Γιατί η Αθήνα είναι εχθρική προς τους ανθρώπους;

Γιατί η Αθήνα είναι εχθρική προς τους ανθρώπους; Facebook Twitter
0

☛ «Είναι η Αθήνα απωθητική για τους τουρίστες;» αναρωτήθηκε στο ρεπορτάζ του ο Βασίλης Καψάσκης. Αυτό είναι το δημοφιλέστερο σχόλιο: VassilisB: «Η Αθήνα είναι μια πόλη γενικώς εχθρική προς τους πολίτες της. Το ίδιο ισχύει και για τους τουρίστες της. Χωρίς πεζοδρόμια για περιπάτους, βρόμικη ως επί το πλείστον, με αμάξια και μηχανές ακόμη και μέσα στην Πλάκα και τους νέους πεζοδρόμους γύρω από την Ακρόπολη. Ας μη σχολιάσουμε τα περί παραλιακού μετώπου, όπου έχουμε έναν αυτοκινητόδρομο και καταυλισμούς. Το βασικό της πρόβλημα είναι όμως ότι δεν έχει κανένα σχέδιο για το μέλλον. Λίγο-πολύ, όπως η χώρα στο σύνολό της. (Η Τουρκία έχει εκπονήσει φιλόδοξο σχέδιο για την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να την κάνει βασικό τουριστικό προορισμό μέχρι το 2020). Βέβαια, ο τουρίστας θαμπώνεται από την ομορφιά των αρχαιοτήτων και τον μοναδικό ήλιο, όπως και οι Αθηναίοι. Αυτά τα δύο τελευταία, όμως, είναι αρκετά από μόνα τους για να ταξιδέψεις κάπου και να περάσεις πάνω από δύο μέρες ; Ιδού το ερώτημα».


«Γιατί τόσος ντόρος για κάθε καινούργιο μαγαζί που ανοίγει;» αναρωτήθηκε στη στήλη του «Ημερολόγια Κουζίνας» ο Μιχάλης Μιχαήλ. O/η xouftalo τόνισε: «Ως άνθρωπος της πιάτσας, ξέρω πως αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι πελάτες έχουν μετατραπεί σε κακομαθημένα παιδάκια που κάθε μέρα τούς αγοράζουν καινούργια παιχνίδια και δεν ακουμπάνε ξανά τα παλιά. Αποτέλεσμα είναι να "παλιώνουν" πλέον οι πιάτσες και να απαξιώνονται επενδύσεις χιλιάδων ευρώ με επιταχυνόμενους ρυθμούς, που, πια, μέσα σε λίγους μήνες βρίσκονται μεταξύ του άκριτου hype και της απαξίωσης. Έχουν αυξηθεί και τα μαγαζιά και φταίτε κι εσείς. Πρόσφατα διάβαζα εδώ μέσα διθυράμβους για ένα εστιατόριο που ΘΑ άνοιγε. Και οι καταναλωτές κοιτούν διαρκώς το νέο και όχι αυτό που θα γίνει στέκι και όμορφη συνήθεια».


Με αφορμή τη μάλλον ξεχασμένη ηθοποιό Λουίζ Μπρουκς και το πόσο σημερινό ήταν τελικά το παίξιμό της, ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος έγραψε το εντιτόριάλ του με τίτλο Diary of a Lost Girl. Ο Silly πρόσθεσε: «H Λουίζ Μπρουκς ασχολήθηκε με τη θεωρία και την ιστορία του κινηματογράφου, με κείμενά της να έχουν φιλοξενηθεί στα σημαντικότερα έντυπα που ασχολούνταν επιστημονικά με το φιλμικό μέσο, όπως το "Sight&Sound" και το "Cahiers du Cinema". Για σκηνοθέτες, παραγωγούς, διευθυντές φωτογραφίας κ.λπ. ήταν συχνό φαινόμενο είτε της μετάβασης από την επισταμένη θεωρία στη δημιουργική ενασχόληση είτε το αντίστροφο, για ηθοποιό, όμως, η περίπτωση της Μπρουκς ήταν και είναι (νομίζω) μοναδική. Γεγονός που επιβεβαιώνει, αν μη τι άλλο, ότι η σχέση της με το κινηματογραφικό μέσο και τις τεχνικές του ήταν πολύ στενότερη από εκείνη των συναδέλφων της (σταριλίκι, ματαιοδοξία, για να επέλθει η απότομη προσγείωση, αν κάτι δεν πήγαινε καλά κ.λπ.). Ειδικά σε μια εποχή που οι αστέρες του σινεμά θεωρούνταν επί Γης θεοί, που με τη λάμψη και την αστερόσκονή τους επιβεβαίωναν το αφήγημα του αμερικανικού ονείρου κι έκαναν κατά τι πιο υποφερτές τις μίζερες ζωές του πόπολου (sic)...».


Ο Αθηναίος της εβδομάδας ήταν ο Λάκης Παπαδόπουλος, που μίλησε στον Αντώνη Μποσκοΐτη. Ο Φώντας Τρούσας εμπλούτισε το κείμενο με την εξής ανάμνησή του: «Έχει γράψει πολλά ωραία τραγούδια ο Λάκης Παπαδόπουλος και αυτό είναι γνωστό σε όλους. Άξιος! Πρώτη φορά είχα δει τον Λάκη Παπαδόπουλο σε ένα live στο Παράρτημα Πανεπιστημίου της Πάτρας, το 1985 ή το 1986. Τον είχε φωνάξει η ΠΑΣΠ (φοιτητική παράταξη του ΠΑΣΟΚ), εκείνον και τον Παύλο Σιδηρόπουλο (με τα συγκροτήματά τους) να παίξουν σε μια γιορτή (πριν από τις φοιτητικές εκλογές μάλλον). Ο Λάκης είχε μόλις βγάλει την "Πρόβα" ("Γυριστρούλα", "Δικαίωμα στο Όνειρο", «Τα μπλε παπούτσια» κ.λπ.) και στο live είχε ξεκινήσει με αυτά. Δυστυχώς, έφαγε το κονσερβοκούτι της ζωής του από τους βλαμμένους, τους ροκάδες της πλάκας, που θεωρούσαν τα τραγούδια του... ποπάκια, ακατάλληλα για τα δικά τους ροκ γούστα. Ο άνθρωπος έπαιξε 2-3 κομμάτια και σηκώθηκε κι έφυγε... Καλώς έπραξε δηλαδή. Βγαίνει ο Σιδηρόπουλος, κολασμένος κ.λπ. Μπερδεύει τα τραγούδια, χάνει τα λόγια, η μπάντα προσπαθεί να κρατήσει το πράγμα σ' ένα επίπεδο, αλλά δύσκολα τα καταφέρνει. "Ρε", λέω, για να τους πάω κόντρα (και όχι γιατί το εννοούσα), σε κάτι... μαλλιάδες και καλά, κάτι "βαριά πεπόνια", κάτι ροκάδες της πυρκαγιάς... "εδώ χρειάζονταν τα κονσερβοκούτια"... Περιττό να πω πως φτηνά τη γλίτωσα. Είχα θίξει τα "ιερά και τα όσια" (όχι τον μακαρίτη τον Σιδηρόπουλο αναγκαστικά). Την ιδεοληψία με την οποία μεγάλωσαν οι ροκάδες της εποχής. Γι' αυτούς ο Λάκης ήταν ο "εμπορικός", ο "ελαφρύς" (κι ας γάζωνε στο πάλκο), ενώ ο άλλος η... απόλυτη ροκ εικόνα (κι ας μην μπορούσε να σταυρώσει τραγούδι). Τέτοια "ωραία", μόνο στα καθ' ημάς».

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ