόταν στα γέλια γιατί θεωρούσε ότι ήταν ένα από τα πιο χαζά πράγματα που είχε ακούσει ποτέ.

— Κάτι που μου κάνει εντύπωση στα δοκίμιά σας είναι πώς καταφέρνετε να αναμειγνύετε κλασικά κείμενα με τα σύγχρονα ήθη. Σχεδόν «ακτινογραφείτε» τις προθέσεις ανθρώπων που σχετίζονται είτε με υπερπαραγωγές του Χόλιγουντ είτε με θεατρικές παραστάσεις, σκηνοθέτες και ηθοποιούς που συνήθως αποτυγχάνουν, αναλύοντας και τους λόγους εξαιτίας των οποίων αποτυγχάνουν στη μοντέρνα προσέγγιση των κλασικών έργων. Δεν κριτικάρετε τους στόχους τόσο, όσο τη βαθύτερη και ελλιπή εκ μέρους τους κατανόηση της λογοτεχνίας, της Ιστορίας, της μυθολογίας. Συχνά, μάλιστα, κάνετε αναφορά στο βιογραφικό τους, καλλιτεχνικό ή και κοινωνικό. Αυτό το είδος ανάλυσης δεν είναι καθόλου σύνηθες στον ελληνικό Τύπο.  

Για μένα, η οπτική του κλασικιστή είναι «δεύτερη φύση». Κοίτα, είναι εύκολο να το κάνεις αυτό μέσω της κλασικής γραμματείας, γιατί είναι αυτή που έχει διαμορφώσει τα αρχέτυπα όλης της υπόλοιπης λογοτεχνίας του δυτικού Κανόνα. Κάτι τέτοιο δεν μπορείς να το κάνεις με τον Σαίξπηρ, ίσως ελάχιστα, σε μικρότερο βαθμό. Πολλά πράγματα ξεκινάνε από τον Σαίξπηρ, αλλά όλα ξεκινάνε από τους κλασικούς. Μου αρέσει η σύγκριση που κάνεις με την «ακτινογραφία». Αν διαθέτεις τα σωστά «γυαλιά», μπορείς να δεις τα φαντάσματα πίσω από τα προϊόντα του σύγχρονου πολιτισμού να αντικρίζουν πάντα το αρχετυπο. Είμαι κλασικιστής, είναι ο τρόπος μου να βλέπω τα πράγματα, μου επιτρέπεται να κάνω κάτι τέτοιο, οι περισσότεροι κλασικιστές μπορούμε να το κάνουμε, γιατί διαθέτουμε την απαραίτητη γνώση για κάτι τέτοιο. Αλλά οι περισσότεροι κλασικιστές δεν γράφουν σε mainstream έντυπα όπως εγώ. Με ενδιαφέρουν και οι τηλεοπτικές σειρές και τα μπλοκμπάστερ και επειδή είμαι συγγραφέας του mainstream μπορώ να χρησιμοποιώ αυτές τις «αρχαϊκές ακτίνες x» με έναν τρόπο που δεν ενδιαφέρει τους περισσότερους κλασικιστές.

— Παρ' όλα αυτά, έχει ενδιαφέρον το ότι σας απασχολεί η μαζική κουλτούρα. Κανένας δεν περιμένει από μια ταινία όπως η «Τροία» να αποτελεί σοβαρή μεταφορά της «Ιλιάδας». Το γεγονός ότι ένας εστέτ, όπως εσείς, γράφει για μια χολιγουντιανή υπερπαραγωγή και όχι, επί παραδείγματι, για τον «Οιδίποδα» ή τη «Μήδεια» του Παζολίνι μάς προσφέρει μια αποκαλυπτική ανάλυση του σύγχρονου κινηματογράφου.

Με ενδιαφέρει ο Παζολίνι, αλλά είμαι αρθρογράφος και δέχομαι αναθέσεις κι έτσι γράφω για τα πράγματα που μου ζητάνε. Λέμε ότι τα μπλοκμπάστερ του Χόλιγουντ δεν μπορούν ποτέ να έχουν συνέπεια, αν και η συνέπεια δεν αποτελεί για μένα το πιο ενδιαφέρον κριτήριο. Κι αυτό γιατί η γενικότερη θεωρία σε σχέση με αυτό που κάνω –ό,τι κι αν είναι αυτό που κάνω− είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο διασκευάζουμε τα μοντέλα υψηλού πολιτισμού μάς λέει ελάχιστα για τα ίδια τα μοντέλα. Αντιθέτως, μας λέει πολλά για εμάς τους ίδιους και για τον τρόπο με τον οποίο προβάλλουμε τις επιθυμίες και τις προκαταλήψεις μας έναντι του αρχαίου κόσμου. Αυτό είναι που έχει για μένα ενδιαφέρον. Λόγου χάρη, όπως έγραψα στο δοκίμιό μου για την «Τροία», σε κάποιον βαθμό η αποτυχία της ταινίας, που ξαναείδα πρόσφατα με τους φοιτητές μου που ασχολούνται με την «Ιλιάδα», είναι ότι δεν διαφωτίζει καθόλου τον Όμηρο, παρά κατά έναν αρνητικό τρόπο, συγκριτικά: όπως είπα στους φοιτητές μου, προφανώς εκτιμάς ακόμα περισσότερο τον Όμηρο όταν βλέπεις την ταινία, γιατί η «Τροία» κάνει όλα τα λάθη που δεν κάνει ο Όμηρος. Οπότε, έχει ενδιαφέρον να δούμε τι πιστεύουμε ή, μάλλον, τι πιστεύουν αυτοί που έκαναν αυτήν τη γελοία ταινία. Έχει ενδιαφέρον να δούμε τι πιστεύουν ότι είναι ο Όμηρος. Για να ακριβολογούμε, δεν καταλαβαίνουν τίποτα όσον αφορά τον Όμηρο. Νομίζουν ότι πρόκειται για «μεγάλες στιγμές», όπως η αρπαγή της Ελένης από τον Πάρη και τα χίλια πλοία που σαλπάρουν για την Ασία και άλλα παρόμοια. Όπως έγραψα στο άρθρο μου, νομίζουν ότι το «έπος» έχει να κάνει με την πλοκή, με πολλή δράση. Αλλά δεν κατανοούν τι ακριβώς είναι η πλοκή στον Όμηρο. Στην πραγματικότητα, όπως λέει ο Αριστοτέλης, η δράση στην «Ιλιάδα» είναι πάρα πολύ απλή, ουσιαστικά πρόκειται για μία δράση. Η ταινία περιέχει 325 δράσεις! Οπότε, θεωρώ ότι είναι πάντα χρήσιμο να αντιπαραβάλλεις, ας πούμε, αυτές τις μοντέρνες διασκευές ή αναπαραστάσεις κλασικών μύθων, δραμάτων και επών, γιατί αυτό λέει πολλά σχετικά με το τι πιστεύουμε για το δράμα και μας βοηθάει να φανταστούμε το αυθεντικό με χρησιμότερους και δραστικότερους τρόπους.

Ντάνιελ Μέντελσον: Ο φιλέλληνας διανοούμενος σε μια χειμαρρώδη συζήτηση με το LIFO.gr Facebook Twitter
Eκείνο που αρχικά με μάγεψε στο ελληνικό δράμα είναι ακριβώς αυτό, ότι η τραγωδία δεν έχει καθόλου συναίσθημα και δέχεται την αλήθεια της ζωής, ότι δηλαδή συμβαίνουν τρομερά πράγματα, και όταν συμβούν, είναι απλώς γκαντεμιά – έτσι είναι η ζωή!

— Κι ας μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι μαθαίνουν τον Όμηρο μέσω του Χόλυγουντ…

Γι’ αυτό και είναι σημαντικό αυτό που κάνω. Επειδή, δυστυχώς, οι περισσότεροι νομίζουν ότι γνωρίζουν την «Ιλιάδα» μέσω του Μπραντ Πιτ. Καθώς γράφω σε ένα λίγο-πολύ δημοφιλές ή, τέλος πάντων, όχι ακαδημαϊκό έντυπο, μπορώ να διαφωτίσω τον κόσμο ως προς το ποιες είναι οι διαφορές και να τους κινήσω ίσως την περιέργεια για τον λόγο που το αυθεντικό είναι τόσο ενδιαφέρον και πολύτιμο. Στην ελληνική έκδοση δεν συμπεριέλαβα πολλά από τα κομμάτια που έγραψα σχετικά με τους κλασικούς, άρθρα για τον Θουκυδίδη, τον Ηρόδοτο και τον Ευριπίδη από το «New Yorker», γιατί ακριβώς δεν χρειαζόταν να διδάξω στους Έλληνες τον Θουκυδίδη, τον Ηρόδοτο και τον Ευριπίδη! Ένα άλλο πράγμα που πάντοτε θέλω να υπογραμμίζω είναι ότι όταν είσαι κλασικιστής, σε ενδιαφέρει αναγκαστικά η ποπ κουλτούρα. Νομίζεις ότι ο Αριστοφάνης δεν είναι ποπ κουλτούρα; Όλα αυτά περί υψηλής-χαμηλής κουλτούρας είναι κατά κάποιον τρόπο γελοία, αφού ως κλασικιστές ερχόμαστε άμεσα σε επαφή με την ποπ κουλτούρα – πρόκειται, ωστόσο, για την αρχαία ποπ κουλτούρα. Τι απίστευτος σνομπισμός! Αν είναι αρχαία, είναι οk, αλλά αν ασχολείσαι με τη σύγχρονη ποπ κουλτούρα, όλοι σου λένε ότι σπαταλάς τον χρόνο σου.

— Και να σκεφτεί κανείς ότι το θέατρο στην αρχαία Ελλάδα ήταν τρομερά δημοφιλές.

Ναι, όλοι πήγαιναν στο θέατρο. Ήξεραν όλα τα έργα και αποστήθιζαν τα χορικά του Ευριπίδη. Ήταν φοβερά δημοφιλή έργα και τα παρακολουθούσαν οι πάντες. Γι’ αυτό αντιστέκομαι σφόδρα στη λογική του τύπου «αν είσαι κλασικιστής, επικεντρώνεσαι μόνο στο, ας το πούμε, υψηλό». Γιατί το να παρακολουθώ τηλεόραση είναι κάτι που δεν έχει ενδιαφέρον;

— Συγκρίνετε τη σύγχρονη Αμερική με την Αθηναϊκή Δημοκρατία. Δεν θα ήταν ακριβέστερο να συγκρίνετε τις ΗΠΑ με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία;

Πιθανόν να είναι πιο ακριβής αναλογία, αλλά αυτό που σου δείχνει η Ιστορία της Αθήνας είναι πώς μια λαοφιλής δημοκρατία ξεπέφτει. Κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα, καθώς η ψήφος παραχωρούνταν σταδιακά στα κατώτερα στρώματα, η δημοκρατία γινόταν όλο και περισσότερο δημοφιλής, αλλά σταδιακά ξεκίνησε ο εκφυλισμός των δημοκρατικών θεσμών, εξαιτίας των δημαγωγών, του πολέμου, του φόβου και όλων των γνωστών αιτιών. Αλλά αυτήν τη στιγμή, σε αυτήν τη χώρα ειδικά, οι κλασικιστές θα πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή, καθώς παρατηρούμε την άνοδο ενός αυθεντικού δημαγωγού, ενός τύπου σαν τον Κλέωνα. Από αυτά τα παραδείγματα η αθηναϊκή Ιστορία διαθέτει πολλά. Θα πρέπει να καταδείξουμε ότι οι άνθρωποι υποκύπτουν στη γοητεία των δημαγωγών που είναι πολύ καλοί ρήτορες αλλά και πολύ επικίνδυνοι πολιτικοί. Κοίτα, δεν λέω ότι οι παραλληλισμοί που κάνω είναι τέλειοι, αλλά είναι χρήσιμοι − ορισμένες φορές! Εγώ είμαι εκείνος που πέρσι δημοσίευσα στο «New Yorker» ένα άρθρο στο οποίο διατεινόμουν ότι δεν πρέπει να αναφερόμαστε στον Θουκυδίδη, όταν οι πάντες έγραφαν άρθρα με τα οποία συνέκριναν την ελληνική κρίση και τη Γερμανία με τον διάλογο Αθηναίων-Μηλίων από τον Θουκυδίδη. Έλεγα ότι ήταν το λάθος πρότυπο − μάλιστα υποστήριξα ότι η βυζαντινή Ιστορία είναι στην πραγματικότητα εκείνη που μας προσφέρει πολύ καλύτερα παραδείγματα. Αναφέρθηκα και στα ποιήματα του Καβάφη για τον Ιωάννη Κατακουζηνό, θα έλεγα μάλιστα ότι ο Καβάφης είναι σήμερα ένα πολύ πιο χρήσιμο πρόσωπο από τον Θουκυδίδη. Ναι, κάποιες φορές η Αθήνα αποτελεί ένα καλό παράδειγμα. Οι ΗΠΑ έχουν μιλήσει πολλές φορές κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα για τους «συμμάχους» τους, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποιος είχε το πάνω χέρι. Παρομοίως, η Αθήνα προσποιούνταν ότι υπήρχε η Συμμαχία της Δήλου, αλλά δεν υπήρχε απόλυτη ισότητα ανάμεσα στα μέλη της, όπως ξέρουμε. Οπότε, ακόμα και η ρητορική περί συνεργασίας ως κάλυψη μιας τρόπον τινά κυριαρχίας είναι κάτι του οποίου παράδειγμα βρίσκουμε στην Ιστορία της Αθήνας.

Οι Politically Correct θέλουν έναν κόσμο που να είναι υπερπροστατευμένος. Πρόκειται για έναν εντελώς μη ενήλικο τρόπο να βλέπεις τον κόσμο. Είναι όπως τα μωρά, που τοποθετούμε γύρω τους μαξιλαράκια για να τα προστατεύουν. Αλλά πρόκειται για νεαρούς ενήλικες! Αυτό που συνέβη στο Γέιλ, όπου λογόκριναν τη λέξη «master» για τους καθηγητές, γιατί ήταν κάτι αφόρητο για κάποιους φοιτητές, είναι μια τρέλα!

— Όσες μέρες βρίσκομαι εδώ, μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση η απόλυτη εξάρτηση όλων από τα κινητά και τις εφαρμογές τους. Θυμάμαι τη δεκαετία του ’80 όλη εκείνη τη συζήτηση περί του αν ο Όργουελ είχε προβλέψει ή όχι σωστά στο «1984» τη σύγχρονη κοινωνία και 30 χρόνια μετά μοιάζει να δικαιώνεται σε κάποιον βαθμό λόγω του Ίντερνετ – τουλάχιστον στο επίπεδο της εμπορικής του διάστασης και της κοινωνικής δικτύωσης.

Μόλις τελείωσα ένα άρθρο πάνω στην ιδιότητα του πολίτη και πώς αυτή βάλλεται από τα τηλέφωνα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.λπ. Εξηγώ, μάλιστα, πώς η αγγλική λέξη idiot (ανόητος) προέρχεται από την ελληνική «ιδιώτης», ένα άτομο που πάντα ιδιωτεύει και λειτουργεί ιδιωτικά, ακόμα και δημοσίως. Αυτό κάνουμε όλοι πια. Ο καθένας μας περιτριγυρίζεται από ένα προσωπικό σύννεφο κι αυτό έχει τεράστιες πολιτικές περιπλοκές, ιδιαίτερα ανησυχητικές. Οπότε, ναι, με ενδιαφέρει πάρα πολύ η τεχνολογία και γράφω και για θέματα που σχετίζονται με αυτήν. Αυτό μου το ενδιαφέρον έχει και καλλιτεχνικές προεκτάσεις. Κάτι που με ενδιαφέρει σε σχέση με τον κινηματογράφο αυτό τον καιρό είναι με ποιον τρόπο η επιτήδευσή του διαθέτει τα εργαλεία ώστε να δημιουργεί ρεαλιστικές εικόνες που μπορούν να εξελιχθούν σε ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο, τρόπον τινά, πολιτικό όργανο. Μου έρχεται στον νου η ταινία «JFK» του Όλιβερ Στόουν σχετικά με τη δολοφονία του Κένεντι, η οποία γυρίστηκε με ένα ψευδο-ντοκιμαντερίστικο στυλ. Πολύς κόσμος είδε την ταινία και πίστεψε ότι ήταν αλήθεια, ότι επρόκειτο πράγματι για ντοκιμαντέρ! Γι’ αυτό, λοιπόν, με ενδιαφέρει ιδιαίτερα με ποιον τρόπο η τεχνολογική εξιδανίκευση εγείρει κάποια πλατωνικά ερωτήματα όσον αφορά τη σχέση πραγματικότητας και εικόνας. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που με απασχολεί αρκετά συχνά. Εξαπατώμαστε από κάποιες σαγηνευτικές εικόνες, τις διαφημίσεις, τις ταινίες και την τηλεόραση, που πιστεύω πως θολώνουν την ικανότητά μας να δούμε ποια είναι η πραγματικότητα. Η λέξη «πραγματικότητα» επανέρχεται και μας στοιχειώνει. Πάρε για παράδειγμα το Ίντερνετ, που είναι επίσης τεράστιο. Για πρώτη φορά έχουμε μια τεχνολογία δημόσιου χαρακτήρα, όπου όποιος θέλει δημοσιεύει κάτι. Δεν υπάρχει φιλτράρισμα, δεν υπάρχει αρχισυνταξία ή κάποιος να ελέγξει τα στοιχεία που δημοσιεύονται. Σε ένα ποσοστό νομίζω ότι ο Τραμπ δεν θα μπορούσε να υπάρχει, αν δεν υπήρχε το Ίντερνετ. Γιατί το Ίντερνετ προάγει ένα είδος ελεύθερης διακίνησης παράνοιας που σχετίζεται με οποιαδήποτε πηγή εξουσίας. Κατά κάποιον τρόπο, η πραγματικότητα έχει καταστεί σχετική. Νομίζω ότι τα τελευταία 25 χρόνια οι άνθρωποι είναι πιθανότερο να πουν «προτιμώ τη δική μου εκδοχή από την πραγματικότητα». Είναι κάτι που μπορούμε να κάνουμε σήμερα. Διαθέτουμε τα προφίλ μας στο Facebook, όπου βλέπουμε μόνο αυτά που θέλουμε να δούμε, τους ανθρώπους, τις νέες ιστορίες. Χάρη στην κουλτούρα του Ίντερνετ, η επιλεκτική πραγματικότητα είναι γεγονός. Και αυτό είναι κάτι που θεωρώ επικίνδυνο, αφού έτσι γίνεται ακόμα δυσκολότερο για εμάς να αγκαλιάσουμε την «πραγματική πραγματικότητα» και να βιώσουμε ένα είδος συντροφικής παρουσίας εκ μέρους των άλλων ανθρώπων που δεν έχουν επιλεγεί από εμάς. Με ανησυχεί η ιδέα της δημιουργίας μιας «φυσικής» κοινότητας, της «Αγοράς». Η Αγορά του Ίντερνετ δεν είναι πραγματική γιατί απαρτίζεται από ανθρώπους τους οποίους εγώ επιλέγω, τις ειδήσεις που εγώ διαλέγω, τη μουσική που εγώ θέλω να ακούσω και «μπλοκάρω» οποιονδήποτε δεν με ενδιαφέρει. Αυτό εμένα μου φαίνεται αδιανόητο. Γιατί όσο περισσότερο αφήνουμε εκτός οτιδήποτε δεν μας αφορά, τόσο λιγότερο έχουμε τη δυνατότητα να φανταστούμε κάτι αυθεντικά διαφορετικό. Κι αυτό δεν μπορεί παρά να έχει κακές προεκτάσεις σε πολιτικό επίπεδο. Και αν το διαφορετικό είναι η αλήθεια, τότε την έχεις πατήσει, αφού είναι πιθανό να αγνοείς τα γεγονότα. Πολλοί αδιαφορούν για τα γεγονότα. Θεωρούν ότι η επιστήμη, η Ιστορία, οι σπουδές, είναι απλώς εργαλεία που έχουν στόχο να τους καταπιέσουν. Υπάρχει ένα είδος απαξιωτικού αντανακλαστικού απέναντι στην εξουσία που πλανάται στην ατμόσφαιρα κι αυτό το βρίσκω απειλητικό. Οπότε, πιστεύω ότι η τεχνολογική εξέλιξη που έχει σημειώσει η παλιότερη γενιά έχει μετατρέψει σε πρόβλημα κι έχει θολώσει τα όρια μεταξύ της «πραγματικής πραγματικότητας» και της σολιψιστικής ψευδούς πραγματικότητας που μας μετατρέπει σε «ιδιώτες» (ανόητους/idiots) με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Κυκλοφορούμε περιβαλλόμενοι από τη δική μας προσωπική ζωή. Περπατάς στον δρόμο, αλλά περπατάς όντως στον δρόμο; Όχι. Κοιτάζεις τα μέιλ σου, ακούς τη μουσική σου, τσατάρεις με τους φίλους σου, τσεκάρεις τα quotes σου, δεν ακούς καν την κίνηση του δρόμου, στην πραγματικότητα δεν βρίσκεσαι μέσα στην πόλη. Αυτό είναι «ιδιωτεία».

— Να αναφερθούμε και στην κυριαρχία του «politically correct», ενός άλλου επικίνδυνου χαρακτηριστικού της εποχής μας;

Λοιπόν, αυτό σχετίζεται με όσα λέω, γιατί οι άνθρωποι είναι αδύνατον, ή τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονται, να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε μορφή ενόχλησης, κάτι που είναι γελοίο. Αυτό είναι η ζωή. Εκείνο που αρχικά με μάγεψε στο ελληνικό δράμα –γιατί αυτή είναι η ειδικότητά μου ως κλασικιστή− είναι ακριβώς αυτό, ότι η τραγωδία δεν έχει καθόλου συναίσθημα και δέχεται την αλήθεια της ζωής, ότι δηλαδή συμβαίνουν τρομερά πράγματα, και όταν συμβούν, είναι απλώς γκαντεμιά – έτσι είναι η ζωή! Μπορεί να είναι όλα τέλεια και κάτι τρομερό να πέσει επάνω σου και να πρέπει να το αντιμετωπίσεις. Η τραγωδία αφορά τον τρόπο που αντιμετωπίζεις την καταστροφή. Το πώς αντιμετωπίζει κάποιος την κρίση, τεστάρει τον χαρακτήρα του. Αλλά σήμερα δεν μπορούμε να ανεχτούμε καμία ενόχληση, δεν μπορούμε να δεχτούμε την πιθανότητα μιας καταστροφής και την κακή τύχη. Όλα είναι θύματα και θύτες, λες και δεν υπάρχει καθόλου τυχαιότητα στο σύμπαν – πρόκειται για μια παιδιάστικη αντιμετώπιση της ζωής, νομίζω. Και είναι ξεκάθαρο ότι το φαινόμενο του «politically correct» είναι εκτός ελέγχου. Όπως και όσα συμβαίνουν στα αμερικανικά πανεπιστήμια, όπου τα παιδιά δεν μπορούν να ακούνε κάποιες λέξεις, υπάρχουν κάποια λογοτεχνικά κείμενα που η ανάγνωσή τους παραείναι οδυνηρή γι’ αυτά. Όλη αυτή η κατάσταση είναι, κατά την άποψή μου, απίστευτη και βαθιά αντι- λογοτεχνική.

 

— Σε ένα αποστειρωμένο σύμπαν.

Θέλουν έναν κόσμο που να είναι υπερπροστατευμένος. Πρόκειται για έναν εντελώς μη ενήλικο τρόπο να βλέπεις τον κόσμο. Είναι όπως τα μωρά, που τοποθετούμε γύρω τους μαξιλαράκια για να τα προστατεύουν. Αλλά πρόκειται για νεαρούς ενήλικες! Αυτό που συνέβη στο Γέιλ, όπου λογόκριναν τη λέξη «master» για τους καθηγητές, γιατί ήταν κάτι αφόρητο για κάποιους φοιτητές, είναι μια τρέλα! Γελάμε, αλλά απολύθηκαν καθηγητές επειδή είπαν τις λάθος λέξεις. Νομίζω πως είναι τρέλα και όλα αυτά συνδέονται μεταξύ τους.

— Η λατρεία σας για τον Καβάφη περιέχει μια αντίφαση, το γεγονός ότι συγχρόνως θαυμάζετε την αρχαιοελληνική δόξα, ενώ εκείνος μαγνητίζεται από την ελληνιστική περίοδο και οτιδήποτε έχει να κάνει με παρακμή.

Σωστά. Ο Καβάφης ήταν μπροστά από την εποχή του γιατί εκτιμούσε την ελληνιστική περίοδο, την ύστερη αρχαιότητα και το Βυζάντιο, των οποίων ζούμε τώρα την αναγέννηση στους ακαδημαϊκούς κύκλους, ενώ στην εποχή του, τον 19ο αι., δεν ενδιαφερόντουσαν και τόσο γι’ αυτά. Έδιναν μεγαλύτερη σημασία στη «δόξα της αρχαίας Ελλάδας». Κοίτα, μπορεί κανείς να ενδιαφέρεται για περισσότερα από ένα πράγματα. Όταν χρειάστηκε να σχολιάσω τα ποιήματά του, έπρεπε να μελετήσω κάποιες περιόδους στις οποίες δεν ήμουν ειδήμων, όπως η ύστερη αρχαιότητα και το Βυζάντιο, κι αυτό ήταν σπουδαία εμπειρία. Αυτό που νιώθω να με συνδέει με τον Καβάφη είναι η αίσθηση του παρελθόντος, όταν κατά έναν τρόπο είναι παρόν στη ζωή κάποιου. Αυτό δεν είναι καθόλου αμερικανικός τρόπος σκέψης, γιατί, όπως καταλαβαίνεις, είμαστε ένας πολιτισμός που έχει τη φαντασίωση ότι το παρελθόν μπορεί να εξαλειφθεί, ότι μπορείς πάντα να επανεφευρίσκεις τον εαυτό σου και να ξεφεύγεις από το παρελθόν. Και αυτό ήταν φυσικό, αφού αυτή η χώρα δημιουργήθηκε από ανθρώπους που είχαν ξεφύγει από το παρελθόν, από την Ευρώπη, την Ασία, από απολυταρχικά καθεστώτα, προγκρόμ και τη φτώχεια. Αλλά για μένα ο τρόπος που ο Καβάφης παρατηρεί τη ζωή είναι καλύτερος. Στη δική μου σκέψη, η συνείδηση του ιστορικού παρελθόντος αλλά και του προσωπικού είναι αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει τον Καβάφη. Συνήθως διαχωρίζουν τα «ερωτικά» από τα «ιστορικά» ποιήματά του, αλλά εν τέλει όλα έχουν να κάνουν με το ίδιο πράγμα, όσο με αφορά. Αυτό το διάστημα γράφω ένα άρθρο σχετικά με όλα τα φαντάσματα ή τις οπτασίες που επανέρχονται στα ποιήματά του, στο «Απ’ τες εννιά», στο «Καισαρίων» και άλλα. Είναι ενδιαφέρουσα η αλληγορική του χρήση, ένας ιδιαίτερα χρήσιμος συμβολισμός για να αντιμετωπίσεις το παρελθόν − βρίσκεσαι μόνος στο δωμάτιό σου και βλέπεις τον Καισαρίωνα ή κάποιον από το παρελθόν. Νιώθω ότι αυτό είναι κάτι που με συνδέει πολύ δυνατά με τον Καβάφη.

 

— Υπάρχει σύγχρονη Αλεξάνδρεια;

Αυτό που έχει ενδιαφέρον με την Αλεξάνδρεια είναι ότι δεν αναπτύχθηκε «οργανικά» αλλά δημιουργήθηκε έπειτα από την υπόδειξη ενός βασιλιά. Είπε «θα χτίσουμε εδώ μια πόλη». Η Ουάσινγκτον δημιουργήθηκε με παρόμοιο τρόπο, αλλά δεν έχει κουλτούρα. Είναι μια βαρετή, νεκρή, σοβαροφανής πόλη, χωρίς πραγματική κουλτούρα, οπότε δεν μπορούμε να τη συγκρίνουμε πραγματικά με την Αλεξάνδρεια. Αλλά αυτό είναι το ενδιαφέρον με την Αλεξάνδρεια, ότι είναι συγκεκριμένη, κάτι που επίσης κατάλαβε ο Καβάφης. Η πολυπολιτισμικότητά της, η κουλτούρα του πλούτου, τα φαντάσματα. Δεν μπορείς να φανταστείς άλλη πόλη όπου θα μπορούσε να έχει ζήσει ο Καβάφης.

— Έχετε επισκεφτεί το Μουσείο Καβάφη στην Αλεξάνδρεια;

Όχι, δεν έχω καν επισκεφτεί την Αλεξάνδρεια. Είναι από εκείνα τα μέρη που φοβάμαι ότι δεν θα είναι τόσο καλά όσο θα ήθελα να είναι.

— Στο δοκίμιό σας για την «Άλκηστη» του Τεντ Χιουζ θέτετε το θέμα της αναβίωσης της τραγωδίας στη σύγχρονη εποχή. Τα τελευταία χρόνια, στο ελληνικό θέατρο γίνονται τολμηροί πειραματισμοί, ενίοτε όχι ιδιαίτερα πετυχημένοι. Έχετε δει ελληνικές παραστάσεις που θα θέλατε να σχολιάσετε;

Δεν με ενοχλούν οι διασκευές. Όπως λέω πάντα, καμία κακή διασκευή δεν κατέστρεψε το πρωτότυπο. Αν μια νέα παράσταση αποτύχει, μπορεί και πάλι να σου πει πράγματα. Έχω πάει πολλές φορές στην Επίδαυρο. Με ενδιαφέρει κάθε νέα απόπειρα παράστασης των κλασικών. Θα πέθαιναν αν δεν «παίζαμε» μαζί τους, οπότε το βρίσκω απόλυτα υγιές! Αν κάθε παράσταση της «Αντιγόνης» ήταν μια «στρέιτ», συντηρητική παράσταση, με τις γυναίκες να φοράνε χιτώνες από βαμβάκι και κάποιον να παίζει φλογέρα, θα ήταν βαρετή! Είναι σημαντικό οι καλλιτέχνες να συνεχίσουν να πειραματίζονται.

— Θυμάστε κάποια παράσταση που να εκτιμήσατε ιδιαίτερα;

Υπάρχουν αρκετές παραστάσεις που με εντυπωσίασαν μέσα στα χρόνια και θυμάμαι μια εκπληκτική «Ιφιγένεια εν Ταύροις», όπου την Ιφιγένεια την ερμήνευε μια δωδεκάδα νεαρών γυναικών − εξαιρετική ιδέα να παρουσιάσεις τον πνευματικό της θρυμματισμό. Δυστυχώς, είχα δει και την προσπάθεια της Αλίκης Βουγιουκλάκη να ερμηνεύσει την Αντιγόνη, όταν έκανα ακόμη το μεταπτυχιακό μου. Πάντως, είχε κάτι το ανδρείο η απόπειρά της − άλλωστε είναι σαν κληρονομιά τα κλασικά έργα, κάθε ηθοποιός πρέπει να κάνει τραγωδία. Αυτήν τη στιγμή θα ευχόμουν ο ευφυής Δημήτρης Παπαϊωάννου να έκανε τραγωδία. Η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών μού πήρε εντελώς τα μυαλά! Ήταν από τα ωραιότερα πράγματα που έχω δει ποτέ μου. Η εικαστική του φαντασία είναι μοναδική κι αυτό χρειάζεται η αρχαία τραγωδία. Μην ξεχνάμε ότι η τραγωδία είναι θέαμα. Υπήρχε κι αυτός ο σπουδαίος Ιάπωνας σκηνοθέτης, ο Σουζούκι, που έκανε υπέροχα πράγματα, γιατί υπάρχει υπόγειος διάλογος μεταξύ του ελληνικού και του ιαπωνικού θεάτρου, τόσο σε επίπεδο υψηλού στυλιζαρίσματος όσο και καλλιτεχνικότητας. Εκεί βρίσκεται η δύναμή του.

 

—Έχει τρομερό ενδιαφέρον το ότι βρίσκετε στοιχεία τραγωδίας μέσα σε ένα κινηματογραφικό έργο, το «Brokeback Mountain». Πιστεύετε ότι η τραγωδία επιβιώνει μέσα από τη μοντέρνα λογοτεχνία και το σινεμά;

Αυτό που μου αρέσει στο «Brokeback Mountain» είναι ακριβώς ό,τι θαυμάζω και στην τραγωδία, το ότι δεν έχει καθόλου συναίσθημα. Η συνείδηση ότι οι πράξεις έχουν συνέπειες που συχνά κανένας δεν έχει προβλέψει είναι βασική αρχή στην τραγωδία. Η τραγωδία είναι μια μελέτη των συνεπειών. Όπως γνωρίζουμε, σε πολλές τραγωδίες οι πράξεις έχουν συντελεστεί στο παρελθόν, π.χ. όπως όταν υπάρχει μια κατάρα ή μια προφητεία. Αυτό είναι που μου αρέσει σχετικά με το «Brokeback Mountain», ότι ήταν τόσο σκληρό και βάναυσο. Έδειχνε χαρακτήρα και μοίρα να διασταυρώνονται. Αυτοί οι άντρες ήθελαν να ζήσουν τη ζωή τους, αλλά δεν μπορούσαν. Αυτό μου έκανε πολύ ελληνικό, δεν είχε συναίσθημα. Ο άντρας έπρεπε να πεθάνει. Κι αυτό μου φάνηκε πάρα πολύ αναζωογονητικό γιατί στην Αμερική τα θέλουμε όλα με χάπι-εντ, που είναι το αντίθετο από την ελληνική τραγωδία. Στην Αμερική υπάρχει πάντα εξήγηση, όλα πρέπει να «κουμπώσουν». Όλα είναι ψεύτικα. Αυτό που μου αρέσει στη συγκεκριμένη ταινία είναι η σκληρότητά της. Κατανοείς ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει το δικό τους, ότι παρόλο που η αγάπη είναι αληθινή, δεν μπορεί να τους σώσει. Είχε να κάνει με το ποιοι ήταν και πού ζούσαν. Η τραγωδία είναι σαν τα μαθηματικά, σαν μια εξίσωση, και οι συντελεστές της ταινίας το κατάλαβαν.

— Ξέρετε, φαντάζομαι ότι η ομοφυλοφιλία στη Μεσόγειο και στην Ανατολή επιβίωνε πάντα κεκαλυμμένα, κρυφά, περίπου όπως στην ταινία. Ποια είναι η σχέση σας με τον γκέι ακτιβισμό;

Είμαι υπέρ του γκέι γάμου. Δεν υπάρχει κανένα λογικό επιχείρημα εναντίον του. Τα μόνα επιχειρήματα κατά του να παντρεύονται τα γκέι ζευγάρια είναι θρησκευτικά, οπότε είναι παράλογα.

— Για να επιστρέψω στην τραγωδία, αναγνωρίζετε στοιχεία της στον σύγχρονο κινηματογράφο;

Αυτό είναι ενδιαφέρον θέμα για δοκίμιο. Το λαϊκό σινεμά αποφεύγει την αυθεντική τραγωδία, γιατί δεν μπορούν να την αντέξουν οι άνθρωποι. Αυτός που έχει ενδιαφέρον είναι ο Μίκαελ Χάνεκε, του οποίου τη δουλειά βρίσκω ελκυστική, καθώς και αυτή διαθέτει σκληρότητα, καθόλου συναίσθημα. Υπάρχουν ενδιαφέροντες σκηνοθέτες.

— Αφιερώσατε ολόκληρο δοκίμιό σας στον Αλμοδόβαρ, που ξεκίνησε κάνοντας εύπεπτο σινεμά κι έχει καταλήξει σε διανοούμενο δημιουργό.

Μου αρέσουν οι ταινίες του. Γράφω συχνά για την καμπύλη μιας καριέρας. Μην ξεχνάς, επίσης, ότι γράφω για τον Ευριπίδη, ο οποίος, όπως γνωρίζεις, ασχολήθηκε με τα γυναικεία πάθη. Είμαι σίγουρος ότι αυτός είναι ο λόγος που με ενδιαφέρουν ο Αλμοδόβαρ και ο Τενεσί Ουίλιαμς. Και οι δυο ενδιαφέρονται για τα γυναικεία πάθη ή το «πάθος». Οπότε, με ενδιέφερε να ασχοληθώ και με τον Αλμοδόβαρ. Πάντα, όμως, βρίσκω ενδιαφέρον στο να μιλάω για την καμπύλη της καριέρας κάποιου, όπως έγραψα και για το «Avatar», το οποίο για μένα αποτελεί την καμπύλη της καριέρας του Τζέιμς Κάμερον και τον φυσικό τερματισμό των ενδιαφερόντων του. Όλα έχουν μια λογική, όπως και το ανθρώπινο μυαλό. Οπότε, αν δεις τα πάντα, βλέπεις να σχηματίζεται ένα μοτίβο. Στον Αλμοδόβαρ βρίσκω ενδιαφέρον το ότι καθώς γερνάει γίνεται όλο και πιο βαθύς.

— Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι για την Ελλάδα;

Επαναλαμβάνω πάντα την ίδια ιστορία. Θυμάμαι την πρώτη φορά που ήρθα, στα 28 μου. Ήταν η εποχή που έκανα το διδακτορικό μου και δημιούργησα μεγάλο σκάνδαλο στο Πρίνστον, όπου σπούδαζα. Βρήκαμε χρηματοδότηση από έναν εύπορο απόφοιτό του για να κάνουμε το ταξίδι και όταν φτάσαμε στην Αθήνα, την αγάπησα από την πρώτη στιγμή που βγήκα από το αεροπλάνο. Μου έλεγαν: «Είναι βρόμικη, έχει θόρυβο, φύγε και πήγαινε στα νησιά». Εγώ τους απαντούσα: «Με δουλεύετε;». Τη λάτρευα την Αθήνα. Για μένα υπάρχει κάτι βαθύτερο συναισθηματικά και δεν έχει να κάνει με τις κλασικές σπουδές. Να τι συνέβη: γνώρισα κάποιους Έλληνες, έτσι αγάπησα τους Έλληνες και ήθελα να μάθω νέα ελληνικά. Μέχρι να τελειώσει το ταξίδι, είχα μάθει απ’ έξω Ελύτη, τα μικρά του ποιήματα από τα «Ρω του έρωτα». Αλλά οι διοργανωτές της εκδρομής δεν ενδιαφερόντουσαν για οτιδήποτε σύγχρονο, οτιδήποτε δεν ήταν αρχαίο. Καθημερινά ακολουθούσαμε το πρόγραμμα της Αμερικανικής Σχολής στην οδό Σουηδίας. Ξυπνούσαμε στις 5 για να δούμε τους κυψελωτούς τάφους των Μυκηνών, πετάξαμε στη Θεσσαλονίκη για να πάμε στην Πέλλα, στους Μακεδονικούς Τάφους, και επειδή υπήρχαν τόσο όμορφα βυζαντινά μνημεία, είπα στον ξεναγό: «Δεν θα μπορούσαμε να δούμε τις εκκλησίες;». Μου απάντησε: «Όχι, δεν μπορείς». Οπότε, όταν επιστρέψαμε κι έπρεπε να γράψουμε μια επιστολή στον άνθρωπο που μας έδωσε τα χρήματα για να κάνουμε το ταξίδι και να μιλήσουμε για την εμπειρία, έστειλα ένα δηκτικό γράμμα με το οποίο απέρριπτα ολόκληρο το πρόγραμμα. Διαμαρτυρήθηκα για το γεγονός ότι δεν μας επετράπη να ασχοληθούμε με οτιδήποτε πέραν της ελληνιστικής περιόδου. Έγραψα: «Μας στείλατε στην Ελλάδα επειδή αγαπάτε τη χώρα. Μη δίνετε τα χρήματά σας σε φοιτητές που θέλουν να ταξιδέψουν στην Ελλάδα, παρά μόνο εφόσον πρόκειται να δουν όλη την Ελλάδα, όχι μόνο τους νεκρούς». Θυμάμαι εκείνη την πρώτη φορά που σκεφτόμουν: «Γιατί να πρέπει να δω ακόμα έναν τάφο-κυψέλη; Γιατί να μην πάω να πιω έναν φραπέ στο Κολωνάκι;». Εκείνο το καλοκαίρι άρχισα να μαθαίνω μόνος μου νέα ελληνικά, ώστε να μπορέσω να ξανάρθω. Κι αυτό έκανα.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 11.6.2016

Βιβλίο
2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ντον Ντελίλο: «Άνθρωπος σε πτώση»

Το πίσω ράφι / «Άνθρωπος σε πτώση»: Το ρεαλιστικό έργο ενός από τους σπουδαιότερους εξερευνητές της μοντέρνας εποχής

Ο πολυβραβευμένος Ντον Ντελίλο γράφει για την ανάγκη των ανθρώπων να ανήκουν κάπου και να επικοινωνήσουν, όταν εισπράττουν από την Ιστορία οδύνη, απώλειες και χιλιάδες ερωτηματικά.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Αντώνης Καραμπατζός: Με έλκει ο μυθιστορηματικός κόσμος του Καραγάτση

The Book Lovers / Αντώνης Καραμπατζός: «Με έλκει ο μυθιστορηματικός κόσμος του Καραγάτση»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον καθηγητή Αστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αντώνη Καραμπατζό για το πώς το έργο του Τζότζεφ Κόνραντ, του Φίλιπ Ρόθ ή η ποίηση του Κ.Π. Καβάφη ανοίγουν δρόμους στο συναίσθημα, στις ανθρώπινες σχέσεις και στην ιστορία.
THE LIFO TEAM
Ο θάνατος τής πήγαινε πολύ

Βιβλίο / Κάντι Ντάρλινγκ: Η συγκινητική ιστορία του τρανς ειδώλου και μούσας του Άντι Γουόρχολ

Η Κάντι Ντάρλινγκ προκαλούσε ανέκαθεν συμπάθεια και θαυμασμό, όχι τόσο για τα επιτεύγματά της στη σκηνή και τη μεγάλη οθόνη, όσο για την ομορφιά και την εύθραυστη αύρα της.
THE LIFO TEAM
Η Gen Z αγαπάει τη γιαγιά που πλέκει στο πανηγύρι του χωριού

The Happy Reader / Η Gen Z αγαπάει τη γιαγιά που πλέκει στο πανηγύρι του χωριού

Η Γενιά Ζ γράφει και διαβάζει, καταρρίπτοντας τα στερεότυπα. Βιογραφίες, ταξιδιωτικοί οδηγοί και υγεία οδηγούν τους Ευρωπαίους στα βιβλιοπωλεία. Οι γιοι του Μάρκες, Ροδρίγκο και Γκονζάλες, απολογούνται για το δικαίωμά τους στο έργο του πατέρα τους. Εκδοτικό γεγονός, η μετάφραση του πρώτου μυθιστορήματος του Τζέιμς Μπόλντουιν.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
«Teatro Grottesco»: Η γοτθική σκηνή της ζοφερής απελπισίας

Βιβλίο / «Teatro Grottesco»: Mια συλλογή σκοτεινών διηγημάτων από έναν μετρ του τρόμου

Κάποιοι ίσως τον γνωρίζουν από την πρώτη (και καλύτερη) σεζόν του «True Detective». Η βουτιά στις πλέον σκοτεινές πτυχές της υπαρξιακής φιλοσοφίας, η άκρως ζοφερή ατμόσφαιρα, η εικονοποιία που φλερτάρει με τη γοτθική αισθητική είναι χαρακτηριστικά του έργου του Τόμας Λιγκότι, η απουσία του οποίου από την ελληνική αγορά είναι τρανταχτή.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΤΣΑΠΡΑΪ́ΛΗΣ
Ακύλλας Καραζήσης: «Μου αρέσει η λογοτεχνία του Θανάση Βαλτινού γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι είναι αλήθεια και τι ψέμα»

The Book Lovers / Ακύλλας Καραζήσης: «Μου αρέσει η λογοτεχνία του Θανάση Βαλτινού γιατί δεν ξέρεις τι είναι αλήθεια και τι ψέμα»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Ακύλλα Καραζήση για την αναγνωστική διαδρομή του, που ξεκινάει από τον «Τομ Σόγερ» και τη Θεσσαλονίκη, περνάει από τον ρομαντικό κόσμο της Χαϊδελβέργης και φτάνει στην Αθήνα του θεάτρου και των κειμένων.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Ιωάννα Τσιβάκου: «Δεν έχει χρόνο ο σημερινός άνθρωπος να γνωρίσει τον άλλον κι εδώ βρίσκεται η δυστυχία του»

Βιβλίο / Ιωάννα Τσιβάκου: «Δεν έχει χρόνο ο σημερινός άνθρωπος να γνωρίσει τον άλλον κι εδώ βρίσκεται η δυστυχία του»

Η συγγραφέας και ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου μιλά για την εποχή μας, τον χώρο της εκπαίδευσης και την ταυτότητα του νεοέλληνα.   
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Η άνοδος της δεξιάς συνδέεται με τις αποτυχίες της αριστεράς»

Βιβλίο / «Η άνοδος της δεξιάς συνδέεται με τις αποτυχίες της αριστεράς»

Ο Ντόναλντ Σασούν, ομότιμος καθηγητής Συγκριτικής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου και άλλοτε στενός φίλος, συνεργάτης και επιμελητής των βιβλίων του Έρικ Χoμπσμπάουμ, μιλά στη LiFO.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η Κάλλας δεν ήταν τραγική φιγούρα και δεν εγκατέλειψε την καριέρα της για τον Ωνάση

Βιβλίο / Η Κάλλας δεν ήταν τραγική φιγούρα και δεν εγκατέλειψε την καριέρα της για τον Ωνάση

Η συγγραφέας του βιβλίου “Diva”, Ντέζι Γκούντγουιν, τονίζει με άρθρο της στον Guardian ότι το να χαρακτηρίζει κανείς τη ζωή της κορυφαίας τραγουδίστριας τραγική, σημαίνει ότι την αδικεί κατάφωρα.
THE LIFO TEAM
Η Θήβα που δεν ξέρουμε

Βιβλίο / Η Θήβα που δεν ξέρουμε

Ο Βρετανός ιστορικός Πολ Κάρτλετζ αποκαθιστά την ιστορική πόλη της αρχαιότητας που αντιμετώπιζαν υπεροπτικά οι Αθηναίοι. Δείχνει πώς τα θηβαϊκά θέματα επιβιώνουν στη σύγχρονη τέχνη, γράφει για τον Επαμεινώνδα που είχε έναν μόνο τραχύ μανδύα, παρουσιάζει την κοινωνία που δημιουργεί τον Ιερό Λόχο, ένα στρατιωτικό σώμα που αποτελείται αποκλειστικά από εραστές και ερώμενους.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ