Ο Γιάννης

Ο Γιάννης Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Corey Brickley
0

Ο Γιάννης είχε κάνει φόνο. Είχε σκοτώσει μια κατσαρίδα. Τώρα κοιτάζει τα χέρια του, δεν το πιστεύει. Αυτά τα τόσο λεπτεπίλεπτα δάχτυλα. Τα δάχτυλα ενός ποιητή, ενός πιανίστα, έχουν στερήσει από την Ζωή ένα πλάσμα της. Παλαιότερα τέτοιου είδους περιστατικά λαμβάνονταν υπ' όψιν ως φυσιολογικά σχεδόν μα τώρα κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Στις μέρες μας κάθε τέτοιο περιστατικό οφείλει να καταγράφεται ως «Κάτι». Τι σημαίνει όμως αυτό ο Γιάννης δεν ξέρει να πει.


Το λιωμένο σώμα της κατσαρίδας έχει σχηματίσει, αν και μικρό σε έκταση, ένα μαύρο σημάδι στη ντουλάπα που τραβάει την προσοχή. Ο Γιάννης το κοιτάζει και τρέμει. Δεν κάνει την παραμικρή κίνηση. Σε λίγες ώρες πρέπει να βγει στον δρόμο να μαζέψει τα πτώματα των Ανέργων. Ύστερα τον περιμένουν στην Δεξίωση να παίξει. Ο Γιάννης ξέρει να παίζει πιάνο. Δεν έμαθε ποτέ. Δε χρειάστηκε. Απλώς ξέρει. Μια μέρα που βρέθηκε τυχαία στην Μεγάλη Αίθουσα άπλωσε τα χέρια του στα πλήκτρα. Εκείνοι άπλωσαν τα χέρια τους στα όπλα. Ευτυχώς είχαν την υπομονή να τον ακούσουν πρώτα. Τώρα στα καθήκοντα του συμπεριέλαβαν κι αυτό.

Δεν ξεκολλάει όμως τα μάτια του απ'το σημάδι, με την επιμονή ανθρώπου με υψηλό πυρετό. Αισθάνεται αυτό το πνιγερό αίσθημα στο στήθος και στον λαιμό του. Πάλι. Αναρωτιέται γιατί. Δεν είναι κάτι καινούριο.

Όλη τη νύχτα θα εργάζεται απόψε, έπρεπε ήδη να δένει τα κορδόνια των φθαρμένων παπουτσιών του, να ξεκλειδώνει την πόρτα του διαμερίσματος, να βγαίνει από το σπίτι να κλειδώνει πάλι, να κατεβαίνει τα σκαλιά με εκείνη την ελαφριά απογευματινή ζαλάδα στο μέτωπο, που πάντα τον έπιανε όσο κι αν είχε συνηθίσει κατά βάθος λίγο προτού βρεθεί στο δρόμο όπου όλοι εκείνοι κείτονταν λες και τους είχε ρημάξει η νύχτα, η κούραση, ο έρωτας. Όμως όχι οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν τον καιρό να ερωτευτούν. Οι άνθρωποι αυτοί έβγαιναν στον δρόμο με την ελπίδα πως θα μπορούσαν να τρέξουν προς κάποια κατεύθυνση να ξεφύγουν. Ο Γιάννης δεν ήξερε πως γινόταν, κανένας δε γλίτωνε.

Δεν ξεκολλάει όμως τα μάτια του απ'το σημάδι, με την επιμονή ανθρώπου με υψηλό πυρετό. Αισθάνεται αυτό το πνιγερό αίσθημα στο στήθος και στον λαιμό του. Πάλι. Αναρωτιέται γιατί. Δεν είναι κάτι καινούριο. Ο Γιάννης πιστεύει ότι γεννήθηκε με αυτό. Γεννήθηκε με τον ομφάλιο λώρο τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του, δεν έβγαζε άχνα, το πρόσωπο του ήταν μπλε. Η μάνα του δεν είχε δύναμη να τον φέρει στον κόσμο. Ο Γιάννης από μόνος του έσπρωξε με τα χέρια του, αναπάντεχα, όπως σκότωσε την κατσαρίδα, ούτε που το κατάλαβε πως έγινε. Μισοπνιγμένος ήρθε στον κόσμο, όσο καλύτερα μπορούσε, όχι πως ήθελε δηλαδή, δεν γνώριζε ακόμη τι σημαίνει κάποιος να θέλει, αλλά κάπως σα να είχε υποχρέωση να το κάνει, σα να τον είχαν προσκαλέσει ας πούμε κάπου και δεν γινόταν να αρνηθεί, η δική του θέληση δεν είχε καμία σημασία μπροστά σε αυτό το καθήκον που όφειλε ποιος ξέρει σε ποιόν να φέρει εις πέρας.

Ο Γιάννης γεννήθηκε εργάτης. «Θα έρθεις στον κόσμο Γιάννη» του είπαν «για να υπηρετείς εμάς» Ποιοι; Ποιος ξέρει; Ποιος μπορεί να ξέρει ποτέ ακριβώς ποιοι είναι αυτοί. Πάντως εργαζόταν. Αυτό σήμαινε πως είχε δικαίωμα στη Ζωή. Με χέρια που τρέμουν ο Γιάννης καθαρίζει τον πάγκο της κουζίνας από το αίμα του ζωντανού. «Πρέπει να το αναφέρω στην υπηρεσία μου, απόψε κιόλας» Ο Γιάννης έχει δίκιο. Δεν θέλει να χάσει την δουλειά του. Το να χάσει τη δουλειά του σε αυτή την ηλικία χωρίς να έχει βρει μια άλλη δουλειά προηγουμένως σημαίνει αυτομάτως θάνατο. Είναι Αντικαταστάτης και ξέρει. Κανένας τοίχος δεν μπορεί να κρατήσει ασφαλή κάποιον που το κράτος δεν χρειάζεται πια..

Ο Γιάννης δεν έχει οικογένεια, ο Γιάννης δεν έχει τίποτα. Θα μπορούσε να είναι επίσης Νεκρός δεν κάνει καμιά διαφορά. Για τους άλλους δεν κάνει διαφορά, εφόσον κανείς δεν τον γνωρίζει. Ελάχιστοι ξέρουν το όνομα του. Οι περισσότεροι τον φωνάζουν με την ιδιότητα του. «Αντικαταστάτη». Μαζεύει τα κομμάτια των Ανέργων με την προϋπόθεση να μη βρεθεί καμία απόδειξη. Οφείλει να έχει ολοκληρώσει την εργασία του πριν βγει ο ήλιος. Απόψε πολύ πιο νωρίς εξαιτίας της Δεξίωσης. Δεν ξέρει, δεν μπορεί να θυμηθεί, αν μέσα στα δικαιώματα που του παραχωρούν συμπεριλαμβάνεται ο φόνος μιας κατσαρίδας.

Στους Αντικαταστάτες δεν χορηγούνται όπλα, τους απαγορεύεται η άσκηση βίας. Η οποιαδήποτε άσκηση βίας. Τα χέρια του τρέμουν. Τα λεπτά όμορφα χέρια του. Φοβάται όχι ακριβώς το θάνατο μα περισσότερο πως στην δεξίωση δεν θα μπορέσει να παίξει το ίδιο καλά. Ο θάνατος πίσω από ένα άσχημο παίξιμο. Για αυτόν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που αποφασίζουν ποιος θα πεθάνει και ποιος όχι, είναι κάτι σαν θεοί. Δεν αναρωτήθηκε ποτέ ποιος τους έδωσε αυτή τη χάρη να αποφασίζουν ήσυχοι και αμέτοχοι στον κίνδυνο. Ίσως ο Γιάννης να είναι χαζός. Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ. Δεν πρόφτασε να φτάσει στην υπηρεσία του, ούτε να αναφέρει το «έγκλημά του».


Ο Γιάννης στέκεται μπροστά στην πόρτα. Έχει αποφασίσει να βιαστεί όπως και να χει, ο χρόνος τον πιέζει στο μεσοκάρπιο, το τακ-τακ του ρολογιού του. Επιταχύνει εκείνο της φλέβας. Στρέφει το κλειδί τέσσερις φορές προς τα αριστερά όπως του έχουν μάθει. Όπως εκείνος έχει μάθει από αυτούς. Χαμογελάει λιγάκι, κάπως ανόητα, κάπως παιδικά, όπως ο άνθρωπος που έχει υποφέρει για πολύ καιρό αφηρημένος ξεχνάει στιγμές-στιγμές τον πόνο του για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα, κι έτσι γελάει. Την ίδια στιγμή τον βρίσκει μια σφαίρα πισώπλατα. Πέφτει στην πόρτα, αυτή υποχωρεί σαν φύλλο από χαρτόνι ή σαν ίσκιος την ώρα που αλλάζει θέση ο ήλιος. Πάνω στην πτώση του σκέφτεται ότι δεν είχε νόημα κανένα τελικά να κλειδώνει τα βράδια, η πόρτα θα υποχωρούσε με ένα απλό σπρώξιμο κι όπως και να χει σε κάθε περίπτωση κανείς και με κανέναν τρόπο δεν είναι ασφαλής σε αυτή τη Χώρα. Στη δική του Χώρα. Στη Χώρα αυτή για την οποία ήταν και θα ναι μια και για πάντα ένας εξόριστος.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ