Η Αλίκη στη Χώρα του Μνημονίου

Η Αλίκη στη Χώρα του Μνημονίου Facebook Twitter
0
Η Αλίκη στη Χώρα του Μνημονίου Facebook Twitter

Μετά τον θρήνο και την μεγάλη βδομάδα, φόρεσα το τελευταίο Αρμάνι βρακί που είχε ξεμείνει από την χρυσή εποχή και βγήκα στο κυνήγι μπας και πληρώσω κάνα λογαριασμό. 

Αμα τους άρεσα, θα με βαστάγαν, με την ίδια λογική που εγώ στα πέντε μου μάζευα γάτες.

Μπήκα στο έρημο υπουργείο ψάχνοντας το ρημαδογραφείο που με περίμεναν. Ένας μαλάκας με υποδέχτηκε με σινιέ κουστούμι, από τότε που γίνανε τα κουστούμια must, έγινε και η μαλακία σινιέ!

Στο ίδιο μήκος κύματος είχα ντυθεί κι εγώ με κουστούμι (όχι σινιέ)... όχι λόγω έλλειψης μαλακίας αλλά κυρίως λόγω έλλειψης χρημάτων, αλλιώς και η δικιά μου μαλακία θα είχε επώνυμη υπογραφή!

Κατι μαραμένα φυτά στην υποδοχή είχαν αλλάξει κατηγορία και από φυτά είχαν καταλήξει σαπρόφυτα ή κάτι τέτοιο, όχι και τόσο σινιέ.

Με καλοδέχτηκαν όμως, όχι τα φυτα, τα κουστούμια γιατί ήμουν βύσμα τρόπον τινά, δηλαδή πήγα συστημένη. Συστημένος πλέον στην νέα ελλάδα του ΔΝΤ, δεν σημαίνει ότι πήρα την δουλειά αλλά μόνο ότι μου έδωσαν τον χάρτη για να μπω.

Αμα τους άρεσα, θα με βαστάγαν, με την ίδια λογική που εγώ στα πέντε μου μάζευα γάτες.

«Η κυρία Λέκκα;», με ρώτησε χαρωπά ο μαλάκας, επί της υποδοχής, που στο φινάλε κι αυτός κάτι έπρεπε να κάνει για να ζήσει.

Τον χαιρέτησα χαρωπά στο στυλ του, μπας και συνεννοηθούμε και πάρω την ρημάδα την δουλειά, γιατί η οικονομική κρίση είχε προκαλέσει έμφραγμα στις πιστωτικές μου κάρτες.

«Διάβασα με μεγάλη προσοχή το βιογραφικό σας», είπε ο χαρωπός .Ναι, σκέφτηκα, στην τουαλέτα.

Συγκεντρώθηκα, μπας και κρύψω τον μποέμ που με γαργάλαγε τόση ώρα και βγάλω τον έρημο τον επιστήμονα που ψόφαγε της πείνας και πάρει την δουλειά.

Τελικά, αγαπηθήκαμε με όλο το team εκεί μέσα και συμφωνήσαμε να ξαναβρεθούμε για να ξεκινήσουμε την δουλειά.

Ωραία; Τρίχες, με θέλανε (ψάχνανε προφανώς για κάνα μπατίρη σαν την αφεντιά μου να σηκώνει βάρη και να μην κλατάρει και να ζει με μισθό πείνας) μεν, αλλά έπρεπε να δώσουν το οκ και τα λαμόγια που λυμαίνονταν τον χώρο. Ακόμα περιμένω...

Με τον χαμό που έφερε η κρίση στην Ελλάδα, κάποιοι πίστεψαν ότι όλα θα αλλάξουν.

Με την πείνα όμως, τα λαμόγια δεν κρύβονται, αντίθετα θεριεύουν.

Προ ΔΝΤ, η Ελλάδα λυμαινόταν από τις «ηθικές» αστικές οικογένειες που είχαν ξεμείνει από την τουρκοκρατία (αν όχι σαν τζάκια, σίγουρα σαν νοοτροπία), κρατικοδίαιτα, παράσιτα που σηκώσαν μύτη στα χρόνια της ελληνικής ευμάρειας, καθόλα πλασματικής με δανεικά κι αδούλευτα λεφτά. Μετά ξυπνήσαν και οι άλλοι,για την ακρίβεια κόλλησαν όλοι. Ο ιός ήταν μεταδοτικός, όλοι θέλαμε μερσεντές, διακοπές στο Μαυρίκιο κάθε καλοκαίρι και αρμάνι βρακιά.

Αντε και το βρακί το αποκτάς πιο εύκολα, όμως μία ωραία νύχτα βγήκε ο πρωθυπουργός και μας ανακοίνωσε ότι την κάτσαμε την βάρκα, όλοι μαζί όχι μόνος του, εν πάσει περιπτώσει τον βοηθήσαμε, υπαινίχτηκε.

Και φτου από την αρχή, εκλογές, αλλαγές, κοροιδίστικα πράματα για να χαίρονται οι κρετίνοι που κουνάνε τις σημαιούλες του κόμματός τους λες και είναι η αγαπημένη τους ομάδα και μετά τους έρχεται το εκκαθαριστικό της εφορίας και βρίζουν την διαιτησία, το ΔΝΤ εν προκειμένω.

Στα 39 μου χρόνια (σημαδιακό) –μετά γίνεσαι μεσήλικας και πριν το καταλάβεις εχεις αλλάξει κατηγορία και θες πάνα βρακάκι νούμερο 42, παιδιά –σκυλιά δεν είχα, είχαν περάσει ανεπιστρεπτί οι μέρες των κρασιών, των λουλουδιών, των αρμάνι βρακιών και των μεγάλων ερώτων και συνειδητοποίησα την νέα άθλια κατάσταση.

το ζόρι... ζόρι.

Πέρασα δύο χρόνια θρηνώντας την ζωή που δεν έζησα και τα μωρά που δεν απέκτησα, λες και αν είχα ζήσει κάτι άλλο, δεν θα θρηνούσα πάλι, τέλος πάντων μου μεινε μία ωραία κατάθλιψη, ο λογαριασμός του τρελογιατρού και κάτι χάπια σκέτη μαστούρα.

Μετά τον θρήνο και την μεγάλη βδομάδα, φόρεσα το τελευταίο Αρμάνι βρακί που είχε ξεμείνει από την χρυσή εποχή και βγήκα στο κυνήγι μπας και πληρώσω κάνα λογαριασμό.

Βλέπετε, η κρίση μείωσε τις συντάξεις των γεννητόρων μας οπότε τέρμα τα δανεικά από τον μπαμπά, άρα ούτε χαβαλές ουτε κρασιά ούτε κάνω την δουλειά που γουστάρω όπως γουστάρω κι άμα γουστάρω, μαζί με την χώρα, σχεδόν πτώχευσε και ο οικογενειακός προυπολογισμός... το νέο μοτο είναι με λένε Λόλα και τα κάνω όλα. Δεν με λένε Λόλα, αλλά λολάθηκα με το μηδέν εις το πηλίκον.

Πάει το υπουργείο λοιπόν, κι είχα και μία γάτα να θρέψω, βγήκα λοιπόν στον δρόμο.

Απελπισμένη και θλιμμένη κι εκεί που ήμουν έτοιμη να πηδήξω στον Ισθμό, η γνωστή τρέλα που κυριαρχεί στο σόι μου ενεργοποιήθηκε και πήρε την κατάσταση στα χέρια της, (γονιδιακό καθαρά), το πήρα αλλιώς, κι είπα να το διασκεδάσω.

Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι οι υπόλοιποι Έλληνες (τουλάχιστον το μικρό μου στατιστικό δείγμα αυτό εδειξε) δείχνουν να προτιμούν το άλμα στο κενό , αλλά κάτι μου λέει μέσα μου ότι η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει κι ας κλαίμε τώρα όλοι μαζί. Βασικά, καλά κανουμε και κλαίμε γιατί πάει η μερσεντές, κατασχέθηκε, ο Μαυρίκιος είναι περασμένα μεγαλεία, αλλά τουλάχιστον μας μείνανε από τις όμορφες μέρες τα Αρμάνι (να' ναι καλά ο άνθρωπος που τα' φτιαξε γερά να φτουρίσουν), θα έχουμε να θυμόμαστε και να χαιρόμαστε. Αλλά η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, γιατί μόλις πιάσει ο ήλιος ο ελληνικός κι αρχίσει και ζεσταίνει, η χαρά του Μεσογειακού ταμπεραμέντου δεν αφήνει κανένα να χαθεί, λιαζόμαστε σαν τα κοπρόσκυλα με τον φραπέ αντάμα, και η ζωή ξαναγίνεται όμορφη.

Και μετά, αρχίζουμε κι ονειρευόμαστε παραλίες και ηλιοθεραπεία, ουζάκι με μεζέ, άντε και χωρίς μεζέ, αλλά οι παραλίες σε μας είναι κοντά κι όσο κι αν σκοτίζεσαι με το δάνειο και την κρίση, πας στην θάλασσα και σου περνάνε όλα. Κι έχει ο Θεός! Μεγάλη κουβέντα αυτή, αναρωτιέμαι αν υπάρχει σε άλλη γλώσσα αυτή η έκφραση. Φανταστείτε το δόλιο το Αφρικανάκι που πεθαίνει από την πείνα, να του λέγανε ''έχει ο Θεός'', υποθέτω, δεν θα έχει κουράγιο ούτε να τους βρίσει. Στους Ελληνες πάντως και στην ψυχολογία μας, δουλεύει μία χαρά, από ό,τι έχει δείξει, γιατί ολόκληρη η ιστορία μας βρίθει από κρίσεις, οικονομικές και μη, και δόξα τω Θεώ, ακόμα δεν αφανιστήκαμε.

''Για φαντάσου'', που λέει και ο τιτανοτεράστιος Κωνσταντίνος Τζούμας.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ