Στη Θέση 12Β

Στη Θέση 12Β Facebook Twitter
2

Η νοσταλγία μου θα είναι βουβή γιατί αν μιλήσει μπορεί να χάσει. Θέλει να φανεί κερδισμένη, δεν την νοιάζει να είναι κιόλας. Αυτό θα ήταν μία ψιλή λεπτομέρεια σε μια σεκάνς λανθάνοντων συναισθημάτων. Τιρκουάζ. Ή μάλλον πράσινα με ολίγη από γαλαζιό. Ή γαλάζια με πράσινο. Διάολε, δυσκολεύομαι να τα περιγράψω. Σίγουρα ντρέπομαι γι' αυτό, όμως ήταν παραδεισένια. Αυτό το θυμάμαι σίγουρα κι ας μην έχω βρεθεί ποτέ στον Παράδεισο κι ας μην υπάρχει Παράδεισος καν. Όταν με κάρφωναν, Θεέ μου, όταν με κάρφωναν ήθελα μόνο να πεθάνω έχοντας αυτά σαν ύστατη εικόνα. Δεν θεωρώ πως είμαι αχάριστη γιατί πολύ απλά δεν είμαι. Όμως δεν θα μπορούσα να είμαι και ευγνώμων. Μαζί μ΄αυτόν και τις δυνάμεις μου, ένιωθα πως με εγκατέλειπε η κάθε υποψία θέλησης για ζωή.

Ανέβαινε τα σκαλάκια του λεωφορείου με ταχύτητα πρωτοφανή για κάποιον που θέλει να μείνει. Φορούσε ένα απλό κάτασπρο φανελάκι που καθρέφτιζε έντεχνα την κενότητα της στιγμής. Το παντελόνι του, χακί, συμβόλιζε έναν εσωτερικό πόλεμο και τις αποχρώσεις που άφηνε, σαν τυχαία και άθελα αποτυπώματα αδέσποτου σκύλου σε φρέσκια τσιμεντόστρωση, στο μυαλό μου. Δύο τιράντες βαστούσαν το παντελόνι του τόσο ισχυρά, που με έκαναν να ικετεύω για μια αντίστοιχη ισχύ την οποία χρειάζονταν οπωσδήποτε τα πόδια μου την στιγμή που έφευγε. Οι άκρες των μαλλιών του, σπασμένες, άλλες καστανές και άλλες αργυρόχρωμες, γεμάτες ψαλίδα ανεβοκατέβαιναν με ένα ρυθμό που μου προκαλούσε σκοτοδίνη, λες και εκτελούσαν λανθασμένα, σχεδόν κωμικά, τα βήματα μίας υπέρμετρα αυστηρής χορογραφίας αργεντίνικου ταγκό. Δεν γύρισε πίσω να κοιτάξει. Γιατί άραγε; Λες να ήξερε πως αν κοιτούσε θα με θρυμμάτιζε με το βλέμμα του; Η αλήθεια είναι πως με κατέλυε κι μ' αποτέλειωνε ακόμα κι όταν απλά το φανταζόμουν. Μπορεί να με λυπόταν, πράγμα που, φυσικά, απεύχομαι. Ίσως, πάλι, να σκέφτηκε κυνικά αφήνοντας με να φθείρομαι ανενόχλητα, ενώ είχε βουλιάξει με στυλ στην 12Β, τη θέση του λεωφορείου που τον έπαιρνε μακριά μου.

Μου είχε πει «Δεν θέλω να μείνεις πίσω για μένα». Δεκτό. Κι αν όμως εγώ θέλω να μείνω πίσω για σένα; «Είναι πολλά τα χιλιόμετρα...», είχα ακούσει μια ξένη φωνή να τον σιγοντάρει. Αποφάσισα να την αψηφίσω. Δεν είχα αισθανθεί ποτέ μου έτσι για κανέναν. Θεώρησα πως χρωστούσα στον εαυτό μου μια προσπάθεια, όσο κι αν ο εαυτός μου ένιωθε ξεπληρωμένος. Το κινητό του, ένα μαύρο i-phone σε μια θήκη από σιλικόνη που το έκανε να φαίνεται πιο ευπρόσιτο, για να μην πω φτηνιάρικο, ούρλιαζε σαν μανιασμένος πίθηκος σε αιχμαλωσία. Ήταν ένα κορίτσι. Της μιλούσε γλυκά, σχεδόν όπως μιλούσε και σε μένα. Μπορούσα να καταλάβω ότι είχε βιώσει μαζί της συναισθήματα που άξιζαν την αμέλεια που μου έδειχνε. Ένιωσα μηδενικό. Άνθρωπος μη αρκετός, ανάξιος για αυτόν τον πλανήτη. Αν μπορούσα θα έγραφα, επιτόπου, ένα σημείωμα αυτοκτονίας- κι ας μην αυτοκτονούσα. Αποφάσισα να το αψηφίσω και αυτό. Κι όμως θα ήθελα επιτέλους να έθετα τέρμα στους αψηφισμούς. Να ζούσα ριζοσπαστικά για το χατίρι μονάχα εκείνου του μικρού πλάσματος που φίλησε, που αισθάνθηκε, που αγάπησε.

«Δεν είναι ακριβώς όπως το κατάλαβες. Με πιστεύεις;», μου λέει με ένα σαφώς απολογητικό τόνο. «Σε πιστεύω. Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά.», απαντώ υποκριτικά. Δεν είχα αποθέματα αντοχής για μια σκληρή αλήθεια. Προτιμώ το άτσαλο ψέμα. Ειδικά όταν προέρχεται απ' τα χείλη του. Μα το 'ξερε πως λάτρευα τα χείλη του. Και εγώ με κάθε ευκαιρία του το γνωστοποιούσα. Κι ίσως κι εκείνος σε κάθε ευκαιρία να το εκμεταλλευόταν.

Συνένοχος στο έγκλημα η ευέλικτη γλώσσα του καθώς βημάτιζε στους δρόμους του κορμιού μου αργά, γαλήνια και στοργικά. Άλλοτε βιαιά, επιβλητικά μαζί και αυταρχικά . Το φιλί του έκανε το σώμα μου να ανατριχιάζει, να ανασυντάσσεται, να γεννιέται και να πεθαίνει. Θάνατος και ζωή στο ίδιο δευτερόλεπτο. Κάποτε με είχε ρωτήσει ποια υπερδύναμη θα ήθελα να έχω. Δεν θυμάμαι τι είχα απαντήσει άλλα σήμερα θα του έλεγα πως θα' θελα να μπορώ να κατακτήσω το φιλί του. Να το έχω ισόβια και μόνο για εμένα. Κάτι τέτοιο θα΄ταν στ' αλήθεια ακατόρθωτο και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο θα αποτελούσε υπερδύναμη.

Πριν αναχωρήσουμε για τα ΚΤΕΛ κάναμε έρωτα για τελευταία φορά. Ήταν λες κι είχα έρθει στον κόσμο απλά για να νιώσω αυτήν την τελευταία φορά, με όλα της τα παρελειπόμενα. Ο τελετουργικός τρόπος που με χαϊδευέ, που ακουμπούσε με τα τραχειά δάχτυλα του κάθε κύτταρο του σωματός μου, με εκανέ να ανατριχιάζω, προκαλώντας με να ενώσω το άπειρο μου μαζί με το δικό του. Μόνο που τα απειρά μας φέρονταν, πλεόν, σαν μαγνήτες με απωστικές δυναμείς, διώχνωντας το ένα το άλλο ευθαρσώς. Ο αναστεναγμός που αφήνε αβίαστα στο σβέρκο μου με έστελνε στις πιο σουρεαλιστικές σκηνές των πινάκων του πιο σουρεαλιστή ζωγράφου που ακόμη δεν έχει υπάρξει. Kαι που ούτε θα υπάρξει. Το ελαφρύ γδάρσιμο από το μούσι του στην αριστερή μου ωμοπλάτη με έφτιαχνε ξανά από την αρχή. Πρωτόπλαστη σε ένα κόσμο που αποτελούσαμε μόνο εγώ κι εκείνος. Όμως στις ιστορίες των πρωτόπλαστων, όπως λένε, υπάρχει πάντα ένα κακό φίδι που σε παρασέρνει στην αμαρτία, κλεβοντάς σου με ανορθόδοξη ικανοποιήση το πολυπόθητο happy end ή τουλάχιστον το happy experience που τόσο θέλεις να βιώσεις. Τελειώσαμε μαζί κι όμως είχα τελειώσει μόνη. Κάθε μου συναίσθημα είχε νεκρωθεί αστραπιαία και τόσο γρήγορα όσο τον είχα ερωτευτεί. Σηκώθηκε και πήγε για ένα γρήγορο ντουζ. Ακούγα το νερό να χτυπά βάναυσα το κορμί του και το μισούσα. Και απεχθανόμουν το νερό το ίδιο. Σκεφτόμουν τις σταγόνες που θα στέγνωναν στο κορμί του και ζήλευα. Εκείνη τη στιγμή ευχήθηκα να ήμουν μία απ' αυτές. Να στέγνωνα επάνω του, να με αφομοίωνε το δέρμα του τελείως εγωιστικά, δίχως να τον ρωτήσει.

«Παραλίγο να το ξεχάσω. Σου έφερα ένα δωράκι.», μου είπε.

«Τι δωράκι;», αποκρίθηκα ξεχειλίζοντας από αναμονή και περιέργεια.

«Να, αυτή την μπλούζα.»

«Σ' ευχαριστώ μωρό μου. Είναι υπέροχη...», απάντησα κι εγώ.

Η μπλούζα δεν ήταν υπέροχη. Μα και να ήταν-που δεν ήταν-λίγο θα με έκοφτε. Ένα προσωπείο κάλυψε αμέσως το κεφάλι μου. Κρύφτηκα λίγο πίσω από το δαχτυλό μου αν θες. Του έδειξα πόσο ευχαριστημένη ένιωθα που με είχε θεωρήσει ένα άπονο αντικείμενο. Του ανταπέδωσα την αισχρή του πράξη με ένα φιλί, όσο κι αν δεν το ένιωθα πλεόν. Αναιδέστατη πράξη. Μου δώρισε ένα κομμάτι ευτελούς υφάσματος, ενώ εγώ του είχα δωρίσει την ζωή μου.

Αχαριστία και μία αδιαμφισβήτητα άδικη ανταλλαγή. Θα ήταν ίσως πιο λογικό και αρκετά φρονιμότερο, εκ μέρους του, να μου προσφέρει κάτι παραπάνω από μια άθλια μπλούζα με αναφορές ποπ κουλτούρας. Μια γαλάζια μπλούζα με τον Αϊνσταίν σε ρόλο skater boy που φοράει ένα κολλεγιακό μπουφάν χρώματος μπλέ με κόκκινα μανίκια. Μία μπλούζα που ήταν λες και την είχε αγοράσει από κατάστημα με ρούχα από δεύτερο χέρι, που προορίζονταν για άτομα με χρησιμοποιημένα και ξαναφορεμένα συναισθήματα. Μια μπλούζα που δεν διέφερε σε τίποτα από το αδειανό πουκάμισο, και παρέπεμπε έντονα στην Ελένη του Σεφέρη. Αναρωτήθηκα πόσο κουτόμυαλος μπορεί να ήταν αυτός που σκαρφίστηκε το συγκεκριμένο σχέδιο. Πόσο μίζερη μπορεί να ήταν, άραγε, η ζωή του; Ομολογουμένως είχε καταφέρει να πλέξει έναν συνδυασμό που έφερνε όλα τα γεύματα της τρέχουσας ημέρας στο λαρύγγι, έτοιμα να πεταχτούν με αυθάδεια προς τα έξω. Ή πολύ πιο απλά να μην έφταιγε ο συνδυασμός και η μπλούζα αυτή, να μην έπαιζε κανένα απολύτως σημαίνοντα ρόλο στην διάθεσή μου για εμετό.

Ωστόσο, ομολογώ ότι θα προτιμούσα κάτι άλλο. Τι; Τα μάτια του. Ή μάλλον το δικαίωμα να βλέπουν μόνο εμένα έτσι όπως τα δικά μου έβλεπαν μόνο εκείνον. Μπορώ να πω πως το βλέμμα του είναι ακόμη λαμπερό στη μνήμη μου-ακόμα κι αν η παρουσία του είναι ζοφερή κι αχνή σαν σύννεφο.

Μου έχει λείψει. Μου λείπει και νιώθω πως θα μου λείπει για πάντα. Θέλω να του πω κάποια πράγματα μα δεν βρίσκω το κουράγιο. Φαντάζομαι συνέχεια πόσο ευτυχισμένος είναι στα καινούργια χέρια που τον αγκαλιάζουν, την ίδια ώρα που αθελά και αδίστακτα μαχαιρώνουν εμένα στα πιο ευαισθητά σημεία του σωματός μου. Ένα μαχαίρι φουριόζικο που ξεσκίζει το είναι μου, με τον ίδιο τρόπο που ξεσκιζόταν η ψυχή μου όποτε γινόταν η απουσία του ουσιώδης. Τότε που τα αυτιά μου αναζητούσαν την γαλήνη που εξέπεμπε σ΄αυτά η βραχνή και πάντοτε ηδονική του φωνή. Τότε που τον καλούσα στο κινητό, τις πιο περίεργες ώρες της ημέρας, από τους λιγοστούς τηλεφωνικούς θαλάμους του κέντρου της Θεσσαλονίκης, απλά για να ακούσω το τυπικό μήνυμα που άφηνε ο τηλεφωνητής του, για όλους όσους τον ζητούσαν, αόριστα, χωρίς καμία ιδιαίτερη μεταχείριση για εκείνους που πέθαιναν για αυτόν.

Όμως αλήθεια, είναι ακόμα εδώ. Ναι, η φωνή του ακούγεται ακόμα, κι ας είναι το κορμί του ένα πουλί που δεν σταματά να ταξιδεύει. Ένας ταξιδιώτης που φεύγει χωρίς καμία συμπόνια για αυτά που αφήνει πίσω του. Δεν ξέρω πως να τελειώσω. Μακάρι να μπορούσα να μπω στο μυαλό του. Να ξαναέγραφα την ίδια ιστορία, από τη δική του αναθεματισμένη οπτική γωνία. Ήταν όμως η μικρή μας αυτή ιστορία άξια γραφής και γι αυτόν; Νιώθω πως θα φύγω μ' αυτό το ερώτημα. Ότι θα το αφήσω σαν τελευταία επιθυμία να γραφτεί στον τάφο μου. «Ετών εικοσί τρία: 'Ηταν η ιστορία τους άξια λόγου και γι αυτόν;» Είμαι ένας άνθρωπος χαμένος, λιγότερος από μισός του μισού μου. Θα ήθελα μόνο, για τελευταία φορά, να ακούσω, λες και είναι η πρώτη, ένα Καληνύχτα-ή Καλημέρα, ένα Γειά σου, σε φιλώ-ή αυτό που ήθελα κι εγώ τόσο να ξεστομίσω που δεν κατάφερα όμως ποτέ, που το βροντοφώναζα βλακωδώς σ΄εμένα και δεν το είπα ποτέ σε εκείνον και είναι, φυσικά, το Σ' αγαπώ.

2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ