Το Μουσικό Αφιέρωμα της Κυριακής

Το Μουσικό Αφιέρωμα της Κυριακής Facebook Twitter
1

Η Χρονομηχανή του Ιουλίου, χάρη στην καταπληκτική _erin. 

Στις 7 Ιουλίου του 1860 γεννιέται ο

Gustav Mahler  [Γκούσταβ Μάλερ]

Το Μουσικό Αφιέρωμα της Κυριακής Facebook Twitter

Kaliště, Βοημία, 7 Ιουλίου 1860 – Βιέννη, 18 Μαΐου 1911

Ο Gustav Mahler ήταν αυστριακός ρομαντικός συνθέτης, αρχιμουσικός  και πιανίστας. Ήταν το δεύτερο από τα 14 παιδιά της οικογένειας ενός εβραίου αστού, ιδιοκτήτη αποστακτηρίου. Οι γονείς του –παρόλη την πολυάριθμη τεκνογονία– ήταν ένα αταίριαστο ζευγάρι, γεγονός που επηρέασε τον μικρό Gustav κάνοντάς τον ένα ιδιαίτερα εσωστρεφές παιδί.

Λίγο μετά τη γέννησή του, η οικογένειά του μετακομίζει στο Iglau. Εκεί οι σάλπιγγες από τους κοντινούς στρατώνες αλλά και τα τοπικά παραδοσιακά τραγούδια που άκουγε από τις υπηρέτριες της οικογένειας αποτέλεσαν δύο από τις εντονότερες παιδικές εντυπώσεις του. Ο πατέρας του διακρίνοντας το μουσικό χάρισμα του γιού του, φρόντισε από πολύ νωρίς να του εξασφαλίσει μαθήματα στο πιάνο κι έτσι σε ηλικία 10 ετών ο Mahler δίνει το πρώτο του ρεσιτάλ στο Iglau. Την επόμενη χρονιά οι γονείς του τον στέλνουν σ’ ένα σχολείο στην Πράγα, όπου όμως έτυχε πολύ κακής μεταχείρισης κι έτσι σύντομα επιστρέφει στο Iglau.     

Το 1875 o Mahler πηγαίνει στη Βιέννη και παίζει ενώπιον του Julius Epstein, καθηγητή του πιάνο στο Ωδείο της πόλης. Γίνεται άμεσα δεκτός ως σπουδαστής του Ωδείου αλλά παρόλη τη μεγάλη του επιτυχία στους εσωτερικούς διαγωνισμούς του πιάνο, σύντομα εγκαταλείπει την εκτέλεση προς χάριν της σύνθεσης. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη Βιέννη παρακολουθεί επίσης μαθήματα φιλοσοφίας αλλά και μερικές από τις διαλέξεις του Anton Bruckner στο Πανεπιστήμιο.

Για τα επόμενα δύο χρόνια εργάζεται ως καθηγητής του πιάνο ενώ γράφει το λιμπρέτο και τη μουσική του πρώτου εκτεταμένου του έργου, της δραματικής καντάτας Das klagende Lied [Τραγούδι του Επιτάφιου Θρήνου], η οποία περιέχει ήδη πολλά από τα ιδιαίτερα στοιχεία που θα χαρακτηρίσουν αργότερα το ώριμο συνθετικό του στυλ.

Mahler, "Das klagende Lied" op. 1

[London Philharmonc Orchestra, Vladimir Jurowski]

Η καριέρα του Mahler ως αρχιμουσικού ξεκινά με μια οπερέτα το 1880 σ’ ένα μικρό θερινό θέατρο στο Bad Hall της Αυστρίας. Το 1883 λαμβάνει τη θέση του αρχιμουσικού στο Olmütz της Μοραβίας. Όμως εξαιτίας της εξαιρετικά ενδελεχούς προσέγγισής του στα διάφορα έργα, αποκτά αρνητική φήμη στους κύκλους των τραγουδιστών, οι οποίοι εκφράζουν έντονες αντιρρήσεις σε σχέση με τις ιδιαίτερα υψηλές απαιτήσεις του. Έτσι δυσαρεστημένος από το άσχημο κλίμα το 1885 φεύγει από το Olmütz και κατευθύνεται πρώτα στο Kassel κι έπειτα στην Πράγα όπου διαπρέπει διευθύνοντας (για πρώτη φορά!) όπερες του Mozart και του Wagner.

Η Πράγα ήταν απλώς ένα μεταβατικό στάδιο προτού αναλάβει τη θέση του δεύτερου αρχιμουσικού στη Λειψία το 1886. Εκεί διευθύνει αρκετές από τις όπερες του Carl Maria von Weber με μεγάλη επιτυχία και καλείται από τον εγγονό του συνθέτη να ολοκληρώσει τα μισοτελειωμένα προσχέδια της κωμικής όπερας του Weber, «Die drei Pintos» [Οι Τρείς Πίντος]. O Mahler αποδέχεται την πρόσκληση και η πρεμιέρα του έργου γίνεται τον Ιανουάριο του 1888 με τεράστια επιτυχία, καθιστώντας τον πλέον διάσημο.

Οι επόμενοι δύο οπερατικοί «σταθμοί» του Mahler είναι ιδιαίτερα σημαντικοί. Από το 1888 έως το 1891 ενισχύει με την μπαγκέτα του τη Βασιλική Όπερα της Βουδαπέστης. Εκεί ανεβάζει και την πρεμιέρα της 1ης του Συμφωνίας, η οποία όμως δεν έτυχε καλής αποδοχής. Το 1891 στο Αμβούργο συνεργάζεται για πρώτη φορά με τραγουδιστές διεθνούς φήμης και διευθύνει μέχρι και 19 όπερες το μήνα (!). Επιπλέον το καλοκαίρι του 1892 επισκέπτεται για μια και μοναδική φορά στη ζωή του το Λονδίνο όπου διευθύνει παραστάσεις στο Theatre Royal της Drury Lane και το Covent Garden.  

Παρ’ όλες τις υποχρεώσεις του στο πόντιουμ ο Mahler δεν εγκατέλειψε στιγμή τη σύνθεση. Η 2η Συμφωνία του ανεβαίνει στο Βερολίνο το 1895 και αποτελεί την πρώτη μεγάλη προσωπική συνθετική επιτυχία του. Ένας από τους μεγάλους υποστηρικτές του συνθετικού του έργου την εποχή εκείνη ήταν και ο Richard Strauss.

Mahler: Symphony No. 2

Το 1897 ο Mahler προτείνεται να αναλάβει την  Όπερα της Βιέννης, με μια όμως προϋπόθεση την οποία ευτυχώς ο ίδιος είχε προλάβει ήδη να διευθετήσει: να ασπαστεί τον Καθολικισμό. Έτσι το φθινόπωρο του 1897 ορίζεται αρχιμουσικός της Όπερας και ένα χρόνο αργότερα αρχιμουσικός και της Φιλαρμονικής της Βιέννης [μια θέση την οποία εγκατέλειψε το 1901 λόγω εσωτερικών διαφωνιών].

Το Μουσικό Αφιέρωμα της Κυριακής Facebook Twitter

Καρικατούρα του GustavMahler ως αρχιμουσικού, από τον HansSchließmann για το εβδομαδιαίο γερμανικό χιουμοριστικό περιοδικό Fliegende Blätter (Flying Pages), τον Μάρτιο του 1901. Στο επάνω μέρος της σελίδας ο τίτλος χαρακτηρίζει τον Mahler «Ahypermodernconductor» (ένας υπερσύγχρονος αρχιμουσικός) και η λεζάντα στο κάτω μέρος σχολιάζει «KapellmeisterKappelmannconductshisDiabolicalSymphony»  (ο αρχιμουσικός διευθύνει τη διαβολική του Συμφωνία). Η λέξη Kappelmann προκύπτει από τον συνδυασμό των λέξεων Kapellmeister(=αρχιμουσικός) και Zappelmann(=νευρικός) και δημιουργήθηκε από τον σκιτσογράφο προκείμενου να σατιρίσει την κινησιολογία του Mahler στο πόντιουμ. Παρόλο που το όνομα του  Mahlerδεν αναφέρεται πουθενά στο σκίτσο, ήταν όντως πολύ εύκολο για έναν παρατηρητή της εποχής να αναγνωρίσει τον αρχιμουσικό που υπαινίσσεται το σκίτσο: το πρόσωπο, τα γυαλία, το χτένισμα, η στάση του σώματος και οι χειρονομίες ανήκουν σαφέστατα στον Mahler, του οποίου η δυναμικότητα και η εκφραστικότητα των κινήσεων τον κατέστησαν ιδιαίτερα αγαπητό στο ακροατήριο και επηρέασαν τον στυλ πολλών κατοπινών αρχιμουσικών.

__________    

 

Με το πέρασμα του από την Όπερα της Βιέννης ο Mahler ανέβασε το επίπεδο όλων των παραμέτρων μιας οπερατικής παραγωγής: όχι μόνο το τραγούδι, τη σκηνική δράση και την ηθοποιία, αλλά ακόμα και τον φωτισμό, τα σκηνικά και τα κοστούμια. Η δεκαετία κατά την οποία ο Mahler διετέλεσε διευθυντής ορχήστρας της Όπερας της Βιέννης (1897-1907), θεωρείται το ζενίθ των επιτευγμάτων της.  

Το 1902 ο Mahler παντρεύεται την κατά 20 χρόνια νεότερή του, βιεννέζα συνθέτιδα Alma Schindler (γνωστότερη ευρύτερα με το επώνυμο του συζύγου της, δηλαδή AlmaMahler) με την οποία αποκτά δύο κόρες, η πρώτη από τις οποίες πεθαίνει σε ηλικία τεσσάρων ετών από οστρακιά. Ο όρος που έθεσε ο Mahler για τον γάμο τους ήταν η Alma να αποσυρθεί από τη ενεργή της ενασχόληση με τη σύνθεση και να αφοσιωθεί στην ανατροφή των παιδιών τους. H Alma αρχικά αποδέχθηκε τον όρο. Ωστόσο άρχισε να καταλαμβάνεται από κατάθλιψη η οποία γιγαντώθηκε εξαιτίας του θανάτου της πρωτότοκης κόρης της. Ο γάμος τους διέρχεται μια μεγάλη κρίση η οποία τελικά εκτονώνεται μεταξύ άλλων και με την υποχώρηση του Mahler σε σχέση με τη συνθετική δραστηριότητα της συζύγου του, την οποία εις το εξής όχι μόνο θα αποδεχθεί αλλά και θα υποστηρίξει ποικιλοτρόπως.   

Από το 1899 έως το 1907 ο Mahler συνθέτει 5 Συμφωνίες [αρ. 4-8] και δύο μεγάλους κύκλους τραγουδιών.

Mahler: Symphony No 5 in C sharp minor / Barenboim

Mahler, Kindertotenlieder [Τραγούδια για τα νεκρά παιδιά]

Το 1907 η εξάπλωση του αντισημιτισμού φτάνει μέχρι το κατώφλι της Όπερας της Βιέννης όπου τα κυκλώματα πιέζουν υπογείως και τελικά καταφέρνουν την απομάκρυνση του Gustav Mahler. Είναι η ίδια χρονιά όπου ο Mahler χάνει την πρωτότοκη κόρη του ενώ και ο ίδιος πληροφορείται ότι εμφανίζει μια σοβαρή καρδιακή δυσλειτουργία. Μέσα στη δίνη των δυσάρεστων γεγονότων αποφασίζει να εγκαταλείψει την Ευρώπη και εγκαθίσταται οικογενειακώς στη Νέα Υόρκη όπου αρχικά διευθύνει την Metropolitan Opera, από το 1908 έως το 1910, οπότε τον διαδέχεται ο Arturo Toscanini.

Από το 1909 διευθύνει επίσης και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης όπου όμως η επιβολή της αυστηρής του πειθαρχίας, η εμμονή του σε έργα εκτός του καθιερωμένου ρεπερτορίου, αλλά και οι ενορχηστρωτικές επεμβάσεις του στις συμφωνίες του Beethoven δεν έτυχαν καλής αποδοχής.

Τα επόμενα καλοκαίρια συνεχίζει να συνθέτει αλλά επισκέπτεται και μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις προκειμένου να διευθύνει ο ίδιος τα έργα του. Το καλοκαίρι του 1910 διευθύνει στο Μόναχο το τεράστιο χορωδιακό του επίτευγμα, την Συμφωνία αρ.8, που ίσως ήταν και ο μεγαλύτερος θρίαμβος της καριέρας του.

Mahler: Symphony No. 8 / Rattle

Τη χειμερινή περίοδο 1910-11 ο Mahler δεν θα ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις του στη Νέα Υόρκη. Τον Φεβρουάριο του 1911 η κατάσταση της υγείας του έχει ήδη επιδεινωθεί σημαντικά και ο ίδιος εκφράζει την επιθυμία να μεταβεί στη Βιέννη, όπου έζησε τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής του. Η επιθυμία του πραγματοποιείται κι έτσι στις 18 Απριλίου του ιδίου έτους φτάνει στο Παρίσι και εισάγεται σε μια κλινική χωρίς καμία βελτίωση. Στις 11 Μαΐου μεταφέρεται σε ένα σανατόριο της Βιέννης όπου και αφήνει την τελευταία του πνοή 7 ημέρες αργότερα. Η σορός του, ύστερα από επιθυμία του, τοποθετήθηκε δίπλα στο μνημείο της κόρης του στο κοιμητήριο της Βιέννης.    

Ο Gustav Mahler  συνέθεσε κυρίως Συμφωνίες και Lieder (τραγούδια). Η ρομαντική θεώρηση της ζωής του, σφράγισε και τη μουσική του με υψηλές ιδεαλιστικές απαιτήσεις, ψυχολογικά πολυεπίπεδη δομή και πλούσια ενορχήστρωση. Το αντισυμβατικό μουσικό του πνεύμα άσκησε τεράστια επιρροή στους συνθέτες του 20ου αιώνα, ενώ έτυχε ευρύτατης αποδοχής από το ακροατήριο της εποχής του, και όχι μόνο. Ο Mahler επέκτεινε την αντίληψη του Beethoven ότι η Συμφωνία είναι το πιο τολμηρό και απολύτως προσωπικό μέσο έκφρασης ενός συνθέτη. Κάποτε μάλιστα ανέφερε ότι η σύνθεση μιας Συμφωνίας είναι «η δημιουργία ενός κόσμου». Και όντως οι Συμφωνίες του συχνά μεταδίδουν την αίσθηση της αφήγησης μιας ιστορίας ή της απεικόνισης μιας σκηνής. Οι 10 Συμφωνίες του Mahler ανήκουν στα ωραιότερα μουσικά μνημεία από την περίοδο της παρακμής της αυστρο-γερμανικής κυριαρχίας στα ευρωπαϊκά μουσικά πράγματα, και σκιαγραφούν την επανάσταση που πρόκειται να επιφέρει στη βιενέζικη μουσική παράδοση η μουσική των Arnold Schönberg, Alban Berg, και Anton Webern. Σε τέσσερις από τις Συμφωνίες του χρησιμοποιεί την ανθρώπινη φωνή, πετυχαίνοντας ένα συνδυασμό τραγουδιού και συμφωνικής φόρμας, ο οποίος αν και δεν ήταν καινοφανής, παρέμεινε για πάντα απαράμιλλος.

Λίστα με τις συνθέσεις του Gustav Mahler

Mahler Das Lied von der Erde

======= 

…επίσης στις 7 Ιουλίου 1791

 

γίνεται στην Οξφόρδη η πρεμιέρα της Συμφωνίας αρ.92, γνωστής και ως «Oxford Symphony» του Joseph Haydn [Γιόζεφ Χάυντν].

Πρόκειται για τη Συμφωνία που ο Haydn φέρεται ότι διεύθυνε στην Οξφόρδη επί τη ευκαιρία της ανακήρυξής του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου. Ωστόσο τόσο το συγκεκριμένο έργο όσο και ο τίτλος  «Oxford Symphony» εμπλέκονται σε μια παρεξήγηση: αν και η αίσθηση που δημιουργείται είναι ότι η Συμφωνία αυτή συνετέθη ειδικά για τη συγκεκριμένη περίσταση, στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα σχετικά προγενέστερο έργο που ο Haydn είχε συνθέσει ως μέρος της παραγγελίας που είχε δεχθεί από τον γάλλο κόμη του Ogny για τρείς συνολικά Συμφωνίες. Ο Haydn δεν έφτασε έγκαιρα στην Οξφόρδη ώστε να υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος για τη μελέτη από μέρους της ορχήστρα ενός νέου έργου. Έτσι υποχρεωτικά θα έπρεπε να παιχτεί κάποιο έργο ήδη οικείο στους μουσικούς. Στην ιστορία έμεινε ότι το έργο που παρουσιάστηκε στην τελετή ήταν η Συμφωνία αρ. 92, όμως στην πραγματικότητα δεν έχει καταγραφεί πουθενά τεκμηριωμένα η πραγματική ταυτότητα του έργου που παίχτηκε εκείνη τη βραδιά.

Haydn Symphony No 92 G major, «Oxford»

[Leonard Bernstein, Wiener Philarmoniker]

Ο  Joseph Haydn (Rohrau, Αυστρία, 31 Μαρτίου 1732  -  Βιέννη, 31 Μαΐου 1809) ήταν αυστριακός συνθέτης. Ξεκίνησε την καριέρα του ακολουθώντας το παραδοσιακό σύστημα της πατρωνίας, προερχόμενο από το όψιμο αυστριακό Baroque και κατέληξε να είναι ίσως ο πρώτος επιτυχημένος «ελεύθερος επαγγελματίας» μουσικός των αρχών του 19ου αιώνα. Γνωστός ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1760, φτάνει το 1780 να είναι ο διασημότερος κλασικός συνθέτης της Ευρώπης. Η ανακήρυξή του σε επίτιμο διδάκτορα της Οξφόρδης είναι ενδεικτική της έκτασης που είχε λάβει η φήμη του διεθνώς την εποχή εκείνη.  Αλλά ακόμα και για το ίδιο ο τίτλος αυτός σήμαινε πολλά: έκτοτε συχνά παρουσίαζε τον εαυτό του (κυρίως εγγράφως) ως «Doktor der Tonkunst» [Διδάκτωρ της Μουσικής].

 

Ένας από τους τρείς πυλώνες του Βιεννέζικου Κλασικισμού [Haydn, Mozart, Beethoven] διακρίθηκε σε κάθε μουσικό είδος. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ήταν κυρίως δημοφιλής για τα φωνητικά του έργα, όμως μετά το θάνατό του το βάρος της φήμης του μετατοπίστηκε προς τις ορχηστρικές του δημιουργίες. Ο Haydn είναι ευρύτερα γνωστός ως «ο πατέρας της Συμφωνίας» (συνέθεσε συνολικά 140 Συμφωνίες) αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί και «πατέρας» του κουαρτέτου εγχόρδων καθώς κανείς άλλος συνθέτης πριν από αυτόν δεν κατάφερε να προσεγγίσει τέτοια επίπεδα ευρηματικότητας, δημιουργικότητας, ποιότητας και ιστορικής σημασίας στο είδος αυτό. Γενικά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως  ο «απόλυτος» μουσικός, λόγω του ζήλου, του πνεύματος, του βάθους των συναισθημάτων και του σεβασμού του στα σημαντικά σημεία αναφοράς της τέχνης του αλλά και ειδικότερα λόγω της μορφολογικής πρωτοτυπίας, της μοτιβικής μεταχείρισης και της τάσης του να προβληματίζεται επί της μουσικής και όχι απλώς να βάζει νότες στο πεντάγραμμο αναπαράγοντας παλαιότερα πρότυπα.        

=======

…στις 9 Ιουλίου του 1879 γεννιέται ο

Ottorino Respighi [Οτορίνο Ρεσπίγκι]

Μπολόνια, 9 Ιουλίου 1879 – Ρώμη, 18 Απριλίου 1936

Ο Ottorino Respighi ήταν Ιταλός συνθέτης, πιανίστας και αρχιμουσικός.  

Το Μουσικό Αφιέρωμα της Κυριακής Facebook Twitter
Οτορίνο Ρεσπίγκι

Γιος ενός καθηγητή του πιάνο, ξεκίνησε να μαθαίνει βιολί και πιάνο από πολύ μικρή ηλικία. Το 1891 γίνεται δεκτός στο Μουσικό Λύκειο της Μπολόνια όπου συνεχίζει τα μαθήματα στο βιολί ενώ ξεκινά και μαθήματα σύνθεσης αρχικά με τον Luigi Torchi και αργότερα με τον Giuseppe Martucci.

Από το 1900 έως το 1902 επισκέπτεται τη Ρωσία και εργάζεται για αρκετούς μήνες ως βιολιστής σε ορχήστρα. Ταυτόχρονα βρίσκει την ευκαιρία να κάνει και κάποια μαθήματα με τον Rimsky-Korsakov, τα οποία επηρέασαν καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετώπιζε εις το εξής την ενορχήστρωση.

Υπήρξε για πέντε χρόνια (1903-08) μέλος του Κουιντέτου Mugellini στη Μπολόνια. Την περίοδο 1908-09 παρακολουθεί την τάξη σύνθεσης του Max Bruch στο Βερολίνο. Ταυτόχρονα αναζητά την ευκαιρία να εργαστεί ως καθηγητής σε κάποιο Μουσικό Λύκειο. Τελικά το 1913 διορίζεται καθηγητής σύνθεσης στην Accademia di S. Cecilia της Ρώμης, και θα παραμείνει σ’ αυτή τη θέση για περισσότερο από μια δεκαετία. Εκεί το 1915 θα γνωρίσει τη νεαρή μαθήτρια Elsa Olivieri-Sangiacomo (μια χαρισματική συνθέτιδα και τραγουδίστρια) την οποία θα παντρευτεί τον Ιανουάριο του 1919.        

Το 1913 η Ρώμη είναι πλέον το επίκεντρο της ορχηστρικής συναυλιακής δραστηριότητας στην Ιταλία, κι αυτό λειτούργησε ως κίνητρο για τη δημιουργία εξαίρετων συνθέσεων. Μια από αυτές είναι και το συμφωνικό ποίημα Fontane di Roma (Πηγές της Ρώμης, 1914–16) του Respighi, το πρώτο έργο από τη «Ρωμαϊκή τριλογία» η οποία θα ολοκληρωθεί σταδιακά με την προσθήκη των Pini di Roma (Τα Πεύκα της Ρώμης, 1923–4) και Feste Romane (Ρωμαϊκές Γιορτές, 1928). Οι «Πηγές της Ρώμης» γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, κι ενίσχυσαν σημαντικά τόσο τη φήμη του Respighi όσα και τα έσοδά του.

Ottorino Respighi: Fontane di Roma

Ottorino Respighi - Pini di Roma

 

 

Το 1923 ο Respighi γίνεται διευθυντής της Accademia di S. Cecilia. Όμως τα διοικητικά του καθήκοντα αποδείχθηκαν χρονοβόρα και αταίριαστα  προς τον χαρακτήρα του. Έτσι το 1926 παραιτείται από τη θέση του διευθυντή, διατηρώντας ωστόσο την ιδιότητα του καθηγητή σύνθεσης (όχι τόσο για βιοπορισμό όσο από πραγματική αγάπη για τη διδασκαλία). Τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του επέλεξε να τα περάσει συνθέτοντας, διδάσκοντας και ταξιδεύοντας σε πολλές χώρες και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, προκείμενου να δώσει ρεσιτάλ ή να διευθύνει δικά του έργα αλλά και να συνοδέψει στο πιάνο τη σύζυγό του η οποία ερμήνευε κυρίως δικά του τραγούδια.

Ottorino Respighi - Feste Romane

Ο Respighi έτυχε μεγάλης αποδοχής και από το φασιστικό καθεστώς της εποχής και το 1932 ανακηρύχτηκε επίτιμο μέλος της Reale Accademia d’Italia (ένας οργανισμός που συγκέντρωνε ακαδημαϊκούς, διανοούμενους και καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες της Ιταλίας, ο οποίος  ιδρύθηκε το 1926 από το φασιστικό καθεστώς και διαλύθηκε το 1943). Ακόμα και ο ίδιος ο Mussolini είχε εκφράσει το μεγάλο θαυμασμό του για τα ορχηστρικά έργα του Respighi, ενώ επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί και μια σύνδεση της ενορχηστρωτικής φαντασμαγορίας  έργων όπως τα Pini di Roma και Feste Romane με τη φασιστική προπαγάνδα.

Ο Respighi απέναντι σε όλα αυτά κράτησε μια ουδέτερη στάση, παραμένοντας εντελώς αμέτοχος. Χαρακτηριστικά είχε ειπωθεί ότι «ο Respighi δεν επιχείρησε ποτέ να κερδίσει την εύνοια του καθεστώτος, καθώς ήταν ο μοναδικός συνθέτης της γενιάς του, που το καθεστώς υποστήριξε χωρίς καν να του ζητηθεί». (Harvey Sachs)

 

Στο πεδίο της «μουσικής πολιτικής» ωστόσο ο Respighi ουσιαστικά επιβεβαίωσε τις συντηρητικές του θέσεις υπογράφοντας [μαζί με τους Pizzetti, Zandonai και άλλες μικρότερες μουσικές φυσιογνωμίες] το περιβόητο και μακροσκελές μανιφέστο του Δεκέμβρη του 1932, το οποίο ήταν μια κατά μέτωπο επίθεση σε όλες τις σύγχρονες μουσικές τάσεις και μια παρότρυνση για επιστροφή στην παλαιόθεν καθιερωμένη ιταλική μουσική παράδοση. Κατά ειρωνεία της τύχης, επάνω στο συγκεκριμένο θέμα ο εντελώς απρόβλεπτος Mussolini παρατάχθηκε στο πλευρό των μοντερνιστών.

Από το 1932 και μετά η υγεία του Respighi επιδεινώνεται συνεχώς: στο φύσημα της καρδιάς που είχε διαγνωστεί το 1931, ήδη μέχρι το 1935 είχαν προστεθεί και άλλα σοβαρά προβλήματα. Μετά το 1933 δεν καταφέρνει να ολοκληρώσει κανένα από τα ημιτελή του έργα, ενώ και η τελευταία του όπερα, η Lucrezia, αν και φαινομενικά είναι πλήρης, καθιστά εμφανέστατα τα σημάδια κόπωσης και εξασθένησης του συνθέτη.

Τα πρώτα έργα του Respighi περιλαμβάνουν μουσική δωματίου, τραγούδια με συνοδεία από πιάνο ή ορχήστρα και πολυάριθμες όπερες συμπεριλαμβανομένης και της όπερας με μαριονέττες  La bella dormente nel bosco (Η Ωραία Κοιμωμένη).

"La bella dormente" 

Ωστόσο στην ιστορία έμεινε γνωστός για τα ορχηστρικά του έργα με την περιγραφική και αστραφτερή ενορχήστρωση.

Ως μεσήλικας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την παλαιά μουσική, περισσότερο από την οπτική γωνία του ενορχηστρωτή παρά από εκείνη του μελετητή. Στο συμφωνικό του ποίημα Vetrate di chiesa (Βιτρώ, 1925) χρησιμοποιεί αποσπάσματα από το Γρηγοριανό μέλος ενώ και αρκετά άλλα έργα του έχουν τίτλους με αρχαϊκές αναφορές (π.χ. Γρηγοριανό Κοντσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα, 1921).

 VETRATE DI CHIESA

Τα πιο δημοφιλή και ανθεκτικά στο χρόνο επιτεύγματά του ήταν οι διασκευές έργων από συνθέτες της Baroque και πρώιμης Κλασικής περιόδου, όπως για παράδειγμα η σουίτα Gli uccelli (Τα Πουλιά, 1927) που βασίστηκε σε έργα του Rameau και άλλων.

Επίσης το μπαλέτο La Boutique fantasque (γνωστό και ως TheMagicToyshop), το οποίο ο Respighi διασκεύασε δια λογαριασμό του Diaghilev το 1919 από διάφορα κομμάτια του Rossini, ανήκει στα έργα εκείνα που εξακολουθούν να διατηρούν την αρχική τους γοητεία.

La Boutique Fantasque  -  ROSSINI/RESPIGHI  -  René LEIBOWITZ

Λίγο πριν οι δυνάμεις του των εγκαταλείψουν οριστικά, στρέφεται εκ νέου προς την όπερα, χωρίς όμως να πετύχει κάτι περισσότερο από λίγη ακόμα εφήμερη επιτυχία.

=====

Και τέλος, στις 13 Ιουλίου 1987

γίνεται στην Άρλ (Ν.Γαλλία) η πρεμιέρα του έργου Taurhiphanie [Ταυριπφάνεια] του Ιάννη Ξενάκη.

Το έργο αρχικά προοριζόταν ως ένα θέαμα με εκτελεστές κρουστών, ηλεκτρονικούς ήχους, φώτα και τη συμμετοχή ταύρων και ίππων [ο τίτλος εξάλλου συντίθεται από αυτές τις λέξεις: ταυρ-ιπ-φάνεια]. Η αρχική ιδέα του συνθέτη συμπεριλάμβανε και την αναμετάδοση ήχων από τους ταύρους με τη χρήση μικροφώνων, ώστε να ακούγεται η αναπνοή και οι βρυχηθμοί τους καθώς θα τρέχουν μέσα στην αρένα, ενώ ο Ξενάκης και οι βοηθοί του θα ανταποκρίνονταν ζωντανά στους ήχους αυτούς χρησιμοποιώντας το σύστημα UPIC*. Τελικά οι τεχνικές δυσκολίες εμπόδισαν την ενσωμάτωση του διαδραστικού στοιχείου στην παράσταση και το έργο περιορίστηκε μόνο στη χρήση ηλεκτρονικών ήχων από μαγνητοταινίες. Η μουσική του Taurhiphanie είναι πυκνή και ενίοτε θορυβώδης, παραπέμποντας ενδεχομένως στους ήχους των ταύρων.   

*Το ηλεκτροακουστικό σύστημα UPIC δημιουργήθηκε το 1975 από τον ίδιο τον Ξενάκη [UPIC: Unité Polyagogique Informatique CEMAMu, Πολυαγωγική Πληροφορική Μονάδα του CEMAMu (CEMAMu : Centre d'Etudes de Mathématique et Automatique Musicales, Κέντρο Μελέτης Μαθηματικής και Αυτοματικής Μουσικής)]. Πρόκειται για μια επιφάνεια η οποία μετατρέπει σε ψηφιακές πληροφορίες το σχέδιο-γραφική παρτιτούρα που ο συνθέτης χαράσσει επάνω της με ένα ηλεκτρομαγνητικό μολύβι. Η επιφάνεια αυτή είναι συνδεδεμένη με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ο οποίος είναι ειδικά προγραμματισμένος να «μεταφράζει» τις ψηφιακές πληροφορίες που λαμβάνει σε ήχους.

Iannis Xenakis – Taurhiphanie

Ο Ιάννης Ξενάκης (Βραΐλα, 1922 -  Παρίσι, 2001) ήταν έλληνας συνθέτης γεννημένος στη Ρουμανία. Σε ηλικία 10 ετών επιστρέφει με τους γονείς του στην Ελλάδα και δύο χρόνια αργότερα ξεκινά μαθήματα μουσικής (αρμονία και αντίστιξη) στην Αθήνα με τον Αριστοτέλη Κουντούρωφ (μαθητή του Alexander Skrjabin). Το 1940 εισάγεται στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ. Κατά τη διάρκεια του ΙΙου Παγκοσμίου Πολέμου παίρνει μέρος στην Εθνική Αντίσταση και εντάσσεται στο (παράνομο ακόμα τότε) Κ.Κ.Ε.

Η συμμετοχή του στα Δεκεμβριανά του 1944 θα του στοιχίσει την απώλεια του αριστερού του ματιού και την παραμόρφωση της αριστερής πλευράς του προσώπου του, καθώς τραυματίστηκε σοβαρά από θραύσμα αγγλικής οβίδας. Το 1947 καταφέρνει να διαφύγει στη Γαλλία με πλαστός διαβατήριο καθώς εκκρεμεί εις βάρος του καταδίκη εις θάνατον. Αξίζει να σημειωθεί ότι εξαιτίας αυτού, ο Ξενάκης θα μπορέσει να επισκεφτεί ξανά την Ελλάδα μόνο μετά από 27 χρόνια, όταν πλέον του χορηγείται αμνηστία το 1974 από τη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης.

Το Μουσικό Αφιέρωμα της Κυριακής Facebook Twitter
Ιάννης Ξενάκης

Στο Παρίσι εργάζεται στο γραφείο του γνωστού αρχιτέκτονα Le Corbusier συνδέοντας έτσι το όνομά του με πολλά σπουδαία έργα [χαρακτηριστικότερο ίσως είναι το Περίπτερο της Philips για την διεθνή έκθεση των Βρυξελλών του 1958]. Ταυτόχρονα κάνει μαθήματα σύνθεσης διαδοχικά με τους Arthur Honegger, Darius Milhaud και Olivier Messiaen και διαθέτει όλο τον ελεύθερο χρόνο του στη μουσική δημιουργία. Έτσι όταν έρχεται η στιγμή της μεγάλης αναγνώρισής του ως αρχιτέκτονα, συμπίπτει με την καθιέρωσή του ως συνθέτη, κι από τα δύο επιλέγει το δεύτερο εγκαταλείποντας οριστικά την αρχιτεκτονική το 1959.

Ο Ξενάκης ανήκει στην πρωτοποριακή γενιά των συνθετών που έφεραν την επανάσταση στη μουσική μετά τον ΙΙο Παγκόσμιο Πόλεμο.  Παρόλο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «αουτσάιντερ» στον ακαδημαϊκό μουσικό στίβο (καθώς η «κλασσική» μουσική του παιδεία είναι αρκετά ελλιπής), είναι ο πρώτος (από τους ελάχιστους) που κατάφερε να αντικαταστήσει επιτυχώς την παραδοσιακή μουσική σκέψη, με νέες ριζοσπαστικές ιδέες σε ότι αφορά τη σύνθεση. Είναι εξάλλου εκείνος που επινόησε τον όρο Stochastic music [Στοχαστική Μουσική] θέλοντας να περιγράψει τη μουσική σύνθεση που βασίζεται σε διάφορες διαδικασίες προερχόμενες από τα μαθηματικά, τη στατιστική και τη φυσική. Η μουσική του γλώσσα επηρέασε σημαντικά πολλούς κατοπινούς συνθέτες εντός και εκτός Ευρώπης, παραμένοντας ωστόσο μοναδική για την ασυμβίβαστη τραχύτητα και τη νοηματική της λιτότητα.

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

1 σχόλια