Μονόλογος μιας Αθηναίας που γερνά μόνη στη μεγάλη πόλη

Μονόλογος μιας Αθηναίας που γερνά μόνη στη μεγάλη πόλη Facebook Twitter
8
Μονόλογος μιας Αθηναίας που γερνά μόνη στη μεγάλη πόλη Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Athenean Sailor/ LIFO

Κάθε Κυριακή έρχεται να με δει ο γιος μου. Τις πιο πολλές φορές, μόνος του. Δεν ξέρω πια αν θέλει κιόλας, αλλά έρχεται. Κακιώνω όταν το σκέφτομαι κι έτσι δεν το σκέφτομαι. Τα παιδιά του είναι συνέχεια σε πάρτι. Κάθε Σάββατο και κάθε Κυριακή. Παλιότερα τα κρατούσα, τώρα φοβάμαι, δεν τα καταφέρνω. Κάθε Κυριακή τού μαγειρεύω κρέας. Ψωνίζω κρέας μια φορά την εβδομάδα, γι' αυτόν, εμένα δεν με νοιάζει. Και δεν μου φτάνουν. Είναι λίγα τα λεφτά, αλλά δεν θέλω να καταλάβει. Δεν τα καταφέρνω και πολύ καλά πια, βγαίνω πολύ λίγο, ίσα για να ψωνίσω. Ούτε σπίτι τους πηγαίνω. Δεν μου αρέσει. Κάθομαι άπραγη, σαν να ενοχλώ, δεν βολεύομαι. Περιμένω να φάμε και να με φέρουν πίσω. Με απασχολεί πολύ αυτό με τα λεφτά. Τα παιδιά σου τα ντρέπεσαι, άμα δεν έχεις. Σκέφτομαι, θα πεθάνω και δεν θα βρουν μια δραχμή.

Ξέρεις πότε κατάλαβα ότι γέρασα; Όταν πέθανε η μάνα μου. Ήμουνα 60 χρονών και είπα «ήρθε η σειρά σου». Κι ύστερα, σαν να μην είχε σημασία ο χρόνος. Άσε τι λένε τα παιδιά μου, ότι τα καταφέρνω μια χαρά. Κάνω πως δεν με νοιάζει, αλλά ξέρω. Τώρα ανησυχώ διαρκώς και δεν ξέρω γιατί – παλιά δεν ανησυχούσα. Για τα λεφτά, για τα νοσοκομεία, μην πέσω και δεν με ακούσει κανένας.

Λένε ότι όταν είσαι γέρος και φύγει ο σύντροφός σου, φεύγεις κι εσύ έπειτα από λίγο. Ψέματα είναι. Εμείς ζήσαμε μαζί πολλά χρόνια. Με τα καλά και τα κακά του, αλλά τον άκουγα και ήταν κάπως καθησυχαστικό. Και να σκεφτείς, εγώ έκανα τα κουμάντα. Τώρα μου φαίνονται όλα πολύ δύσκολα. Κι ας μη μιλάγαμε. Ήτανε μια παρέα μες στο σπίτι. Μια παρουσία. Τώρα δεν έχω όρεξη ούτε να μαγειρέψω, ούτε το κρεβάτι μου να στρώσω.

Ούτε διαβάζω, είναι μαρτύριο. Μόνο τηλεόραση βλέπω και δεν καταλαβαίνω. Είμαι αφηρημένη, κοιτάζω, κινούνται και μιλάνε. Ξεχνάω, δεν με ενδιαφέρει. Προσπαθώ να θυμηθώ πολλές φορές και δεν θυμάμαι τίποτα. Θυμάμαι τα παλιά. Τα φουστάνια μου, πώς ήταν οι δρόμοι, αυτά που δεν μου άρεσαν. Τώρα που το λες, το πιο αγαπημένο μου φουστάνι ήταν ένα άσπρο με κερασάκια. Η Ευτυχία μου το είχε ράψει. Είχα ωραία ρούχα. Όλα ραμμένα. Δεν είχαμε έτοιμα. Αυτά τα θυμάμαι καλά. Τα καινούργια είναι σαν να μη με ενδιαφέρουν. Δεν είναι όμως έτσι, ε;

Μου αρέσει μόνο η μεγάλη μέρα. Τον χειμώνα, που νυχτώνει από τις πέντε, μετράω τις ώρες με την καμπάνα – ακούω την καμπάνα. Δεν χάνω ούτε τα μισά, ένας χτύπος είναι. Καθυστερώ να πέσω γιατί δεν κοιμάμαι. Σχεδόν καθόλου δεν κοιμάμαι. Είμαι ξαπλωμένη με τα μάτια ανοιχτά. Πιάνω και σκέφτομαι τους πεθαμένους. Δεν σηκώνομαι γιατί τι να κάνω να σηκωθώ; Να γυρνοβολάω στο σπίτι; Παλιά, όταν ξυπνούσα τη νύχτα, έμπαινα σε όλα τα δωμάτια, άναβα τα φώτα ένα-ένα, καθόμουνα εδώ κι εκεί, να περάσει η ώρα, να ξημερώσει.

Δεν βλέπω καθόλου πια. Αχνά, σαν σκιές. Έρχεται η Λιούμπα το πρωί και με βάζει δίπλα στην μπαλκονόπορτα, για να βλέπω. Δεν βλέπω τίποτα, μόνο ένα άσπρο. Της μιλάω, αλλά δεν ξέρω αν είναι εκεί, αν με ακούει. Δεν με καταλαβαίνει. Δεν μου απαντάει ποτέ. Ακούω τους δίπλα που φεύγουν κάθε πρωί. Ακούω τον Φίλιππο που έρχεται στο γραφείο. Ο γιος μου έχει γραφείο στο διπλανό διαμέρισμα. Έρχεται κάθε μέρα. Με βλέπει, πάντα μιλάμε. Μου λέει «μάνα τι παραμιλάς», αλλά δεν παραμιλάω, μιλάω στη Λιούμπα. Η Λιούμπα έχει όλη μέρα την τηλεόραση ανοιχτή. Ακούω τηλεόραση. Έχει τραγούδια, αλλά δεν ξέρω κανένα. Κανένα δεν μου αρέσει. Πάω να θυμηθώ αυτά που μου άρεσαν, μα δεν θυμάμαι.

Δεν βγαίνω πια καθόλου από το σπίτι. Μέχρι το μπαλκόνι πάω αργά. Περπατάω αργά, με μπαστούνι. Πέρσι έπεσα κιόλας, ευτυχώς δεν έσπασα τίποτα, αλλά περίμενα να με σηκώσουν. Περπατάω πολύ αργά, ο γιατρός λέει αρθρίτιδα, μου κάνει ενέσεις στα γόνατα, αλλά τίποτα δεν γίνεται. Τα πόδια μου είναι βαριά, μολύβια. Όταν αλλάζει ο καιρός, χειροτερεύουν. Μέχρι πέρσι πήγαινα στο νεκροταφείο κάθε Σάββατο. Τώρα δεν μπορώ να ανέβω ένα σκαλάκι. Ούτε στο ταξί δεν μπαίνω, δεν σηκώνεται το πόδι μου. Όταν έχεις τα μυαλά σου, σε εκνευρίζει να μην μπορείς να κουνηθείς.

Έχω να πάω σινεμά χρόνια. Θα σου πω τι σκεφτόμουνα. Παλιά πήγαινα σινεμά. Όταν ήμουνα νέα, πήγαινα συνέχεια. Πέθαναν όλοι όσοι μου άρεσαν. Λοιπόν, τότε αναρωτιόμουνα γιατί δεν έβλεπα ηλικιωμένους στο σινεμά. Μάλλον δεν τους αρέσει, σκεφτόμουνα. Αλλά δεν είναι αυτό. Είναι πολλά σκαλιά και δεν έχεις παρέα. Όλοι βαριούνται ή δεν μπορούν.

Μια μέρα έπεσα. Πονούσα κι αναρωτιόμουνα «αυτό είναι»; Αυτό ήτανε; Από τότε δεν κάνω τίποτα για να ζήσω. Ούτε για να πεθάνω. Και να πονάω δεν το λέω. Και τις φυσικοθεραπείες με το ζόρι τις κάνω. Άχρηστες είναι. Άμα κάνεις τέτοια, είσαι ανήμπορος.

Εγώ που δεν βαριόμουνα ποτέ, βαριέμαι. Χτυπάει το τηλέφωνο και δεν θέλω να το σηκώσω. Κάνω πως δεν το ακούω. Δυο άνθρωποι με παίρνουνε. Η Ρένα και η αδερφή μου. Οι άλλοι όλοι πέθαναν, δεν μπορούνε, δεν έχουνε και τα μυαλά τους. Η Βαρβάρα ούτε καταλαβαίνει πια, μου τα λέει ο Νίκος. Το σηκώνω γιατί είναι η αδερφή μου και μπορεί να ανησυχεί. Και τι λέμε; Τα ίδια, και τι θα μαγειρέψουμε. Έρχεται, κάνουμε έναν περίπατο – πού να πάμε; Οδηγεί ο άντρας της και τη φέρνει. Παλιά μέναμε όλοι κοντά, τώρα...

Έχω να πάω σινεμά χρόνια. Θα σου πω τι σκεφτόμουνα. Παλιά πήγαινα σινεμά. Όταν ήμουνα νέα πήγαινα συνέχεια. Πέθαναν όλοι όσοι μου άρεσαν. Λοιπόν, τότε, αναρωτιόμουνα γιατί στο σινεμά, δεν έβλεπα ηλικιωμένους. Μάλλον δε τους αρέσει σκεφτόμουνα. Αλλά δεν είναι αυτό. Είναι πολλά σκαλιά και δεν έχεις παρέα. Όλοι βαριούνται ή δε μπορούν. Και είναι αλλιώς και οι ταινίες. Σαν να μη τις πιάνει το μάτι μου. Στο θέατρο όταν πάμε με το πούλμαν ευχαριστιέμαι πιο πολύ. Και είναι και κόσμος που ξέρω γύρω μου.

Λένε ότι όταν είσαι γέρος και φύγει ο σύντροφός σου, φεύγεις κι εσύ μετά από λίγο καιρό. Ψέματα είναι. Όταν τον χάνεις και είσαι πιο νέος, συνηθίζεις, κάνεις άλλο πρόγραμμα. Εμείς ζήσαμε μαζί πολλά χρόνια. Με τα καλά και τα κακά του, αλλά τον άκουγα και ήταν κάπως καθησυχαστικό. Και να σκεφτείς, εγώ έκανα τα κουμάντα. Τώρα μου φαίνονται όλα πολύ δύσκολα. Κι ας μη μιλάγαμε. Ήτανε μια παρέα μες στο σπίτι. Μια παρουσία. Τώρα ούτε να μαγειρέψω έχω όρεξη, ούτε το κρεβάτι μου να στρώσω.

Ήρθε χθες ο γιατρός και μου είπε ότι έχω κατάθλιψη. Αυτό δεν είναι που τρελαίνεσαι; Μου είπε ότι έχουν όλοι οι μεγάλοι άνθρωποι, το είπε ευγενικά. Η κόρη μου έκανε νόημα πίσω από την πλάτη του, μη τον ακούω. Εγώ δεν θέλω να παίρνω φάρμακα, αλλά έχω στενοχώρια. Λίγα έχω περάσει; Είναι τα παιδιά μακριά, έχουν τις δουλειές τους. Εγώ κάθομαι ώρες στο μπαλκόνι. Κάθε απόγευμα βγαίνω μόλις πέσει ο ήλιος είναι βορινό. Κάθομαι μέχρι να πάει 11-12. Τι να κάνω; Να περάσει η ώρα.


λα αυτά τα σεμεδάκια τα έχω κάνει μόνη μου. Με τα χεράκια μου. Όλα, μόνο αυτά τα δύο είναι της Γιωργίας, στα τραπεζάκια που μπαίνει το 'να μέσα στ' άλλο. Πέθανε η καημένη η Γιωργία και οι νύφες της θα τα πέταξαν όλα. Δεν τους άρεσαν, βλέπεις. Γι' αυτό εγώ δεν δίνω τίποτα σε κανέναν. Θα τα πετάξουνε, θα τα καταχωνιάσουνε. Ας τα βρούνε έτσι όλα, όταν πεθάνω, κι ας τα κάνουν ό,τι θέλουν. Εμένα δεν είναι ότι μου αρέσουν. Είναι που ξέρω πότε κέντησα το καθένα. Λέω καμιά φορά «Κανένας δε θα με ρωτήσει;».

Αρρώστησα μια, αρρώστησα δυο, το αποφασίσαμε και ήρθα εδώ. Ποιος να με περιποιηθεί; Ωραία είναι, αλλά δεν είναι σαν το σπίτι μου. Όμως έχω παρέα. Έρχονται τα παιδιά, τους λέω πως είμαι καλά για να μην τους βαραίνω. Αλλά θέλω να γυρίσω σπίτι μου. Εδώ περνάει η ώρα, είναι μια κυρία και κάνουμε πολλή παρέα. Κάναμε και τα μπάνια μας το καλοκαίρι. Εγώ τη μάνα μου την κράτησα στο σπίτι μέχρι να πεθάνει. Αλλά τα παιδιά δουλεύουνε, τι να κάνουνε;

Α πα πα, δεν έχω πια υπομονή να διαβάσω. Δεν έχω όρεξη. Διαβάζαμε πολύ. Και το σταυρόλεξο των «Νέων» μου άρεσε. Κάθε μέρα το έλυνα. Και τώρα λύνω σταυρόλεξα να περνάω την ώρα μου. Και τη νύχτα, όταν ξυπνάω, έχω στο κομοδίνο. Αλλά είναι βλακείες. Δεν είναι ωραία πια. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Παλιά ξημέρωνα μέχρι να τα λύσω όλα.

Εμένα οι διακοπές δεν μου άρεσαν ποτέ, ούτε τα μπάνια. Μια φορά νοικιάσαμε ένα σπίτι στο Λουτράκι όλο το καλοκαίρι, στενοχωριόμουνα και μου 'πε ο άντρας μου να φύγουμε. Μου έλεγαν οι φίλες μου «είσαι καλά;». Αλλά εγώ δεν ήθελα να φεύγω από το σπίτι μου. Και τώρα που πάνε εκδρομούλες δεν θέλω να πηγαίνω. Σηκώνομαι το πρωί, κάνω τις δουλίτσες μου – τι να λερώσει ένας άνθρωπος;– και το απόγευμα έρχεται η Μερόπη να πάμε στην πλατεία, όσο κρατάει ο καιρός. Λέμε τα της ημέρας. Καμιά φορά δεν μιλάμε κιόλας. Δεν τραβάει τίποτα η όρεξή μου, ούτε το φαγητό. Βάσανο είναι κι αυτό. Μόνο τα παγωτά μού αρέσουν πια.

Ελλάδα
8

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

7 σχόλια
Εχω περασει τα 60.Και μπορω να διαβεβαιαωσω οτι το χειροτερο συναισθημα,η χειροτερη σκεψη,για εναν ηλικιωμενο ,ειδικα αν διαθετει και καπιου επιπεδου παιδεια,δεν ειναι ο φοβος του θανατου.Ουτε η ελλειψη αντικειμενου εργασιας.Ειναι ο φοβος της μοναξιας.Οταν συνειδητοποιει οτι οι "παλιοι φιλοι"λιγοστευουν συνεχως,χωρις να προστιθενται νεοι.Ειτε επειδη αποχωρουν του ματαιου τουτου κοσμου,ειτε επειδη αρχιζουν να προτασσουν το ατομικο συμφερον εναντι των ανθρωπινων σχεσεων,μια "ασθενεια" της προιουσης ηλικιας αρκετα συνηθης στον τοπο μας.Η απωλεια,δε,του "συντροφου ζωης',εφ'οσον υπαρχει τετοιος,ειναι μαλλον το μεγαλυτερο πληγμα,ειδικα αν δεν υπαρχουν παιδια-η αν αυτα εχουν εγκατασταθει μονιμα στο εξωτερικο.Αλλα αυτη ειναι μια "ασθενεια" στην οποια η "θεραπεια" δεν ειναι εφικτη για τους περισσοτερους,μια και συχνοτατα δεν υπαρχει.Αν προστεθει σε ολα αυτα το οτι στην σημερινη κοινωνια η "πειρα ζωης"και το "κυρος γνωμης"δεν σημαινουν σχεδον τιποτα για τους νεοτερους,μιας και το συγχρονο κοινωνικο μοντελο το οποιο προωθειται ραγδαια μεσω των "μεσων κοινωνικης δικτυωσης"εχει υιοθετησει αλλα προτυπα(...της αερολογιας και της καταναλωσης...)μηδενιζοντας την σημασια των "ηλικιωμενων",τοτε η κατασταση γινεται ακομη χειροτερη.Αν,δε,προστεθουν και η οικονομικη ανεχεια την οποια επεφερε η κριση,τοτε αστα να πανε.ΚΟαλ αυτα κανουν πολλους "ηλικιωμενους" να ερχονται σε απογνωση.Και ,δυστυχως,δεν υπαρχουν συχνα ατομα διατεθειμενα να τους "στηριξουν".Οσο για το "κρατος" φυσικα "απουσιαζει".Συχνα τα αποτελεσματα αυτου του "κοκτειλ συνθηκων"ειναι τραγικα.Τοσο που δυστυχως κανουν την κατασταση που περιγραφει η κυρια του αρθρου να μην φαινεται ιδιαιτερα ασχημη.
εντάξει αυτή είναι μια πλευρά. Υπάρχει και η άλλη.Η γιαγιά μου μέχρι τα 93 της ήταν γελαστή, χαιρόταν τους γύρω της και διψούσε για ζωή- όση της επέτρεπαν οι περιορισμένες της αντοχές.
άκουσα τον π.Φιλόθεο Φάρο να λέει πως τα γεράματα είναι το αποτέλεσμα των ψυχικών επιλογών που κάνει κανείς στη διάρκεια της ζωής του.... πιστεύω πως έχει απόλυτο δίκιο. Σε αντίθεση με τις διηγήσεις του πολύ όμορφου κειμένου, γνωρίζω ηλικιωμένους ανθρώπους που βιώνουν μια άλλη πραγματικότητα. Ευτυχώς.
Εμένα γιατί μου φάνηκε ότι είναι τουλάχιστον τρία τα πρόσωπα που μιλούν ;Μία φαίνεται ότι μένει στο σπίτι της και μαγειρεύει κάθε Κυριακή γιά τον γιό.Την άλλη μάλλον την έχουν πάει σε γηροκομείο.Μία δεν βλέπει καθόλου, την άλλη λύνει σταυρόλεξα.Την μία δεν μετακινείται, την άλλη πάει στο θέατρο με πούλμαν.Είναι παλίμψηστο ; Είναι η μνήμη που παίζει παιχνίδια ;Η ουσία πάντως είναι ότι μεταφέρεται η αίσθηση της λύπης και της σταδιακής αποχώρησης.Ωραίο κείμενο.
Μας ... βραδιατικο.... τα σκεφτομαι συνεχεια για τη μανα μου... εχει πεθανει χρονια ο μπαμπας μου και ενα βραδυ γυρισα σπιτι αργα και την ξυπνησα - γυρισες νικο μου? Μου ειπε.. μετα απο χρονια περιμενει ακομα να γυρισει..
Εξαιρετικό το κείμενο, ωστόσο ο γιατρός έκανε σωστή διάγνωση: Η γιαγιά πάσχει από κατάθλιψη, όχι απαραιτήτως γεροντική. Η κατάσταση της ήταν χρόνια και απλά με τα γηρατειά σωματοποιήθηκε 100%. Αφού, πάντως, λύνει και σταυρόλεξα στα 90φεύγα, πάει να πει πως η όραση της δεν την εγκατέλειψε. Ας είναι καλά για όσο της απομένει...
1η σκέψη: ε ρε τι μας περιμένει...2η σκέψη: Χάρηκε και ποτέ της αυτή η γυναίκα; Ακόμα και στις παλιές ιστορίες που αναφέρει, δε μου φαίνεται ιδιαίτερα χαρούμενη.