Νίκος Δήμου, «Οι δρόμοι μου»:> Είχα αρχίσει να εισδύω και στις καλλιτεχνικές παρέες της Αθήνας. Στο πατάρι του Λουμίδη, στο παλιό «Βυζάντιο» (με προστάτη άγγελο τον σερβιτόρο Μπάμπη – πιο καλλιτέχνη από πολλούς αυτοαποκαλούμενους), στην γκαλερί «Κούρος» του Λεωνίδα Χρηστάκη γνώρισα αρκετούς από τους δημιουργούς μας. Αν εξαιρέσει κανείς τις σαρκαστικές και διεισδυτικές παρατηρήσεις του Γιάννη Τσαρούχη και το χιούμορ του Μάνου Χατζιδάκι, τίποτα δεν μου έμεινε από αυτές τις συναντήσεις. Αντίθετα, η παρουσία κοντά στους λίγους σημαντικούς, όλων των άλλων, που θορυβούσαν απίθανα μέσα στην ανυπαρξία τους, με απωθούσε. Υπήρχε μία επαρχιακή υστερία στη συμπλεγματική έπαρσή τους. Διμοιρίες ατάλαντων και αμόρφωτων, με οίηση και ύφος καρδιναλίων, είχαν αλώσει όλα τα καλλιτεχνικά στέκια. «Κύριε, όχι με αυτούς», είπα μέσα μου.
Σχολιάζει ο/η