Η Λίνα Νικολακοπούλου είναι αυτό που νομίζεις. Ένας υπέροχος άνθρωπος.

Η Λίνα Νικολακοπούλου είναι αυτό που νομίζεις. Ένας υπέροχος άνθρωπος. Facebook Twitter
2

Πήρα το χρίσμα της Αθηναίας γιατί γεννήθηκα σε μαιευτήριο της Αθήνας, αλλά πάρα πολύ γρήγορα, μωράκι, γύρισα στη γενέτειρα της μητέρας μου, στη χερσόνησο των Μεθάνων, δύο ώρες με το πλοίο από τον Πειραιά μετά την Αίγινα. Έβγαλα εκεί τις τρεις τάξεις του δημοτικού. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα και ο πατέρας μου στρατιωτικός, ο οποίος, όταν γεννήθηκα, υπηρετούσε στο στρατόπεδο της Χαλκηδόνας έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ζούσαμε μαζί με την αδερφή μου και με τη γιαγιά μου. Τον παππού μου, τον πατέρα της μητέρας μου, δεν τον γνώρισα, αλλά πήρα το όνομά του, «Ευαγγελία» από το «Ευάγγελος». Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι με πλατιά αντίληψη της ζωής και του κόσμου, με έννοια να μάθουν τα παιδιά τους όχι μόνο τα γράμματα του σχολείου αλλά και το τι είναι θέατρο, κινηματογράφος κ.λπ. Ζώντας, λοιπόν, από την Δ' Δημοτικού στην περιοχή του Νέου Κόσμου, πήγαινα κι έκανα κιθάρα στο ωδείο, στην πλατεία Νέας Σμύρνης. Αυτό σήμαινε ότι άρχιζα να γεύομαι τη χαρά που μου έδινε η τέχνη.

• Τους έχω χάσει τους γονείς μου, τη μητέρα μου το 2007 και δέκα χρόνια πριν τον πατέρα μου. Ήταν από τα «πράγματα» που ως προοπτική με απασχολούσαν από πολλά χρόνια πριν, αλλά, αν σκεφτεί κανείς ότι έγραψα το «Μαμά γερνάω» το 1988, ουσιαστικά από εκείνη τη δεκαετία ήταν σαν να ετοίμαζα τον εαυτό μου για την απώλεια των πιο δικών μου ανθρώπων. Ουσιαστικά, επίσης, περνούσα στην ενηλικίωση και στην ευθύνη του προχωρήματος στη ζωή. Πολλοί απορούσαν πώς έγραψα αυτούς τους στίχους τόσο νέα, όμως κατά βάθος προετοιμαζόμουν για την πρώτη απώλεια, αυτήν του πατέρα, μέσα στην επόμενη δεκαετία. Όταν τελικά «έφυγε», εγώ ήμουν μεγάλη, είχα πετύχει, είχα σταθεί στα πόδια μου, αλλά πάλι νομίζω ότι και η επόμενη απώλεια μιας μάνας που ξεχείλιζε από αγάπη δεν μου έδωσε την αίσθηση ότι συνέβη νωρίς. Αισθάνθηκα μια κρυφή χαρά και ικανοποίηση που ήμουν σε θέση να ανταποδώσω σ' αυτούς που μου 'δωσαν.

Καμιά φορά βασανίζομαι πολύ, τυραννιέμαι για να αναρωτηθώ «υπάρχει τώρα λόγος γι' αυτό που κάνω;», είμαι ανθεκτική και περίεργη, έχω ακόμα νιάτα μέσα μου!

• Έχω δει ανθρώπους να κλαίνε με το «Μαμά γερνάω», όπως και με το «Βλέφαρό μου» του Κυπουργού με τον Αηδονίδη. Μεγάλοι άντρες και γυναίκες παθαίνουν το ίδιο... Ευτυχώς υπάρχει ένα αγκάθι μέσα μας που ένα τραγούδι μπορεί να σ' το βγάλει. Εκείνη την ώρα το κλάμα γίνεται κάθαρση, θεραπεία, γιατί πονάει κάτι που κρύβαμε ώστε να μπορέσουμε να ζήσουμε ή να αντέξουμε. Μόνο δέος έχω μέσα μου για το δάκρυ των ανθρώπων. Αυτό που σου περιγράφω υπερβαίνει την απλή συγκίνηση. Δεν μπορεί να χωρέσει στο κεφάλι μου το ότι από μια απλή σελίδα χαρτί στο σπίτι μου βγήκε κάτι που ένωσε τους ανθρώπους. Με ξεπερνάει τόσο όλο αυτό, που εκείνη τη στιγμή σχεδόν συστέλλομαι, σαν να ευγνωμονώ τον εαυτό μου για το δώρο που μου δόθηκε. Είναι ανεξήγητο, δεν μπορείς να το διανοηθείς. Ξαναγίνομαι παιδί όταν διασχίζω έναν δρόμο και μπορεί να περνάει ένα αυτοκίνητο που παίζει ένα τραγούδι μου κι ένας άνθρωπος μέσα το τραγουδάει, χωρίς να ξέρει ότι είμαι δίπλα του και του κάνω παρέα. Να πούμε και μια τρομερά κωμική στιγμή. Ήμουν στην Εφορία για δουλειές. Στον διάδρομο βάδιζε μπροστά από μένα μια γυναίκα που τραγουδούσε «Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα». Δεν με είχε δει. Μπαίνει εκεί που θα έμπαινα κι εγώ. Με πιάσανε τα γέλια, όπως καταλαβαίνεις, παίρνοντάς το και για καλό οιωνό. Άφησα να περάσει ένα λεπτό για να μην τη σοκάρω, άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Μόλις σήκωσε τα μάτια της πάνω μου, πετάχτηκε και είπε: «Χριστός και Παναγία! Δεν έλεγα τίποτε άλλο, να πάρω κάνα λαχείο;».

Χρόνης Αηδονίδης - Βλέφαρό μου

• Στην εφηβεία μου ζούσα στον Άγιο Παντελεήμονα. Ανακάλυπτα τους δίσκους του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, του Ξαρχάκου και του Σαββόπουλου. Από ξένη μουσική πιο πολύ άκουγα την Aretha Franklin και μετά τον Santana. Ανισόρροπα ακούσματα. Μου άρεσε και το ιταλικό τραγούδι, η Mina και η Milva. Πού να φανταζόμουν ότι η Milva θα έλεγε δικούς μου στίχους... Άσ' τα, άσ' τα... Έβλεπα ακόμη πολύ σινεμά, ιταλικό νεορεαλισμό, νουβέλ βαγκ, Ταρκόφσκι. Ως έφηβη ήμουν εσωστρεφής, είχα αρχίσει ήδη να γράφω, γιατί με τη γραφή άρχισαν και όλα τα άλλα.

Ξεκίνησα να γράφω στα 13 μου, όχι απαραιτήτως στιχάκια, αλλά πρωτόλεια ποιήματα. Ωστόσο, παίζοντας κιθάρα, η μουσική ήταν ο κοινός τόπος συνεννόησης με τους συμμαθητές μου. Αντίθετα, ένιωθα πως ο κινηματογράφος δεν τους άγγιζε όσο εμένα που αναζητούσα έναν φαντασιακό κόσμο. Ούτε πολυπήγαινα στα πάρτι, δεν ήταν εκεί ο δικός μου κόσμος. Είχα μέσα μου την αίσθηση της κοινωνικότητας, αλλά ένιωθα πως νεκρώνει την επιθυμία μου για έκφραση και για ζωή, που έπρεπε λίγο-λίγο να τη χτίσω μόνη μου. Το σινεμά με βοήθησε να κάνω λόγο τη φαντασία μου. Αυτό που με μάγευε ήταν η κινητοποίηση του ψυχικού μου κόσμου που μου επέτρεψε τη διαφυγή από μια κανονική ρότα τραγουδιού. Ακούγοντας από μικρή πάρα πολύ ραδιόφωνο, μάθαινα απ' έξω τα περισσότερα από τα τραγούδια. Μαζί με τα λαϊκά τραγούδια, με είχε τραβήξει το νέο κύμα με τις ιδιαίτερες μελωδίες του και τον ιδιαίτερο λόγο του. Κάπου λίγο πριν από το πανεπιστήμιο, με κέρδισε και το θέατρο, Εθνικό και Κουν. Παρακολουθούσα με καρδιοχτύπι. Η εικόνα που συνοψίζει τη νιότη μου είναι να περπατάω μόνη μου για πολλές ώρες, να γυρνάω εξοντωμένη στο σπίτι μου και να κάθομαι να γράφω. Έφερνα τον εαυτό μου σε μια σωματική εξουθένωση και μετά ουσιαστικά κατέγραφα όσα συναισθήματα μου είχε κινήσει εκείνη η βόλτα.

• Γνώρισα τον Σταμάτη Κραουνάκη με το που τέλειωσα το Γυμνάσιο το '76 και μπήκα στη Πάντειο. Ακόμη δεν είχε κάνει δισκογραφία ο Σταμάτης. Μπαίνω με τα χαρτιά μου να γραφτώ στο πανεπιστήμιο και ακούω μια μελωδία από το αμφιθέατρο. Παρατάω τα χαρτιά μου στη γραμματεία και σπρώχνω την πόρτα για να δω ποιος παίζει πιάνο. Σε έναν άδειο χώρο βλέπω τον Σταμάτη, πλάτη, να παίζει, ούτε καν είδα πρόσωπο. Φεύγω, πηγαίνω για καφέ και μετά από λίγη ώρα ακούω ένα βροντερό γέλιο και βλέπω τον Σταμάτη μαζί με ένα άλλο παιδί να διασχίζουν τον χώρο. «Αυτό το παιδί ποιο είναι, μήπως ξέρετε πως το λένε;» ρώτησα έναν φοιτητή και μου είπε: «Είναι ο Σταμάτης Κραουνάκης». Στην Πάντειο είχαμε δύο χορωδίες, μία που είχε οργανώσει ο Σταμάτης και κάναμε τις εκδηλώσεις και άλλη μία που διηύθυνε ο Κωνσταντίνος Σωτηρέλλης. Εγώ, μέσω μιας συμφοιτήτριάς μου, έτυχε να πάω στη χορωδία του Σωτηρέλλη, αλλά κάποια στιγμή βρέθηκα στις πρόβες της χορωδίας του Σταμάτη και είπα «Θα πάω από δω». Τον πιάνω μια μέρα και του λέω: «Γράφω στίχους. Να σ' τους δώσω να τους δεις;». Έτσι έγινε το πρώτο μου τραγούδι, το «Να σου λερώνω το φιλί», που μπήκε εκ των υστέρων στα «Σκουριασμένα χείλια». Είχα τη χαρά να μου επιστραφεί ο λόγος μου με το έμβλημα της μελωδίας! Πολύ νωρίς μού δόθηκε το δώρο από τον Σταμάτη ν' ακούσω με τη φωνή του στο σπίτι μου αυτό που είχα γράψει με τη μελωδία του. Δεν υπήρχε τίποτα στο μυαλό μας για καριέρα ή επιτυχία, απλώς μ' ευχαριστούσε ότι μπήκα σε μια σχολή με μοντέρνα μαθήματα, όχι αρχαιούρες, με προοδευτικούς καθηγητές. Βρέθηκα μέσα σε ό,τι αγαπούσα: σε μουσική, πρόβες, τραγούδι. Δεν έβλεπα την ώρα να πάω στο πανεπιστήμιο.

Η Λίνα Νικολακοπούλου είναι αυτό που νομίζεις. Ένας υπέροχος άνθρωπος. Facebook Twitter
1984: Παρουσίαση δίσκου ΕΞ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΥ. Λίνα Νικολακοπούλου, Σταμάτης Κραουνάκης, Μάκης Μάτσας, Μανώλης Μητσιάς. Αρχείο Μάκη Μάτσα

• Κάτι μου είχαν πει για έναν «αστικό μύθο» ότι είχαμε αρραβωνιαστεί με τον Σταμάτη. Κάποια στιγμή έπαιζε να συζήσουμε και είχαμε νοικιάσει ένα σπιτάκι δίπλα στην Πάντειο, ας το πούμε σαν τη φοιτητική μας φωλιά. Αυτό ήταν όλο. Δεν μου έχει δείξει ποτέ τίποτα ο Σταμάτης, αν ένιωθε ανταγωνιστικά σχέση με άλλους συνθέτες με τους οποίους δούλευα. Χαιρόταν πάντα μ' εμένα, χωρίς ποτέ να μου πει «γιατί κάνεις το ένα ή το άλλο». Ακόμα κι όταν εγώ έκανα αυτά με τον Ara Dinkjian ή τον Bregovic, ήθελα να τον αφήνω πάντα ελεύθερο. Τον ανέπνεα και τον καταλάβαινα, δεν ήθελα να 'μαστε δεμένοι με σκοινιά. Όταν ωρίμαζε μέσα του η επιθυμία του να κάνει τα δικά του, εγώ δεν ήθελα με τίποτα να είμαι ένα βαρίδι στο πόδι του Σταμάτη. Πολύ αληθινά τον άφηνα να κάνει ό,τι ήθελε κι εγώ ήμουν πάντα εκεί. Η σχέση μας μάς έδινε το προνόμιο να τσακωνόμαστε πάρα πολύ, αλλά εγώ να 'χω την ασφάλεια ότι αυτό δεν σήμαινε τίποτα. Η αγάπη μας είχε ένα βάθος ερήμην μας, από την ίδια της την υπόσταση. Αυτό φάνηκε απ' τα τόσα ωραία τραγούδια που δώσαμε μαζί, απ' το όταν εγώ είπα: «Ο καθένας το όνειρό του τώρα». Αυτό το είπα όχι μόνο με τον Σταμάτη αλλά και με όλους. Δεν ήθελα να επιβάλω τίποτα. Να σου πω και κάτι άλλο για τη μεγαλοσύνη του Σταμάτη που δεν θα το ξέρεις; Το '91 δούλευα δύο πράγματα, το «Παραδέχτηκα» του Bregovic με την Άλκηστη και το «Μένω εκτός» με την Αρβανιτάκη. Επειδή ο Bregovic είχε βγάλει ήδη το εισιτήριό του να φύγει στην Αμερική, εγώ δεν προλάβαινα να τελειώσω τη δουλειά. Παρακάλεσα τον Σταμάτη να μου δώσει δύο μέρες το στούντιο Σιέρρα που το 'χε κλεισμένο γιατί έγραφε το «Μόνο μια φορά» με τον Μακεδόνα. Βιαζόταν κι αυτός να βγει ο δίσκος του – μου κάνει: «Με πετάς έξω απ' τις ημερομηνίες μου, αλλά πάρ' τες αυτές τις δύο μέρες». Ο Σταμάτης δηλαδή όχι μόνο δεν μου έβαλε τρικλοποδιά, όχι μόνο δεν μου έκανε μούτρα, αλλά μου έδωσε τις ώρες απ' τη δική του δουλειά για να μη χάσω τη δική μου.

• Μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο, είχα ήδη φιλία με τον σκηνογράφο Μανώλη Παντελιδάκη. Όταν δούλευε κάπου ο Μανώλης κι έπρεπε να κάνει κάτι άλλο, μου 'λεγε να πάω στη θέση του. Έτσι έβγαζα ένα χαρτζιλίκι, αλλά ο Μανώλης, που γνώριζε επίσης την αγάπη μου για το σινεμά, με γνώρισε σύντομα στον Μάνο Ευστρατιάδη. Από τον Ευστρατιάδη βρέθηκα στο Παρασκήνιο του Παπαστάθη και του Χατζόπουλου, στη Σινετίκ. Τα γραφεία ήταν πίσω από το Μουσείο στην Πατησίων. Δεν το λέω για τίποτε άλλο, αλλά θα θυμάσαι το τραγούδι που έγραψα «Το καλοκαίρι θα 'ρθει, ραντεβού θα σου δίνω στο Μουσείο μπροστά» κ.λπ. Με έστελναν στα γραφεία της Finos στη Χίου να πάρω τα εμφανισμένα φιλμ και το έκανα πολύ γρήγορα, πεταγόμουν με μια μοτοσικλέτα που είχα. Έτσι είχα χρόνο να πίνω τον καφέ μου μπροστά από το μουσείο με τους γέρους. Το ίδιο και στα γαλακτοπωλεία της Ομόνοιας. Ρέμβαζα με χειμώνα καιρό, έμπαινα μέσα και οι άνθρωποι αυτοί του μεροκάματου ποτέ δεν με πείραξαν σαν ένα κορίτσι μόνο του. Δεν ήρθα ποτέ σε δύσκολη θέση με τον κόσμο αυτό. Χανόμουν όλη τη μέρα μέσα στην πόλη, σε μέρη που με ενέπνεαν, κι εκεί όλο και κάτι έγραφα. Στο Παρασκήνιο σήκωνα επίσης τα τηλέφωνα, δακτυλογραφούσα –ξέχασα να σου πω ότι είχα περάσει και από την Didacta– και γρήγορα έμαθα να κάνω κοπή αρνητικού. Ερχόταν ο μοντέρ Βαγγέλης Γούσιας αργά τη νύχτα απ' το σπίτι μου, μου 'δινε τις μπομπίνες και μπορεί να τελειώναμε στις εφτά το πρωί. Εγώ «έκοβα» τα αριθμημένα πλάνα από το αρνητικό με τα γάντια μου τα άσπρα τα βαμβακερά για να μη λερώνεται το φιλμ. Η τεχνογνωσία αυτή με βοήθησε να ξέρω πολύ καλά την τεχνική πλευρά ενός γυρίσματος. Κάποτε, σε ένα τηλεοπτικό πορτρέτο μου με την Έλενα Ακρίτα, μπήκα στο μοντάζ με τον σκηνοθέτη και κάτσαμε 15 ώρες για να πετάξουμε τα σκάρτα. Ισχύει αυτό που λένε «Ένας που φελλάει καλά σε ένα, φελλάει καλά παντού», καταλαβαίνει δηλαδή. Με πήρε βοηθό σκηνοθέτη ο Παπαστάθης στον Καιρό των Ελλήνων του και σε μία σκηνή παίζω κι εγώ μαζί με τον Αλέξη Δαμιανό. Τι να σου λέω, βίος και πολιτεία! Μετά έπαιξα στον Ηλεκτρικό Άγγελο του Ρετζή, ενώ τραγούδησα κι ένα ιταλικό τραγούδι μαζί με τον Δημήτρη Μαυρίκιο. Γίναμε φίλες με την Τώνια Μαρκετάκη και τη Φρίντα Λιάπα, τις συχωρεμένες. Βέβαια, για να λέμε την αλήθεια, είδα και πόσο δύσκολο πράγμα είναι ο κινηματογράφος, να λιώνεις στα πόδια σου, και πόσο το τραγούδι είναι πολύ πιο απλό ως φόρμα, αφού δεν χρειάζεται να πουλήσεις το σπίτι σου για να γίνει. Ένα κομμάτι χαρτί και τελείωσες δηλαδή, τίποτε άλλο. Εδώ να πω ότι ο τόπος αυτός, η χώρα μας, μας σηκώνει την ψυχή, αλλά μας τη βγάζει κιόλας προκειμένου να εκφράσουμε κάτι. Δηλαδή ενώ μας δίνει υλικό για να δημιουργήσουμε, καθημερινά μας σταυρώνει...

Η Λίνα Νικολακοπούλου είναι αυτό που νομίζεις. Ένας υπέροχος άνθρωπος. Facebook Twitter
Ο Γκάτσος με κατονόμασε και αυτό μου το επιβεβαίωσε και ο Δήμος Μούτσης. Έβαζε το χέρι στο μάγουλό του κι έλεγε: «Αυτή η κοπέλα τάζει! Τάζει ότι κάτι θα δώσει». Έτσι και ο Χατζιδάκις, οξυδερκώς δεν με μελοποίησε, αφήνοντας με τον Κραουνάκη στα ξεκινήματά μας και ξέροντας ότι κάτι πηγαίναμε να κάνουμε οι δυο μας. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Παράλληλα με το πανεπιστήμιο και τη Σινετίκ, υπήρχε μία σκηνοθέτις, η Άννα Κεσίσογλου, που δούλευε στο Τρίτο Πρόγραμμα. Κάποια στιγμή με είδε να γράφω στη γραφομηχανή κάτι που πρόσεξε ότι ήταν έμμετρο. «Τι κάνεις εδώ;» με ρωτάει. Κοκκίνισα εγώ. Τα βλέπει, μου λέει: «Θες να τα δώσω του Μάνου Χατζιδάκι;». Τα έδωσε όντως και μετά από έναν μήνα μου είπε ότι τα είδε ο Χατζιδάκις και παρατήρησε ότι έχω πυκνό λόγο, αλλά να μην τον πολυφορτώνω με τόσα σύμβολα. Φαντάσου, αν με είπαν μετά πυκνή, πόσο αληθινά συμπυκνωμένη ήμουν στα πρωτόλειά μου! Ήταν μια πολύ θετική συμβουλή αυτή, αν υποτεθεί πως υπήρξε αποδοχή του ταλέντου μου. Το 1994, λίγο καιρό μετά τον θάνατο του Χατζιδάκι, ο γιος του, ο Γιώργος, μου παρέδωσε τα χαρτιά μου, τα οποία όλα αυτά τα χρόνια τα είχε ο Μάνος στο γραφείο του σε έναν άσπρο φάκελο που απάνω είχε γράψει με τον γραφικό χαρακτήρα του: «Λίνα Νικολακοπούλου, 23 χρονών». Ο συγκλονισμός ο δικός μου ήταν όταν κλήθηκα να γράψω στίχους πάνω σε υπάρχουσες μελωδίες του Χατζιδάκι για τον «Χορό με τη σκιά μου» της Δήμητρας Γαλάνη. Τις είχε πρωτοτραγουδήσει στα αγγλικά η Μούσχουρη. Όταν συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να γράψω πάνω σε μουσικές του Χατζιδάκι, χωρίς να ζει ο Χατζιδάκις, με «έτρωγε» ποιος θα μου πει αν αυτό που έγραψα ήταν καλό. Είχα μέσα μου ένα τεράστιο δέος, γι' αυτό και το θεωρώ από τα μεγαλύτερα αγωνίσματα της ζωής μου. Μπορεί να φαίνεται απλό, αλλά δεν είναι καθόλου! Όταν εγώ έγραφα την «Εποχή της αγάπης», ένιωθα συντριβή! Και πάλι η Κεσίσογλου τότε, τόσα χρόνια μετά, μου είπε: «Θα μου κάνεις τη χάρη να είσαι αληθινή, να το κάνεις. Ο Μάνος ήθελε αλήθεια από τον συνδημιουργό του»! Όταν έφτιαξα κι άλλο κομμάτι, τη «Σκάλα τ' ουρανού», παρακάλεσα τον Νίκο Κυπουργό που έκανε την ενορχήστρωση να «αδειάσει» το πρώτο μέρος, να ακούγεται μόνο το πιάνο σχεδόν, αφού είχα γράψει ακούγοντας πάνω στο πιάνο του Μάνου. Όταν βγήκε ο «Χορός με τη σκιά μου», το '98, μέχρι να ακούσω το δικό μου πρώτο κομμάτι μετά από τόσα μεγαθήρια, Γκάτσο, Σαπφώ, τα λιανοτράγουδα κ.λπ., έτρεμα μην καταποντιστώ. Όταν άκουσα ότι ο λόγος μου έστεκε, ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της! Θα σου πω τώρα κάτι άλλο: ο Γκάτσος με άκουγε πιο επισταμένα από τον Χατζιδάκι. Είχα γράψει πέντε-έξι τραγούδια και μου τηλεφωνεί ο Παπαστάθης: «Πάρε την εφημερίδα, ο Γκάτσος σε αναφέρει»! Είχε δώσει μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του στην «Καθημερινή». Διαβάζω, λοιπόν, να λέει προς το τέλος, που τον ρώτησαν τι πίστευε για το σήμερα: «Υπάρχει ένα κορίτσι που λέγεται Νικολακοπούλου και πιστεύω αυτή έχει κάτι να δώσει». Ο Γκάτσος με κατονόμασε και αυτό μου το επιβεβαίωσε και ο Δήμος Μούτσης. Έβαζε το χέρι στο μάγουλό του κι έλεγε: «Αυτή η κοπέλα τάζει! Τάζει ότι κάτι θα δώσει». Έτσι και ο Χατζιδάκις, οξυδερκώς δεν με μελοποίησε, αφήνοντας με τον Κραουνάκη στα ξεκινήματά μας και ξέροντας ότι κάτι πηγαίναμε να κάνουμε οι δυο μας. Μια άλλη φορά με πήγε ο Μητσιάς στο Μέγαρο που θα έδινε μια συναυλία ο Χατζιδάκις με την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Μου λέει: «Θα πάμε για φαγητό μετά μαζί με τον Μάνο». Πήγαμε στο εστιατόριο του Μεγάρου και αφού φάγαμε, ο Μάνος ζήτησε γλυκό, ενώ δεν έπρεπε να τρώει γλυκά. Άρχισαν τα «μη» και «δεν πρέπει» οι ομοτράπεζοι, οπότε γυρνάει και μου λέει: «Εσείς δεν έχετε γράψει τη "Σωτηρία της ψυχής";». Απαντώ «μάλιστα» και κάνει «Για τη σωτηρία της καρδιάς δεν μπορείτε να γράψετε κάτι;». Δε θα ξεχάσω την ευφυΐα που επιστράτευσε για να τους «ψήσει» να του φέρουν γλυκό, (γέλια) Και ένα τελευταίο: παλιότερα, έχοντας τελειώσει από κοπή αρνητικού στο Παρασκήνιο, με ειδοποίησαν ότι θα έτρωγαν στην Πλάκα με τον Χατζιδάκι. Πήγα, ήταν μια παρέα όλο άντρες, μα μόλις με είδε ο Χατζιδάκις, σηκώθηκε και μου τράβηξε καρέκλα για να καθίσω. Αυτό που σου λέω τώρα είναι η ένδειξη του τι σημαίνει ευγενής άνθρωπος.


• Σ' εσένα θέλω να πω πώς γνώρισα τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο, τραγουδούσα ένα φεγγάρι στον Τιπούκειτο, μια μπουάτ στα Εξάρχεια. Έχω κρατήσει και την αφίσα του Φασιανού. Έπαιζα μπαγλαμά και τραγουδούσα. Κάποια στιγμή ακούω μια αιθέρια φωνή, γύρισα να δω από πού ερχόταν. Ήταν η Φλέρυ που έμενε μέσα στο οίκημα του Τιπούκειτου με την κόρη της τη Ζωίτσα στην αγκαλιά και είχε βγει στο μπαλκονάκι, συνεχίζοντας το ρεμπέτικο που λέγαμε εμείς. Ήταν 10 το βράδυ, αλλά η Φλέρυ είχε μόλις ξυπνήσει, σαν αερικό, είχε τη δική της μοναδική σχέση με τον χρόνο και με τα πάντα. Την ξανάδα στη «Ρωμαϊκή Αγορά» όπου δεν ήρθε από το τρακ της κι έστειλε η Γαλάνη να τη φέρουν. Δεν ξέρω, κι εσύ θα το 'χεις ζήσει σίγουρα αυτό, αλλά είναι σαν όνειρο να συναντιέσαι με ιερά θηρία σε ανύποπτες στιγμές, εκεί που δεν το περιμένεις. Σαν να υπάρχει μια πηγή δυνατοτήτων και κατά καιρούς, αν το επιτρέψουν οι συγκυρίες, ανοίγεται μπροστά μας.

• Με το «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ» μέσα σε έξι μήνες είχε γίνει της κακομοίρας! Πέρασε τις 100.000 σε πωλήσεις! Αντίθετα, το «Μαμά γερνάω» δεν είχε πουλήσει ούτε 3.000 στον χρόνο απάνω. Όπως σ' το λέω! Έμοιαζε να 'ναι κάτι άλλο, περίμεναν κάτι ίδιο με το «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ», αλλά εμείς πήγαμε αλλού. Αυτό που φτιάξαμε με την Τάνια ήταν αλλού από μόνο του. Ένα κατά βάση δραματικότατο άλμπουμ, αφού η Τάνια είχε χάσει τη μάνα της τότε. Μου το ζήτησε η ίδια στην ουσία. Όποιος μπορεί ν' αποτυπώσει ένα οριακό συναίσθημα, μπαίνει και σε μια οριακή συνθήκη, ένα οριακό αγώνισμα.

Άλκηστις Πρωτοψάλτη - Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ - 1985

• Δεν ξέρω αν έβγαλα ποτέ πακτωλό χρημάτων από τα τραγούδια μου, ξέρω ότι είχα τη χαρά να γίνονται επιτυχίες. Ήτανε μαγικό αυτά που έκανα όλη μου τη ζωή να πηγαίνουν σπουδαία. Ήταν η μεγαλύτερη ανταμοιβή μου. Ασφαλώς και ήταν χαρά να ζω άνετα, κάτι που θα ευχόμουν για όλο τον κόσμο. Ποτέ δεν μπήκα στη λογική της συνταγής της επιτυχίας κι αυτό το αποδεικνύουν τα περιεχόμενα των έργων μου. Τα έργα ήταν οι προθέσεις μου. Εάν μοιάζανε και ήτανε «φωτοτυπίες», θα σου έλεγα πως είχα βρει έναν τρόπο να σε πηγαίνω όπου ήθελα. Δεν ήταν έτσι, όμως. Ανά πάσα στιγμή τρωγόμουν με τα ρούχα μου, αν κάτι δεν μ' άρεσε ήμουν πολύ γκρινιάρα. Είχα αγωνία και στην ενορχήστρωση και στην ηχογράφηση.

• Με τον Θάνο Μικρούτσικο συναντήθηκα το 1989. Είχε προηγηθεί η Ελευθερία Αρβανιτάκη μες στην αναζήτησή της που κάτι ήθελε κι έτσι συναντηθήκαμε και με τον ενορχηστρωτή τότε Νίκο Αντύπα που θα ενορχήστρωνε ό,τι κατέληξε να λέγεται «Μένω εκτός» το '91. Η Δήμητρα υπήρξε πρόσωπο κομβικό σε ό,τι έκανα. Είχε δει τα γραπτά μου και μου 'λεγε: «Γιατί να μην τα δείξουμε στη Χαρούλα;». Κάτι μάζεψα και τα πήγα, μου λέει η Χαρούλα «δεν μου ταιριάζουν», δεν υπήρχε ανταπόκριση. Πέρασαν τα χρόνια, είδε πως ό,τι έγραφα είχε απήχηση κι έτσι ήρθε μόνη της και μου 'πε: «Γράψε μου κάτι». Πάλι με κόπους και με βάσανα έγινε αρχικά το «Μια πίστα από φώσφορο». Πάλι η Δήμητρα, πιο παλιά, μου είπε να δώσω στίχους στον Χατζηνάσιο κι έτσι έγινε το «Παιχνίδι για δύο». Όπως και το '81, την ίδια περίοδο με τα «Σκουριασμένα Χείλια», η Δήμητρα με είχε πάει και στον Σπανό. Είχα τη χαρά να ακούω το «Να σου λερώνω το φιλί» σε βινύλιο με τον Σταμάτη και πέντε μήνες μετά ένα άλλο βινύλιο της Γαλάνη που περιείχε το «Στα κίτρινα φώτα», τη μεταγλώττισή μου στο «Famous blue raincoat» του Leonard Cohen! Αυτά ήταν τα πρώτα τραγουδάκια μου! Συνοπτικά, η πρώτη μου δεκαετία στη δισκογραφία είχε τα «Σκουριασμένα Χείλια», Χατζηνάσιο, την «Έξοδο Κινδύνου» του Σπανού με Άλκηστη, τα «Προσωπικά» με την Ελένη Δήμου πάλι του Σπανού, εξ ημισείας με τη Μαριανίνα Κριεζή, τα «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ» και «Κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια» με τον Θάνο Μικρούτσικο, στον οποίο με πήγε η Αλεξίου. Ανταγωνισμό δεν ένιωσα ή, μάλλον, δεν ήξερα τι λέγανε για μένα, γιατί σίγουρα, άμα ένας άνθρωπος παίρνει πολύ φως πάνω του, δημιουργούνται αντιδράσεις. Λογικό είναι. Όταν καταφέρεις να περάσεις τα 30 χρόνια και είσαι μάχιμος ακόμα, τότε έρχεται και η καθολική αποδοχή και ο σεβασμός. Να ξέρεις, ο κόσμος δεν χαρίζεται. Θέλω να πω πώς όταν κάθε δεκαετία λέγανε «κάτι έκανε» ή «κι αυτό καλό είναι», σταδιακά ήρθε και η αποδοχή.

Η Λίνα Νικολακοπούλου είναι αυτό που νομίζεις. Ένας υπέροχος άνθρωπος. Facebook Twitter
Μιλώντας πιο γενικά για τα νέα παιδιά, δεν διακρίνω έπαρση. Μια ανωριμότητα θα διέκρινα, σαν να μην έχουν καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει. Δεν θα το έβαζα αυτό κάτω απ' την ομπρέλα της έπαρσης αλλά της ανικανότητας να αντιληφθούν την πραγματικότητα γύρω τους. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Στα nineties, το «Σαν ηφαίστειο που ξυπνά» διαπερνά και όλη την επόμενη δισκογραφία μου. Θα σου εξηγήσω πώς! Όταν ο Αντύπας ενορχήστρωσε το «Μένω εκτός» με έναν φρέσκο ηλεκτρικό ήχο, το βγάλαμε και πήγε καλά, εκ των υστέρων μού έφερε μια κασέτα με μελωδίες του κάπως αυτοσχεδιαστικές, σαν από σάουντρακ. Δεν θα τα 'λεγα τραγούδια, μοτίβα θα τα χαρακτήριζα. Έχοντας τότε φιλία με την Ελευθερία, της λέω «Θες ν' ακούσεις κάτι μήπως σ' ενδιαφέρει να βάλω λόγο;». Τα ακούει και μου λέει: «Δεν μου μιλάνε». Εκεί τότε ο Αντύπας που έπαιζε ντραμς συνεργαζόταν με τη Χαρούλα κι αρχίσαμε να δουλεύουμε με τους στίχους μου. Ψαχνόμασταν. Πήρα τα κομμάτια του «Δι' ευχών» και σε ένα ο Νίκος και η Χαρούλα ήταν αλλού γι' αλλού. Έπαιζαν και τραγουδούσαν μια μελωδία άγουρη, ασχημάτιστη. Δεν υπήρχε ρεφρέν στη μελωδία, μόνο τα κουπλέ. Όταν άρχισα να βάζω λόγια στα κουπλέ, κατάλαβα ότι κάτω από το χτύπημα το μελωδικό, αυτό ήταν ένα τσάμικο. Το έβαλα του Νίκου να τ' ακούσει, του είπα τι σκέφτηκα και τον είδα να σηκώνεται όρθιος. Είχε μείνει άναυδος! Είχε μόλις γεννηθεί το «Σαν ηφαίστειο που ξυπνά». Δεν μπήκε στο «Δι' ευχών», ούτως ή άλλως η εταιρεία μού έβαζε τις φωνές! «Τι πράγματα είν' αυτά» και «τι σχέση έχει η Χαρούλα μ' αυτά;» κ.λπ. Εκ των υστέρων, μετά από λίγους μήνες μου τηλεφώνησε η Χαρούλα από μια συναυλία της στη Λάρισα. «Έχει γεμίσει παιδιά, νεολαία, ο χώρος» μου είπε. Κάτι η ροκ κιθάρα του Αντύπα, κάτι τα τραγούδια σαν το «Δώσ' μου ένα τσιγάρο», τη «Συναυλία», έκαναν τη νεολαία να γεμίζει ξανά τις συναυλίες της Χαρούλας! Μετά ήρθαν και με πιάσανε να κάνουμε το «Έι». Λέω «Παιδιά, με συγχωρείτε, αλλά δεν το κάνω. Είναι ακόμα ζωντανός αυτός ο δίσκος μέσα μου». Το «Έι» έγινε τελικά με στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Άρη Δαβαράκη. Πώς φτάνουμε τώρα στο «Ηφαίστειο»; Πιάνω κάποια στιγμή την Άλκηστη που ψαχνόταν ρεπερτοριακά: «Θέλεις να κάνουμε κάτι; Εγώ έχω καλό τρόπο να συνεργάζομαι με τον Αντύπα». Το πρώτο τραγούδι που δειγματίσαμε ήταν το «Διθέσιο». Προχώρησα σε έναν λόγο τολμηρό και υπερρεαλιστικό, έχοντας τη βεβαιότητα πως με την Άλκηστη οι στίχοι μου θα μπορούσαν να φτάσουν στον στόχο σαν το βέλος! Ήξερα πως δεν θα μου έλεγε ποτέ «Τι είναι αυτά που μου δίνεις». Στη δε εταιρεία δεν καταλάβαιναν τίποτα. Όταν είδαν τον χαμό που έγινε με το «Παραδέχτηκα», δεν υπήρχε περίπτωση από κει και πέρα να με προγκήξουν, έβλεπαν το υπάρχον δούναι και λαβείν. Κι εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα, όμως! Είχα εισέλθει σε μια ψυχική κατάσταση που το «ορυχείο» μου αυτά είχε να μου δώσει. Θυμάμαι να έχω φτάσει σε μια ωριμότητα και σε μια όχι πολύ εύκολη περίοδο της ζωής μου.

Άλκηστις Πρωτοψάλτη - Σαν ηφαίστειο που ξυπνά

• Με το θάρρος του «Σαν ηφαίστειο που ξυπνά» απευθύνθηκα στον Δημήτρη Παπαϊωάννου, που τον θαύμαζα. Για μένα ήταν ο μεγαλύτερος εν ζωή ποιητής τότε. Είχε τελειώσει ο δίσκος, αλλά εμένα με απασχολούσε τι θα γινόταν με αυτό το υλικό. Όταν μου είπε το «ναι» και κάναμε την παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, τότε ήταν που πλησίαζαν όλοι την Άλκηστη για συνεργασία. Εγώ της είπα: «Έχεις δική σου σημαία, αξίζει να γίνει κάτι όλο αυτό». Μια πρόταση άλλης σύνθεσης, άλλης αισθητικής. Σ' εσένα έδωσε συνέντευξη ο Παπαϊωάννου πολλά χρόνια μετά και είπε ότι δεν τον εξέφρασε ό,τι έγινε, γιατί δεν ήθελε να 'ναι ο promoter του δίσκου καμιάς τραγουδίστριας. Το 'χε πει και σ' εμένα! Δεν είχε θέμα μ' αυτό, μετά άρχισε να 'χει πρόβλημα, όταν του ζητήθηκε να κάνει κάτι άλλο στο Διογένης στη Συγγρού. Για μένα, η σχέση μου με τον Δημήτρη είναι ό,τι πιο ακριβό έχω! Μιλάμε και ανταμώνουμε όποτε έρχεται από το εξωτερικό. Μου έλεγε πάντα τα σχέδιά του, ποτέ δεν έκανε κάτι χωρίς να το συζητήσουμε. Έχω την αίσθηση πως ο Δημήτρης θέλησε να προστατευτεί από μια ρότα που υπήρχε γύρω από το τραγούδι, η οποία όμως δεν είχε καμία σχέση με τη ρότα του χορού. Οι άνθρωποι του τραγουδιού γρήγορα τελειώνουν κάτι για να πάνε στο επόμενο. Για έναν άνθρωπο του χορού, από άλλον χώρο δηλαδή, αυτό είναι σοκαριστικό.

Για την εμφάνιση όλων αυτών των τραγουδοποιών από το '90 και μετά θα έλεγα «πάλι καλά»! Ήταν σαν να έμπαινε στην άκρη το προηγούμενο, γιατί περίμενε κάτι άλλο ο κόσμος. Το έντεχνο θα άντεχε αν κάποιοι άνθρωποι άντεχαν επίσης να συνεχίσουν να παράγουν ως ζεύγη ή ως συνδυασμοί. Θα έπρεπε οι παραγωγοί των εταιρειών να σκεφτούν ποιον να φέρουν σε επαφή με ποιον για να ωφεληθεί και η ίδια η παραγωγή του τραγουδιού. Όταν όμως ένα πράγμα φτάνει να κολλάει στον τοίχο για χιλιάδες λόγους, συγκυριακούς, ιστορικούς, οικονομικούς, ό,τι είναι να βγει εκείνη την ώρα, θα βγει. Όταν δεν καλλιεργείς έναν κήπο, θα βγουν τα λουλούδια με τα χώματα. Πάλι καλά, λοιπόν, που βγήκαν αυτοί οι άνθρωποι, γιατί ο κόσμος είχε ν' ακούει, είχε να νιώθει. Έτυχαν σε μια ανθοφορία, δώσανε αξιόλογα πράγματα με βίωμα κοινό, γλώσσα συμβολική από την προφορική παράδοση, απ' όταν ο κόσμος μαζεύτηκε στα αστικά κέντρα. Σαν μετεξέλιξη του ρεμπέτικου έμοιασε όλο αυτό. Βλέπεις ότι ένα στοιχείο της κοινωνίας πάντα θα γεννήσει κάτι. Είχαν δίκιο τα παιδιά να θέλουν να βγούνε από τη στενωπό του έντεχνου, είχαν δίκιο να πηγαίνουν στις συναυλίες με τις μπίρες και να τραγουδάνε κάτι για να γίνουνε λιώμα. Είχαν δίκιο να θέλουν και τον Μάλαμα και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου τους, όπως και τον Αλκίνοο, τον τροβαδούρο τους. Φυσικά πράγματα είναι αυτά, ήταν η ώρα τους. Τι ήταν νομίζεις η φωνή του Ξυλούρη την ώρα που έλεγε τα κομμάτια του Μαρκόπουλου; Έχω όλη την προθυμία και την ψυχική διάθεση να σου πω ότι δεν ακούω τίποτα σήμερα. Τους αγαπώ όλους, τους νιώθω, τους χαίρομαι, αλλά δεν τους ακούω, δεν θα πάω. Αναγνωρίζω όμως το δικαίωμα του κόσμου να του αρέσουν και να περνάει καλά. Εγώ πάλι κάπου εκεί αισθάνθηκα ότι είχαν τελειώσει όλα αυτά που ήταν να κάνω με όσους τα έκανα. Μου το έδωσαν οι ίδιοι να το καταλάβω. Δεν συνεργάστηκα με τραγουδοποιούς από το 2000 και μετά, γιατί αυτά που έκανα εγώ ήταν πολύ χρωματισμένα πράγματα. Ήταν σαν να ήμουν παντρεμένη με κάποιους ανθρώπους. Είχα μια οικογένεια και κανείς δεν μπαίνει εύκολα σε μια οικογένεια. Μπορεί πάλι να με αντιπαθούσαν, να με θεωρούσαν μέρος του συστήματος – όχι ΠΑΣΟΚ, γιατί ποτέ δεν ήμουν τίποτα και το ξέρει ο κόσμος αυτό, βγαίνει από κάθε μου κύτταρο. Απλώς ήμουν επιτυχημένη! Ποιος να με πλησίαζε; Στην πορεία δούλεψα με τον Σπάθα και τον Βασίλη Λέκκα, έκανα το πολυσυμμετοχικό «Οπωσδήποτε παράθυρο», άρχισε η ταλαιπωρία. Αυτό σήμαινε ότι κι εγώ είχα μπει σε μια φάση που δεν ήθελα να κάνω τίποτε απλώς για να υπάρχω. Σαφώς και έλεγα «ναι» σε συνοδοιπόρους μου, αλλά έβλεπα το πράγμα να διαλύεται. Έφτασε η στιγμή που είπα: «Παράτα τα όλα, θα δούμε τι θα γίνει». Ήταν μεγάλο το διάστημα αυτό και σ' το λέω γιατί όταν μου πρότεινε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου να μπω στην οργανωτική επιτροπή για την Ολυμπιάδα ήταν σαν να μου 'δινε αναπνοή! Ξαναδιάβασα ιστορία, ένιωσα σαν να μπήκα σ' ένα κολέγιο. Δεν είχα κανέναν ορίζοντα με το ρημάδι το τραγούδι. Θέλω να τονίσω όμως πως τα χαιρόμουν αυτά που άκουγα. Το μόνο πρόβλημά μου ήταν πώς εγώ θα συνέχιζα να εκφράζομαι. Το ζήτημα δεν ήταν καν να μου προτείνουν όλοι αυτοί να συνεργαστούμε, αφού είχαν το δικό τους λόγο και ήχο. Ευχαριστώ την πορεία μου και την αντοχή μου, καθώς την ώρα που παίρνεις το ρίσκο να κατέβεις απ' το τρένο, δεν ξέρεις και αν θα ξανανέβεις. Όμως, τη στιγμή που το ρίσκο ήταν αληθινό και όχι εκ του πονηρού να το πούμε έτσι–, δεν ξέρω αν είχα δίκιο που κατέβηκα από κάτι που ήταν στρωμένο και βολεμένο. Όταν έχεις γλυκαθεί από την επιτυχία, ίσως σου 'ναι πιο εύκολη η απόφαση. Κοίταξε να δεις, η επιτυχία είναι σαν λιπαντικό, κρατάει τον άνθρωπο ώστε να ρολάρουν τα πάντα του. Είναι προς τιμήν του ταλέντου, ίσως και του χαρακτήρα, να θέλει από σένα να ξαναδώσεις το καλύτερό σου.

Η Λίνα Νικολακοπούλου είναι αυτό που νομίζεις. Ένας υπέροχος άνθρωπος. Facebook Twitter
Είναι ενδημικό το πρόβλημα, κάποιος που φτάνει στην κορυφή να φτάνει και σε ένα τραγικό αδιέξοδο. Έτσι λέμε εμείς τώρα που κάναμε κάτι σπουδαίο. Μπορεί να μην μπορούμε άλλο. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Για την περίπτωση της Νατάσσας Μποφίλιου, του Γεράσιμου Ευαγγελάτου και του Θέμη Καραμουρατίδη υπάρχει ένας κανόνας: όταν κάποιοι άνθρωποι για διάφορους λόγους γίνονται ομάδα αποκτούν πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Εννοώ πως προφυλάσσει ο ένας τον άλλον. Τον Ευαγγελάτο δεν το γνωρίζω προσωπικά, μια φορά τον πέτυχα σ' ένα εστιατόριο εδώ παρακάτω και είπαμε «καλησπέρα». Εγώ άνοιγα τις δυνατότητες σε κάθε συνεργάτη μου κι ήταν δικό του θέμα το αν ήθελε να τις ακολουθήσει. Και με την Άλκηστη, όταν κάναμε το «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ», εκείνη μετά έκανε έναν δίσκο με τον Σπανουδάκη. Μετά από μια τεράστια επιτυχία, προτού ξανάρθει σ' εμάς. Είναι φυσιολογικό να θέλουν οι τραγουδιστές να δοκιμάζονται. Αυτό που θέλω εγώ ως κοινό είναι να αντιλαμβάνομαι τι «κατεβαίνει» κάτω, τι είναι αυτό που εισπράττει ο κόσμος. Πάντα με ένοιαζε, την ώρα που έγραφα εγώ, τι γινόταν δίπλα μου, ποια ήταν τα άλλα δέκα πράγματα που ήθελε ο κόσμος. Έψαχνα να βρω τι καλύπτουν ακριβώς όλα αυτά, σαν να ήταν συνήθεια ή ανάγκη διατροφική! Μπορεί, λοιπόν, να μη σου αρέσει κάτι, αλλά στον κόσμο να μιλάει στη συγκεκριμένη φάση της ζωής του με έναν τρόπο. Κάτι να 'χει που να μη μπορούμε εμείς να το αποκωδικοποιήσουμε. Το σημαντικό είναι όμως πως όταν κάτι δημιουργεί κραδασμό με βρίσκει εξαρχής πολύ θετική. Ένας να νικήσει, νικάνε όλοι, παραμένει ζωντανό το τραγούδι. Ευχή μου είναι η όποια καλή πορεία να δικαιολογεί και τη χημεία. Ταιριάζουν οι άνθρωποι; Μπορούν να δώσουν κάτι; Ε, να το δώσουν! Όταν ακούω το τραγούδι «Το μέτρημα», μου αρέσει. Είναι όπως το 'λεγε ο Μπιθικώτσης: «Και μια πέρδικα να βαρέσεις, εντάξει...». Μιλώντας πιο γενικά για τα νέα παιδιά, δεν διακρίνω έπαρση. Μια ανωριμότητα θα διέκρινα, σαν να μην έχουν καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει. Δεν θα το έβαζα αυτό κάτω απ' την ομπρέλα της έπαρσης αλλά της ανικανότητας να αντιληφθούν την πραγματικότητα γύρω τους.

• Δεν είμαι υποχόνδρια με θέματα υγείας, αλλά το «μοντέλο» μου από το «εργοστάσιο» είναι αρκετά καλό (γέλια). Αισθάνομαι ότι με έχει «φέρει» καλά. Προσέχω το φαγητό μου να μην είναι σαχλαμάρα και όποτε μπορώ να ξεκουράζομαι, να πηγαίνω διακοπές, ταξίδια ή να μη βγαίνω σε χώρους με πολυκοσμία, το κάνω και το απολαμβάνω. Χωρίς να είμαι vegan, πρέπει να βασιστώ στη μύτη μου για να φάω κάτι. Η αίσθηση μου μού επιτρέπει το «ναι» ή το «όχι» σε κάτι, αλλά αποδεικνύει ότι δεν έχω πια μεγάλη εμπιστοσύνη στα τρόφιμα. Θα κοιτάξω και το τυρί μου και το λαχανικό μου να είναι «κάπως».

• Πέρσι έκανα σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο Μικρό Πολυτεχνείο, ποτέ δεν θα έκανα μαθήματα στιχουργικής. Έδινα εγώ τα θέματα και γράφαμε όλοι μαζί. Είδα νέα παιδιά να γράφουν πάρα πολύ δυνατά, που σημαίνει δηλαδή ότι υπάρχουν άνθρωποι που σμίγουν μεταξύ τους. Ό,τι και να γίνει, όμως, ο κεντρικός δρόμος είναι χαλασμένος και μοιραία θα πας από τον κατσικόδρομο. Όποιος δίνει τώρα βήμα σε κάποιον, θα τον κρίνει η Ιστορία. Το ίδιο δεν είχε προσπαθήσει να κάνει και ο Χατζιδάκις με τον Σείριο, όταν γκρεμίστηκαν όλα; Θυμήσου και τον Τσιτσάνη, που όταν μπούχτισε από τις εταιρείες και τα ινδοπρεπή, βρήκε μια γυναίκα που 'χε μια εταιρεία κάτω απ' την Ομόνοια και της είπε «Πάρ' το εσύ αυτό, να το βγάλεις». Ποιος; Ο Τσιτσάνης, που είχε μια ζωή ολόκληρη την Ελλάδα στα χέρια του. Ερχόμαστε από τη φουρνιά της μεγάλης επιτυχίας που της συμβαίνει μετά να κολλάει στον τοίχο. Είναι ενδημικό το πρόβλημα, κάποιος που φτάνει στην κορυφή να φτάνει και σε ένα τραγικό αδιέξοδο. Έτσι λέμε εμείς τώρα που κάναμε κάτι σπουδαίο. Μπορεί να μην μπορούμε άλλο. Ο καημός όμως είναι αυτό το «Άσε με να το κάνω και θα δούμε. Μπορεί ακόμα να μπορώ»! Ο Γκάτσος έδωσε το «Ρεμπέτικο» την τελευταία δεκαετία της ζωής του! Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να δώσει ο καθένας μέχρι την ύστατη ώρα.

Η Λίνα Νικολακοπούλου είναι αυτό που νομίζεις. Ένας υπέροχος άνθρωπος. Facebook Twitter
Θέλω να βγάλω και την εργογραφία μου σε βιβλίο, τα άπαντα πλέον, για να τιμήσω τον εαυτό μου. Θέλω ακόμα η επαφή μου με τους ανθρώπους να έχει τη γεύση της συνοδοιπορίας με ό,τι μπορέσει η ζωή να μου δώσει. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Τα τελευταία χρόνια έκανα δισκογραφικές παραγωγές, το Τρίφωνο, τον «Χρυσό Λόγο» με τους ΑΝΕΜΟΣ, τις «Χειρολαβές» σε δικούς μου στίχους με τη Δάφνη Αλεξανδρή και την Αργυρώ Καπαρού. Εκεί κατάλαβα πόσα απίδια βάνει ο σάκος! Είπα ότι αφού δεν βγάζω άκρη, ό,τι κάνω θα το κάνω μόνη μου. Έστησα παραστάσεις, όπως στο θέατρο Altera Pars, που μου βγήκε η Παναγία ανάποδα. Εκεί εσύ με είχες πετύχει και μου 'πες ότι στενοχωριέσαι που με βλέπεις να τρέχω τόσο. Άκουσέ με, όμως, τα γαλόνια δεν τα φοράς αλλιώς. Πολέμησα για μια δεκαετία, και πολέμησα σκληρά. Πήρα ευθύνες, έμαθα, κατάλαβα πώς είναι να πηγαίνεις σαν την πέστροφα, ανάποδα σ' ένα ποτάμι! Να σου φεύγει ο Χριστός κι η Παναγία μαζί με τα λεφτά σου και όλα! Η εμπειρία είναι όλο το κεφάλαιο, τα κότσια να πεις «Από κει που με τραγουδούσε όλη η Ελλάδα, τώρα δεν έχουν ιδέα τι κάνω»! Είχα όμως το δικαίωμα στην ελευθερία και στο λάθος! Κι ακόμη, να βλέπω να φτάνουν στο τέλος τους όλα αυτά που σπέρνω και να μην ξέρω τι θα μείνει τελικά. Αισθάνομαι ότι επέζησα και ότι έμεινε ο εαυτός μου όρθιος μετά από μία πυρηνική καταστροφή...


• Σήμερα έχω μερικά άμεσα σχέδια. Καταρχάς, μόλις βγήκε ο δίσκος του Θάνου Μικρούτσικου με τη Μαριάννα Πολυχρονίδη, σε στίχους των Μάνου Ελευθερίου, Άλκη Αλκαίου, Γιάννη Δούκα και δικούς μου. Έχω γράψει λαϊκά τραγούδια σε έναν δίσκο με τον Χρήστο Νικολόπουλο για τη φωνή της Ζωής Παπαδοπούλου. Έδωσα στίχους, αλλά έγραψα και πάνω σε μουσικές του Χρήστου. Χαίρομαι να σου λέω τώρα ότι αυτά που ακούω είναι λαϊκά τραγούδια που για κάποιον λόγο μου δίνουν μία ζεστασιά. Ξαναπερπάτησα την Αθήνα ακούγοντας στο μαγνητοφωνάκι μου τις μελωδίες του Χρήστου. Μιλάω σαν κάποιον που τον ρωτάς «τι έχεις μαγειρέψει να φάμε;» και σου λέει «έφτιαξα αυτό» (γέλια). Από πέρσι, επίσης, είχε έρθει ο Μιχάλης ο Χατζηγιάννης να μου πει να γράψω τραγούδια. Ούτε ήξερα και νομίζω ούτε εκείνος ήξερε σε ποιανού μουσικές θα ήταν. Στην αρχή του είπα ότι η συνεργασία του με την Ελεάννα Βραχάλη όλα αυτά τα χρόνια ήταν κάτι πολύ άρτιο – τη Βραχάλη την ξέρω από 15 χρονών κοριτσάκι, απ' όταν μου 'χε φέρει στίχους της. Ακόμα θεωρώ πως αν θέλει, έχει να δώσει πράγματα στο ελληνικό τραγούδι. Με τον Χατζηγιάννη, λοιπόν, έπρεπε να το ζυγίσω πολύ: είμαι μεγάλη, είμαι έμπειρη, οφείλω να δω καλά το «τι» και το «πώς». Έπρεπε να καταλάβω τι θέλει ο Μιχάλης για να 'ρθει σ' εμένα. Κατέληξα να του πω ότι το πιο σπουδαίο πράγμα στη ζωή είναι η αλήθεια. «Αυτός που είσαι πρέπει να παραμείνεις». Ένα καλό που με έχει ευχαριστήσει είναι ότι δεν βιάστηκε για τίποτα. Και του είχα πει ακριβώς: «Δεν με νοιάζει εμένα να σε πάω αλλού. Αν χωράω κάπου, θα μπω. Αν αυτά που κάνω σου λένε κάτι, θα γίνει και κάτι, αλλά θα πάμε βήμα-βήμα». Κατάλαβες τώρα; Προλαβαίνω κι αυτούς που θα πουν «γιατί η Νικολακοπούλου με τον Χατζηγιάννη» κ.λπ. Παίρνω την ευθύνη να πω πώς όταν ένας άνθρωπος έρχεται σ' εμένα, δεν βιάζομαι να πω «όχι», εκτός κι αν εισπράττω αρνητικό σήμα εξαρχής. Καμιά φορά βασανίζομαι πολύ, τυραννιέμαι για να αναρωτηθώ «υπάρχει τώρα λόγος γι' αυτό που κάνω;», είμαι ανθεκτική και περίεργη, έχω ακόμα νιάτα μέσα μου! Αφήνω αυτήν τη στιγμή τον εαυτό μου ελεύθερο πάνω στις μουσικές του Μιχάλη και θα δούμε πού πάμε. Θέλω να βγάλω και την εργογραφία μου σε βιβλίο, τα άπαντα πλέον, για να τιμήσω τον εαυτό μου. Θέλω ακόμα η επαφή μου με τους ανθρώπους να έχει τη γεύση της συνοδοιπορίας με ό,τι μπορέσει η ζωή να μου δώσει.

Μαμά γερνάω - Τάνια Τσανακλίδου

Οι Αθηναίοι
2

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μανώλης Παπουτσάκης

Οι Αθηναίοι / Μανώλης Παπουτσάκης: «Νομίζεις ότι το χαίρεται ο εστιάτορας που αγοράζει και πουλάει ακριβά;»

Χαρούπι και Δέκα Τραπέζια στη Θεσσαλονίκη, Pharaoh στην Αθήνα. Ένας σεφ με μεγάλες επιτυχίες στο παλμαρέ του μιλά για το τώρα της γαστρονομίας, εξηγεί γιατί η ελληνική κουζίνα σήμερα δεν έχει σχέση με αυτό που ήταν κάποτε και ανοίγει το θέμα που συζητάνε οι foodies: Το sitting στα εστιατόρια.
M. HULOT
Κ.atou: «Kάποιοι χαλάνε λεφτά για να βγουν έξω ένα βράδυ, μην τους το χαλάς»

Οι Αθηναίοι / Κ.atou: «Kάποιοι ξοδεύουν λεφτά για να βγουν έξω ένα βράδυ, μην τους το χαλάς»

Η DJ που έχει δει στο Ντιτρόιτ να ακούνε το set της δυο κουνέλια έμαθε πρόσφατα τι πάει να πει «τέκνο με κ», ενώ η πόλη που πιστεύει ότι έχει την καλύτερη ηλεκτρονική σκηνή τώρα δεν είναι το Βερολίνο. Έχοντας ταξιδέψει σε τόσα μέρη, είναι χαρούμενη που ζει στην Αθήνα, αλλά δεν μπορεί να μείνει στο κέντρο της.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Cara Hoffman, συγγραφέας, δημοσιογράφος

Οι Αθηναίοι / Cara Hoffman: Από κράχτης σε ξενοδοχείο του Σταθμού Λαρίσης, συγγραφέας best-seller

Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, ζει στα Εξάρχεια. Εγκατέλειψε το σχολείο για να γυρίσει τον κόσμο και στα δεκαεννέα έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αθήνας απένταρη, πιστεύοντας ότι θα πιάσει δουλειά σε ελαιώνες. Αυτή η πόλη την έκανε «καπάτσα», «της πιάτσας», της έμαθε πώς να γράψει ένα μυθιστόρημα, τους «Κράχτες» που θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Gutenberg.
M. HULOT
Πηνελόπη Γερασίμου

Οι Αθηναίοι / Πηνελόπη Γερασίμου: «Βαρεθήκαμε στα υπόγεια, η διασκέδαση πρέπει να στραφεί προς το φως»

Η μουσική είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη δουλειά της, τα τελευταία χρόνια καταγράφει με τον φακό της μερικά από τα πιο σημαντικά events της Aθήνας. Η φωτογράφος που γνωρίζει καλά πώς κινείται η νύχτα της πόλης ξέρει πως πια παίζουν και πάρτι στα οποία δεν «χωράει», γιατί εκείνοι που τα διοργανώνουν δεν θέλουν να τα μάθει.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Αντώνης Βαβαγιάννης: Ο κομίστας πίσω από τα «Κουραφέλκυθρα», που δεν είναι καν λέξη

Οι Αθηναίοι / Κουραφέλκυθρος: «Αν δεν σε μισήσουν οι φασίστες, τι κάνεις σε αυτήν τη ζωή;»

Ο Αντώνης Βαβαγιάννης, ο κομίστας πίσω από τα «Κουραφέλκυθρα», που κάποτε τα είχαν απορρίψει όλα τα έντυπα ενώ τώρα έγιναν ταινία στο Cinobo, λαμβάνει για τα πολιτικά του σκίτσα μηνύματα σύμφωνα με τα οποία κάθε εβδομάδα τα παίρνει από άλλο κόμμα.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
ΕΠΕΞ Δημήτρης Παπαχρήστος

Οι Αθηναίοι / Δημήτρης Παπαχρήστος: «Το μόνο που θέλαμε ήταν να αλλάξουμε τα πράγματα με όπλο τη νεανική μας τρέλα»

Γεννήθηκε στην Εύβοια, ζει στα Εξάρχεια. Δημοσιογράφος, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός, υπήρξε εκφωνητής του ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου κατά την εξέγερση του Νοέμβρη του 1973 και δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τέλης Σαμαντάς

Οι Αθηναίοι / Τέλης Σαμαντάς: «Έχουμε μπουχτίσει από τις αμέτρητες γνώμες»

Από τον «Σύγχρονο Κινηματογράφο» και την «Αυγή» ως τον «Ταχυδρόμο» και το «Αθηνόραμα», ο δημοσιογράφος Τέλης Σαμαντάς υπήρξε αριστερός όταν η λέξη είχε ακόμη κόστος και νόημα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Νάντια Αργυροπούλου

Εικαστικά / Νάντια Αργυροπούλου: «Κάντε τους σοφούς να αισθανθούν άβολα, ταρακουνήστε τους!»

Εικαστική επιμελήτρια. Γεννήθηκε στη Λαμία, ζει σε ένα μικρό σπίτι-ζούγκλα στο Χαλάνδρι. Κάποτε έκανε τραμπολίνο σε διαγωνιστικό επίπεδο. Οι φίλοι την φωνάζουν Ενάντια.
ΙΩΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗΣ