Κι αν υπάρχει κάτι να με σπρώχνει μακριά

Κι αν υπάρχει κάτι να με σπρώχνει μακριά Facebook Twitter
0

Κι αν υπήρχε κάτι να τη σπρώχνει μακριά, ήταν ο φόβος της να μείνει. Τόσο πολλές φορές να έχει τολμήσει, να έχει αφήσει το φόβο στην άκρη και να ‘χει πάει κοντά του, τόσο πολλές φορές να έχει πει κι εκείνος μείνε· άλλες τόσες φορές να φεύγει αυτή μακριά. Πόσο ανόητος ο φόβος να μείνει άλλη μια νύχτα, άλλο ένα απόγευμα – να χάσει ένα λεωφορείο, ένα πλοίο. Ανόητη, για να μη φανεί ότι χρειάζεται να την παρακαλέσει, να πειστεί ότι θέλει κι εκείνος να μείνει, ότι δεν την κρατά μόνο έτσι, για να την κρατήσει.

 

Ανόητη, για να μη φανεί πόσο ήθελε για μια φορά να μείνει, να μείνει λίγο ακόμη, να τον αγγίξει λίγο ακόμη, να του μιλήσει κι άλλο. Κι εκείνος να της λέει μίλα μου, και μετά να χάνεται. Κι αυτή να μην τον σκέφτεται – μα να που έρχονται κάτι βράδια με μαύρο ουρανό και σύννεφα και αγέρα, όπως τα βράδια που του άρεσαν, κι αυτή βγάζει το χέρι της στη βροχή και τότε νιώθει μια ανατριχίλα κι ένα πάγωμα, γιατί είναι σαν τη βροχή που έπεφτε το φθινόπωρο, σαν τη βροχή που έπεφτε όταν τον έβλεπε. Και αυτός να της λέει για λιακάδες, βαριεστημένος, γιατί του αρέσει η βροχή.

 

Του αρέσει να βγαίνει στη βροχή, κι αυτή να τον κρατά και να τον ζεσταίνει, του αρέσει στη βροχή να του φορά εκείνη την κουκούλα του κι αυτός να της κρατά το χέρι, του αρέσει να έρχεται κοντά της αργά και να την κοιτά στα μάτια, τόσο βαθιά που για μια στιγμή χάνεται και δεν ξέρει πια πού είναι – τότε μπορεί να του πει σ’ όλα ναι. Μα είναι λίγος, πολύ λίγος ο χρόνος και πολύ μεγάλος ο φόβος της. Πολύ μεγάλος ο φόβος της και πολύ μακριά του· δεν μπορεί τώρα να τον βλέπει κάθε μέρα, να περιμένει να φτάσει κοντά του, και να τον κοιτά από μακριά.

 

Πρώτη φορά που τον είδε και ήταν πάλι το βλέμμα του βαθύ και ευθύ, τη ζάλισε. Κάθε φορά τη ζάλιζαν τα μάτια του, το δέρμα του, τα χέρια του, όπως τα ακουμπά στα γόνατά του και φυσά τον καπνό του. Τα χέρια του όταν στρίβει τσιγάρο, τα μάτια του όταν χαμογελά και ο πληθυντικός του όταν την ντρέπεται. Και όταν κάνει σαν μικρό παιδί για να τη δει να κατσουφιάζει και μετά να του γελά, και όταν πίνει και μετά της γελά και σκύβει το κεφάλι, όταν τη ρωτάει πράγματα αυτονόητα, όταν της λέει «είσαι περίεργο τυπάκι» και της φιλά το αυτί, όταν τα χείλη του κοκκινίζουν από τα φιλιά και βαραίνει η ανάσα του, όταν λάμπουν τα χείλη του, όταν γυρίζει πίσω να τη δει από μακριά που φεύγει. Τη ζάλιζε όταν τον άγγιζε, όταν την κοιτούσε και δεν έλεγε τίποτε, όταν έσφιγγε τα χείλη του σαν να θέλει πάλι να της πει κάτι – μα πιο πολύ τη ζάλιζε όταν την άφηνε στην πόρτα της κι εκείνη το μόνο που ήθελε ήταν να του πει έλα, ή, μάλλον, να της πει εκείνος άλλο ένα μείνε. Άλλο ένα μείνε και θα ‘μενε, μόνο άλλο ένα μείνε, μόνο μια λέξη ακόμη.

 

Πώς γίνεται να ‘ρχεται ο έρωτας χρόνια μετά, πώς γίνεται να ‘ρχεται μια επιθυμία, ένα κύμα, μες στην απουσία και το κενό, πώς μπορεί να τον βλέπει παντού και να τον ακούει, με μίλια και μίλια και μήνες μεταξύ τους. Γιατί κι οι δυο να κάνουν το ίδιο λάθος και να περιμένουν τόσο, πώς γίνεται να μην μπορεί να του πει πως δεν έχει τίποτα, αυτόν μόνο έχει. Ανόητη, μια φορά, μια φορά μόνο έπρεπε να ‘μενε.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ