Θεσσαλονικιώτικη Πρωτομαγιά****

Θεσσαλονικιώτικη Πρωτομαγιά**** Facebook Twitter
0

Έρχεται κατόπιν εορτής, που λέμε, αυτό το χρονογράφημα και δεν έχει προτάσεις να (σας) κάνει πια, θέλει να μεταφέρει όμως το κλίμα αυτής της ημέρας απλά, που αν και αστικό, πλημμύρισε άνοιξη.


Γιατί τι κι αν αδέρφια, φίλοι και γνωστοί μάς παράτησαν και φύγανε σε κήπους και εξοχές να πιάσουνε το Μάη; Τι κι αν τα αγόρια μας πέρα αρμενίζουν ή δεν μας έχουν ανακαλύψει ακόμα; Τι κι αν είμαστε 30 και δεν έχουμε καταφέρει να βγάλουμε δίπλωμα; Εγκλωβισμένες not! Η ζεστή πρωτομαγιάτικη πόλη απλωνόταν γύρω μας, χωρίς τη διευκόλυνση αλλά και τη βαβούρα των αστικών λεωφορείων, έτοιμη να την ανακαλύψουμε. Όταν αγαπάς έναν τόπο κι όταν σ' αρέσει να αφήνεσαι να συνδεθείς πραγματικά με το περιβάλλον, σ' όποιο μέρος κι αν βρίσκεσαι, χαμελαιοντικά μπορείς να κυκλοφορείς φέροντας τη χαρά και τη διάθεση για εξερεύνηση του τουρίστα με την κρυφή γνώση του ντόπιου και να αδράξεις τη μέρα περιδιαβαίνοντας την πόλη με οδηγό το ένστικτο, τις εικόνες και τους ανθρώπους.

Στο δρόμο μας θαυμάσαμε τις όμορφες μικρές αυλές, τον καινούριο ξενώνα που έχει ανοίξει κάπου εκεί, τη θέα της θάλασσας από ψηλά που μπορείς να ξεκλέψεις μέσα από ανοίγματα στα στενά, ώσπου ξαφνικά βρεθήκαμε σ' ένα ολάνθιστο παρκάκι όπου απ' τη μια στιγμή στην άλλη, από κει που σκύψαμε να μυρίσουμε το φούλι, καταλήξαμε να πλέκουμε στεφάνι με τα κλαριά του, η μία στο κεφάλι της άλλης.


Ξεκινώντας από την πλ. Ναυαρίνου λοιπόν αποφασίσαμε να ανηφορίσουμε προς την Άνω Πόλη. Η παραλία μάς φαινόταν κοινότυπος προορισμός για μια ιδιαίτερη μέρα σαν κι αυτή. Ξεκινήσαμε λοιπόν προς τα πάνω με αναπόφευκτη αναπόληση στην εποχή και την όμοια γειτονιά της Γρανάδας, όπου περιπλανιόμασταν πάλι μαζί 10 χρόνια ακριβώς πριν, εγώ και αυτή η φίλη που μας συνδέει δεσμός δυνατός, τόσο ανεξήγητος και ανεπαίσθητος, όσο ο οικογενειακός.


Φτάνοντας στο πρώτο πλάτωμα, σκεφτήκαμε μήπως να κάνουμε στάση πειρασμού στο ταβερνάκι εκεί για κεφτεδάκια και ρετσίνα. Ευτυχώς δεν είχε τραπέζι κι έτσι συνεχίσαμε. Στη διαδρομή μας, εξώπορτες άνοιγαν και νέοι έβγαιναν να βρούνε τη μέρα κατά κάτω. Ηλικιωμένες κυρίες μάς πιάσαν την κουβέντα, μας ευχήθηκαν καλή τύχη να' χουμε και μας ζήλεψαν τη βόλτα μας. Έτσι βγαίναν κι αυτές τότε λέει, κι ακόμα θέλουν να βγαίνουν... Στο δρόμο μας θαυμάσαμε τις όμορφες μικρές αυλές, τον καινούριο ξενώνα που έχει ανοίξει κάπου εκεί, τη θέα της θάλασσας από ψηλά που μπορείς να ξεκλέψεις μέσα από ανοίγματα στα στενά, ώσπου ξαφνικά βρεθήκαμε σ' ένα ολάνθιστο παρκάκι όπου απ' τη μια στιγμή στην άλλη, από κει που σκύψαμε να μυρίσουμε το φούλι, καταλήξαμε να πλέκουμε στεφάνι με τα κλαριά του, η μία στο κεφάλι της άλλης.


Ο Μάης είχε πιαστεί, η χαρά μάς είχε πλέον κυριεύσει, κάναμε φωτογραφίες και στάσεις σε σκαλιά σαν να μην είχαμε ξαναπεράσει ποτέ απ' αυτά, ώσπου το ανέβασμα μάς έφερε στον πύργο του Τριγωνίου. Εκεί ταυτόχρονα με μας, ξεχύθηκαν 2 γκρουπ τουριστών που κατέβηκαν από τα λεωφορεία τους για να θαυμάσουν τη θέα της πόλης από ψηλά και ίσα που μπλεχτήκαμε ανάμεσά τους, γίναμε κι εμείς αξιοθέατο φέρουσες τα μαγιάτικα στεφάνια μας πια και χαρίζοντας φωτογραφίες στις κυρίες που μας το ζήτησαν, διασκεδάσαμε με το αστείο του πράγματος.


Όταν ο ήλιος μάς έκαψε πια πολύ, περάσαμε μέσα από τα τείχη και ακολουθήσαμε την πράσινη διαδρομή που κρυβόταν εκεί. Εμπλουτίσαμε τα στεφάνια μας και απορρίπτοντας το φαγητό στις πολύβουες ταβέρνες, επιλέξαμε την Πλατεία Αγίων Αναργύρων για ξεκούραση, καφέ και παγωτό. Εκεί, με πόδια ξυπόλητα απλωμένα, γίναμε ένα με τους θαμώνες που εύχονταν Καλό Μήνα ο ένας στον άλλο και μας βοήθησαν όταν θέλαμε αλλά δε μας άκουγε το παιδί από την καφετέρια: ...«Αρίστο τον λένε!».


Συγκίνηση, κουβέντες, χαλάρωση και η βόλτα συνεχίζει κατά τις Συκιές, στις παρυφές των δυτικών συνοικιών, κάπως αγνώστων για μας τα παιδιά του κέντρου. Περιπλάνηση και εξερεύνηση στην περιοχή με σκοπό το ξετρύπωμα του καλύτερου γυράδικου. Χαμόγελα, ευχές και πειράγματα στο δρόμο (τα στεφάνια μας κάναν θραύση!), και να που μετά από ώρα βρεθήκαμε μπροστά στο Υδραγωγείο στη συμβολή Κλαυδιανού και Αρχαιοτήτων, περνώντας το νοητό όριο που μας ξανάφερε σιγά σιγά κοντά στο κέντρο, στις γνωστές μας γειτονιές της Κασσάνδρου.


Η γύρα μας κάπου εκεί τελειώνει και κατάκοπες καταλήξαμε για φαγητό στην Αγίου Δημητρίου. Εκεί κυκλοφορούν όμορφες φοιτήτριες και ζευγάρια με σκύλο. Εμείς απολαμβάνουμε, χαζεύουμε και κρυφακούμε την παρέα στο τραπέζι πίσω μας που αποτελείται από... «οι 3 μας είμαστε και ο μπαρμπα-Γιάννης και κατεβήκαμε για ένα σουβλάκι», όπως διηγείται κάπου στο τηλέφωνο η μία κυρία και μετά μιλάει για τη Θεσσαλονίκη που έχει τις καλύτερες μπουγάτσες και τρίγωνα πανοράματος...


Τελευταία βουτιά στη σαλάτα, τελευταίο τσούγκρισμα και κατηφορίζουμε λίγο ακόμα πιο στο κέντρο της πόλης. Το φως έχει πέσει, τα στεφάνια έχουν μαραθεί και βγαίνουν από το κεφάλι μας για να περαστούν στην τσάντα κι εμείς αμήχανες και μουδιασμένες, αποφασίζουμε να κλείσουμε την... «εκδρομή» με το πρώτο κοκτέηλ του καλοκαιριού. Νύχτα πια, πόδια απλωμένα ξανά, κάνουμε τα τελευταία κουρασμένα γέλια και κοιτάμε τις φωτογραφίες που τραβήξαμε μες τη μέρα. Ήταν τελικά σα να'ταν η πιο όμορφη Πρωτομαγιά στο πιο σπάνιο μέρος! Γιατί είχε αγάπη, χαρά, όρεξη, φιλία, γέλια, ανακαλύψεις και ανθρώπους. Και του χρόνου.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ