Είδα όνειρο ότι είχε ανοίξει το Γκάλαξι και ήμασταν όλοι εκεί

Είδα όνειρο ότι είχε ανοίξει το Γκάλαξι και ήμασταν όλοι εκεί Facebook Twitter
Εμείς δεν ζητάμε τόσο πολλά. Να βρεθούμε ξανά στο αγαπημένο μας στέκι θέλουμε, που το ξέρουμε και μας ξέρει όσο κανείς. Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
1

Στην αρχή γκρινιάζαμε όταν το μαγαζί τύχαινε να έχει κόσμο και μέναμε για πολλή ώρα όρθιοι και στριμωγμένοι (ω, τι ευλογημένες στιγμές μοιάζουν εκείνες τώρα). Μετά, όταν απαγορεύτηκε το κάπνισμα μέσα στο μπαρ και έπρεπε να μπαινοβγαίνουμε σαν τους τρελούς με το ποτό στο χέρι, ρισκάροντας συχνά τη VIP θέση στην μπάρα (έλεος, μουρμουράγαμε, πόση ευτέλεια ακόμα θα υποστούμε, μεγάλοι και καλομαθημένοι άνθρωποι).

Και πάνω που μάθαμε να το καταπίνουμε κι αυτό (όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος, ειδικά όταν θέλει να βρίσκεται κάπου), έσκασε η πανδημία, κλείσανε τα πάντα και όταν άνοιξαν ξανά προσωρινά, με αυστηρούς περιοριστικούς όρους, εκείνο το μεσοδιάστημα μεταξύ lockdowns, μας είχε φανεί ακραίο και μη βιώσιμο το όριο της δωδεκάτης νυχτερινής.

Κι αυτό όμως το παλέψαμε, εκδηλώνοντας θετική διάθεση και πρωτοφανή ταπεινοφροσύνη. Όπως είχε πει και μια γνωστή, «win-win, ρε παιδιά, μπεκρουλιάζουμε λιγότερο, γυρνάμε νωρίτερα σπίτι και προλαβαίνουμε να δούμε και μια ταινία» (και δύο, μη σου πω).

Δεν ξέραμε τι θα μας ξημερώσει αύριο μ' αυτήν τη συνθήκη, ήμασταν όμως στο αγαπημένο μας μπαρ, έστω και έξω απ' αυτό, όρθιοι στη στοά, δεν είχε όμως σημασία τελικά, οι άνθρωποι είναι το σημαντικό, η παρέα, το οικείο περιβάλλον πλάι σε αγαπητούς φίλους και γνωστούς και σε συμπαθείς αγνώστους.


Εκείνες τις μέρες του Οκτώβρη, που ακόμα βγαίναμε έξω τα βράδια (φορώντας κανονικά ρούχα), μας είχε περιβάλει επιτέλους μια ηρεμία. Δεν ξέραμε τι θα μας ξημερώσει αύριο μ' αυτήν τη συνθήκη, ήμασταν όμως στο αγαπημένο μας μπαρ, έστω και έξω απ' αυτό, όρθιοι στη στοά, δεν είχε όμως σημασία τελικά, οι άνθρωποι είναι το σημαντικό, η παρέα, το οικείο περιβάλλον πλάι σε αγαπητούς φίλους και γνωστούς και σε συμπαθείς αγνώστους.

Τις τελευταίες φορές που είχαμε βρεθεί στο Galaxy δεν παραλείπαμε να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας που ήμασταν εκεί, παρά τη δυσμενή χωροταξία και την υγειονομική απειλή. Είχαμε φροντίσει να ανανεώσουμε κι αυτό το μακάβριο αστείο που ξεκίνησε με την απαγόρευση του καπνίσματος, αναγκάζοντάς μας να ξεροσταλιάζουμε με ένα τσιγάρο έξω στο κρύο. «Αν δεν πάμε από καρκίνο, θα πάμε από πνευμονία» λέγαμε μέχρι πρότινος. Πλέον έπρεπε να συμπεριλάβουμε και τον κορωνοϊό στη θανατερή εξίσωση. Η παραδοσιακή γκρίνια πολυτελείας, πάντως, είχε εξορκιστεί.

Ήταν όμως αργά. Λίγες μέρες αργότερα ανακοινώθηκε το κλείσιμο της εστίασης μέχρι νεωτέρας (τρεις μήνες μετά, ακόμα περιμένουμε). Αυτή είναι η αλληλουχία της αχαριστίας, της μετάνοιας και της ενοχής (πόσες ωραίες στιγμές σπαταλήσαμε στα αγαπημένα μας μέρη, στραβωμένοι με το τίποτα) που μας βασανίζει όλο αυτό το διάστημα που είμαστε κλεισμένοι μέσα. Κάθε στιγμή από εκείνες τις τελευταίες εξόδους έχει περιβληθεί εκ των υστέρων με μια ιδιαίτερη αίγλη, σαν να πρόκειται για το τελευταίο επεισόδιο αγαπημένης σειράς που έχει κολλήσει στις διαπραγματεύσεις και παραμένει εξαιρετικά αμφίβολο εάν και πότε θα ανανεωθεί.


Είχε γράψει κάποτε ο Τζορτζ Όργουελ μια ωδή στην αγαπημένη του παμπ που λεγόταν «Το φεγγάρι κάτω από το νερό» (The moon under water – αυτός ήταν και ο τίτλος του κειμένου) και μόνο προς το τέλος αποκάλυπτε σε όσους από τους αναγνώστες δεν το είχαν ήδη ψυλλιαστεί ότι αυτό το ιδανικό μέρος υπήρχε μόνο στο μυαλό του, αφού κανένα αληθινό μέρος δεν μπορούσε να εκπληρώσει όλα τα κριτήρια που είχε θέσει ο συγγραφέας.

Το κείμενο καταλήγει ως εξής: «Αν κάποιος, πάντως, γνωρίζει μια παμπ που διαθέτει εκλεκτή μαύρη μπίρα, αναμμένο τζάκι, πορσελάνινες κούπες, φτηνά γεύματα, μητρικές μπαργούμεν, έναν κήπο στο πίσω μέρος της και καθόλου ραδιόφωνο, πολύ θα ήθελα να την επισκεφτώ, ακόμα κι αν το όνομά της είναι κάτι κοινότοπο, όπως Red Lion ή Railway Arms».

Εμείς δεν ζητάμε τόσο πολλά. Να βρεθούμε ξανά στο αγαπημένο μας στέκι θέλουμε, που το ξέρουμε και μας ξέρει όσο κανείς, συντροφιά με αγαπημένα πρόσωπα, στο ασφαλές πλαίσιο μιας γνώριμης τελετουργίας. Ακόμα κι έξω στη στοά, με σόμπα και παλτό. Κανένα πρόβλημα. Η γκρίνια πολυτελείας πέθανε.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Αθήνα
1

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

1 σχόλια