Un bacio, per favore(*)

Un bacio, per favore(*) Facebook Twitter
0
Un bacio, per favore(*) Facebook Twitter

Το καλοκαίρι είχε ζυγώσει για τα καλά στη βόρεια Ιταλία και η πρωτεύουσα της Emiglia Romagna δεν αποτελούσε εξαίρεση. Η πολυεθνική συντροφιά των εκπαιδευόμενων είχε συγκεντρωθεί στο μικρό παραδοσιακό εστιατόριο λίγο πριν σουρουπώσει. Ήταν η τελευταία βραδιά στην Bologna. Την επομένη θα αναχωρούσαν για τις πατρίδες τους.

 

Το φαγητό ήταν -τι άλλο- ζυμαρικά και οι συνδαιτυμόνες διασκέδαζαν ακούγοντας το μικρό μουσικό σύνολο που τραγουδούσε το «O sole mio» και το «Volare».

 

Ο Άγγελος ζήτησε να επισκεφτεί την κάβα στο κελάρι του μικρού εστιατορίου. Στους τοίχους, δίπλα στις πολυάριθμές φιάλες, παρατήρησε τα καλαίσθητα χαρακτικά, που απεικόνιζαν τους «Δύο Πύργους», το σύμβολό της πόλης. Τότε ακούστηκαν βήματα στην στενή ξύλινη σκάλα που κατέβαζε στο υπόγειο. Η φιγούρα ήταν γνώριμη. Ilaria, του είχε πει πως λεγόταν η νεαρή μελαχρινή, που εξυπηρετούσε το τραπέζι του. Η όμορφη σερβιτόρα δεν άφησε ούτε λεπτό το ποτήρι του δίχως κρασί του San Gimignano. Δεν άφησε να περάσει ούτε λεπτό δίχως να αιχμαλωτίσει το βλέμμα του.

 

Ήταν ψηλόλιγνη και φορούσε άσπρο πουκάμισο, μαύρη φούστα και μια ποδιά, από εκείνες, που συνηθίζουν να φορούν οι σερβιτόροι στις ευρωπαϊκές πόλεις.

 

Κατέβασε μερικά άδεια μπουκάλια. Τα άφησε σε μια γωνία κι ύστερα στράφηκε προς το μέρος του. Ο Άγγελος, προσπαθούσε να νικήσει την αμηχανία του κρατώντας μια κάρτ-ποστάλ, που απεικόνιζε σε γκραβούρα την πρόσοψη του εστιατορίου. Εκείνη κοντοστάθηκε και τον κοίταξε με αινιγματικό βλέμμα. Ξεκίνησε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια αλλά πριν φτάσει στο τρίτο σταμάτησε και γύρισε πίσω. Άρπαξε την κάρτα από τα χέρια του. Έβγαλε ένα στυλό από την τσέπη της κι έγραψε γρήγορα το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και το τηλέφωνο της. Πλησίασε την κάρτ-ποστάλ στο πρόσωπο της. Την άγγιξε στα χείλη της κι άφησε το αποτύπωμα τους από κερασί κραγιόν στο χαρτόνι.

 

Ο Άγγελος ένιωσε ένα κόμπο να ανεβαίνει στο λαιμό του. Την κοίταξε κι ήταν τόσο λαμπερό εκείνη τη στιγμή το χαμόγελο της. Πήρε κι εκείνος μια καρτ-ποστάλ από το τραπεζάκι. Έγραψε σβέλτα τα προσωπικά του στοιχεία επικοινωνίας. Ακούμπησε την κάρτα στα δικά του χείλη που, ασφαλώς, δεν άφησαν αποτύπωμα. Της έδειξε το μικρό κομμάτι χαρτονιού και έσκυψε στα χείλη της. Τα σφράγισε μια στιγμή με τα δικά του. Μπόρεσε κι εκείνος να σφραγίσει με χρώμα κερασί τη δεύτερη κάρτα.

 

Ύστερα την έπιασε από τα μπράτσα και την τράβηξε κοντά του. Κράτησε το πρόσωπο της με τα ακροδάχτυλα του και έσμιξε τα χείλη του με τα δικά της ξανά και ξανά με μια λαχτάρα πρωτόγνωρη. Ο χρόνος πάγωσε. Ένας κάθυγρος πυροσβέστης, που εκκινούσε από το στόμα του, πάσχιζε να σβήσει ένα-ένα τα πυρακτωμένα αστέρια στον ουρανίσκο της. Ένας νεογέννητος ήλιος άστραψε και γέμισε ηλεκτρισμένο φως τη νύχτα. Μια πορφυρή καλοκαιρινή βροχή, νότισε τις ψυχές τους. Από το παράθυρο του υπογείου, ακουγόταν ακόμη η ιταλική μπάντα, που έπαιζε ανέμελα το «Io di notte sono qui»...

 

Τρεις δεκαετίες αργότερα ένας γκριζομάλλης άντρας κάθισε στο ίδιο εστιατόριο της Bologna. Πήρε στα χέρια του τον κατάλογο. Η συμπαθητική σερβιτόρα τον ρώτησε τι θα παραγγείλει. "Un bacio, per favore"(*), της είπε με παιγνιώδη διάθεση. Ένα συγκρατημένο χαμόγελο άνθισε στα χείλη του. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο μικρό παράθυρο, που φώτιζε το κελάρι του γραφικού εστιατόριού. Αναζήτησε, μάταια, κάποια σκιά, από εκείνες που αφήνει στο διάβα του ο χρόνος...

 

 (*) «ένα φιλί, παρακαλώ»

 

 

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ