Μπορεί μια μέρα να μπεις στο τραίνο και απέναντι σου να κάθεται ο έρωτας της ζωής σου

Μπορεί μια μέρα να μπεις στο τραίνο και απέναντι σου να κάθεται ο έρωτας της ζωής σου Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Rob Bailey
3

Μπορεί μια μέρα να μπεις στο τραίνο και απέναντι σου να κάθεται ο έρωτας της ζωής σου... Μπορείς να περιμένεις μέχρι να φτάσεις στο προορισμό σου και να φύγεις αγνοώντας τον ή μπορείς να του μιλήσεις και να σου δοθεί έτσι μια ευκαιρία προς την ευτυχία.." Είναι αξιοθαύμαστο και συγχρόνως τραγικό πως μπορεί ολόκληρη μας η ζωή να εξαρτηθεί από μια μικρή στιγμή, από μια απόφαση που στα μάτια μας σήμερα μοιάζει εντελώς ασήμαντη όμως στο μακρύ μέλλον θα αποδειχθεί καθοριστική. 


Πάντοτε αναζητούσα την σωστή λύση σε οποιαδήποτε μου κίνηση και σε οποιοδήποτε πρόβλημα η ζήτημα που με απασχολούσε κατά περιόδους. Μπορώ πλέον με βεβαιότητα να πω ότι δεν υπάρχει σωστό ή λάθος. Όλη μας η ζωή εξαρτιέται από μικρές στιγμές και αποφάσεις που δεν περιέχουν κάποια λύση είναι απλώς επιλογές. Κάποιες φορές αυτές οι επιλογές μπορούν να μας ωφελήσουν και να μας οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Ενώ άλλες φορές μπορεί να μην μας "πάνε" εκεί που επιζητούσαμε αρχικά ,όμως ακόμα και σε εκείνη την διαφορετική κατάσταση μπορούμε να βρούμε έναν διαφορετικό δρόμο και οι ίδιες μας οι απόψεις που πριν έμοιαζαν δογματικές και εμπεριστατωμένες να αλλάξουν και οι επιθυμίες να είναι άλλες από εκείνες που είχαμε πριν. Αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω είναι ότι σε κάθε λεπτό της ζωής μας καλούμαστε να αποφασίσουμε κάτι, σκεφτείτε να είστε σε ένα σταυροδρόμι και να μην ξέρετε ποιο δρόμο να ακολουθήσετε. Κάθε μονοπάτι οδηγεί κάπου και δεν υπάρχει τερματικός σταθμός ονομαζόμενος "ευτυχία", δεν υπάρχει λάθος δρόμος όμως κάθε μονοπάτι θα σας οδηγήσει κάπου αλλού, οπού και εκεί πάλι θα πρέπει να αποφασίσετε κάτι καινούριο με βάση τα καινούρια δεδομένα και τις καινούριες σας απόψεις. Μια τόσο δα στιγμή, μια διαφορετική σκέψη, θα μπορούσε να αλλάξει τα πάντα...


Ήμασταν ίδιοι και συγχρόνως τόσο διαφορετικοί όσο κανένας.
Τον αγαπούσα και έτρεμα μόνο στην ιδέα του ποσό σημαντικός είναι για μένα, κάναμε συνεχώς όνειρα για το μέλλον σχεδιάζαμε την ζωή μας και αν για ένα πράγμα μπορώ να είμαι ειλικρινής είναι το γεγονός ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του όπως δεν έχω δει άλλον άνθρωπο να ερωτεύεται.

Κάπως έτσι ξεκινάει και εμένα η ιστορία μου, οπού μια πολύ μικρή απόφαση όπως μου φαινόταν μέχρι εκείνη την ημέρα κατάφερε να αλλάξει την ζωή μου οριστικά και να δώσει μια νέα τροπή.


Κάθε χρόνο το καλοκαίρι κατεβαίναμε στο χωριό με την ξαδέρφη μου, η μοναδική συνομήλικη μου συγγενής, μην φανταστείτε τίποτα σπουδαίο ένα μικρό χωριό στην μέση του πουθενά αποτελούμενο από πενήντα κάτοικους όλους και όλους. Δεν είχα δει ποτέ παιδιά, μόνο ηλικιωμένους. Δεν είχα όμως ποτέ παράπονο ήταν το κατάλληλο μέρος για παιδιά, ήταν σαν ένας μεγάλος παιδότοπος γεμάτος καινούριες εξερευνήσεις. Ακόμα θυμάμαι να αρπάζουμε δυο σακίδια με την ξαδέρφη μου και να σκαρφαλώνουμε σε βουνά και λαγκαδιά με τα ματιά μας γεμάτα περιέργεια. Εκείνο όμως το συγκεκριμένο καλοκαίρι δεν ήμασταν πλέον παιδιά και φυσικά το χωριό χωρίς κανέναν άλλον συνομήλικο έμοιαζε βαρετό και αδιάφορο. Έκλεινα τα δεκατέσσερα εκείνο το καλοκαίρι ενώ η ξαδέρφη μου ήταν ήδη δεκαπέντε. Μια βδομάδα καθίσαμε και οι πρώτες πέντε μέρες κύλησαν αργά και βασανιστικά, σαν να ήταν ο χρόνος εναντίον μας. Την Πέμπτη μέρα το απόγευμα αποφασίζουμε να κάνουμε μια βόλτα στο μοναδικό μέρος τους χωριού που είχε κάποια ζωή ακόμα, στο παλιό και εγκαταλελειμμένο σχολείο.


Φτάνοντας εκεί αντικρίσαμε ένα θέαμα που ομολογώ μας εξέπληξε, ήταν γεμάτο παιδιά! Ή μάλλον για να είμαι πιο σωστή ήταν γεμάτο εφήβους, εφήβους μεγαλύτερους και από μας. Καθώς προχωρούσαμε ένα αγόρι τρέχοντας πέρασε αναμεσά μας ενώ πίσω του με τον ίδιο γρήγορο ρυθμό ερχόταν ένα δεύτερο αγόρι εντελώς διαφορετικό από ότι είχα δει μέχρι τότε. Ήταν ψηλός, μελαχρινός με βαθιά καφέ ματιά είχε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του που ο καθένας μας θα παρατηρούσε και έλαμπε. Ήταν γεμάτος ζωή, γεμάτος χαρά, έτοιμος για ένα ακόμα παιχνίδι...
Εκείνη την ημέρα μας πλησίασε μια κοπέλα και μας μίλησε πολύ όμορφα πολύ γλυκά , μαζί με μια φίλη της, Μαρία την έλεγαν και την φίλη της Λένα. Ακόμα θυμάμαι τα πρόσωπα τους, ίσως το γεγονός ότι δεν είχα ξαναδεί ποτέ τόσο νέο κόσμο στο χωριό με έκανε να τους θυμάμαι ακόμα όλους. 


Την επόμενη ημέρα, μια μέρα δηλαδή πριν φύγουμε, το χωριό είχε πανήγυρι για κάποιο λόγο που δεν θυμάμαι, για να είμαι ειλικρινής στο χωριό μου κάνουν πανήγυρι απλά και μόνο επειδή είχε ωραία μέρα οπότε είναι αδύνατο να τα θυμάμαι όλα. Μέσα στον τόσο κόσμο, στους χορούς, αναμεσά στον τόσο κόσμο που μόλις μάθαινα ότι είμαστε συγγενείς, τον ξεχώρισα. Ήταν εκεί, τυπικά δούλευε στο "μπαρ", το μέρος που πήγαιναν να πάρουν μπύρες με λίγα λογία. Ώρες ατέλειωτες τον χάζευα χωρίς να τολμώ να τον πλησιάσω, μέχρι που ήρθε η Μαριά από την προηγουμένη μέρα και μας μίλησε ξανά. Από την οικειότητα που είχαν κατάλαβα ότι γνωριζόντουσαν καλά, και έτσι τον γνώρισα και εγώ. "Σωκράτης". Έτσι λεγόταν. Ήταν ο αδερφός της ο οποίος μόλις είχε τελειώσει το λύκειο και φυσικά για μένα ήταν το άπιαστο όνειρο. Καθόμασταν όλοι μαζί, δεκαπεντε-εικοσι παιδιά, και μιλούσαμε και συγκεκριμένα κανονίσαμε το απόγευμα να μαζευτούμε στο γήπεδο του χωριού οπού θα έπαιζαν αγώνα τα αγόρια και μετα θα καθόμασταν όλοι μαζί.


 Μια που μπήκα σπίτι, μια που άρχισα να κάνω μπάνιο, να ψάχνω με μανία στα ρούχα να βρω κάποιο που να μην ήταν φόρμα η πιτζάμα μιας που μόνο τέτοια είχα κουβαλήσει, να αρχίζω να βάφομαι να χτενίζω μαλλιά, ότι περνούσε από το χέρι μου για να με κάνω να μοιάζω όμορφη μιας που μαζί μου είχα κουβαλήσει μόνο τα άχρηστα πράγματα μου αφού ποτέ δεν πίστευα σε κάτι τέτοιο. Ακριβώς στην ώρα μας ήμασταν εκεί και ο αγώνας είχε αρχίσει ήδη. Εκείνος έπαιζε τέρμα. Κάτσαμε σε κάτι μικρές εξέδρες που είχε προνοήσει ο δήμαρχος να φτιάξει. Ήρθε τρέχοντας προς το μέρος του και μου ζήτησε να του κρατήσω το κινητό γιατί φοβόταν μην τυχόν του πέσει στο παιχνίδι. Τους παρατηρούσα όλουςεκείνη την ημέρα και πάλι μόνο εκείνος μου φαινόταν τόσο ξεχωριστός. Όταν έπεσε ο ήλιος, καθώς δεν υπήρχαν φωτά στο γήπεδο κάτσαμε όλοι μαζί σε έναν κύκλο βγάλαμε μια τράπουλα και αρχίσαμε τα παιχνίδια. Εκείνοςκαθόταν διπλά μου και μου εξηγούσε όλα εκείνα τα παιχνίδια που δήθεν δεν ήξερα. Ήθελα απλώς να μου μιλήσει και με κάθε δικαιολογία που έβρισκα το επιδίωκα. 


Αργά το βραδύ έφυγαν όλοι και έμεινα με την ξαδέρφη μου και εκείνον να μιλάμε. Η Νέλη τότε, η ξαδέρφη μου δηλαδή, είχε ένα αγόρι με τον οποίο μιλούσε ατέλειωτες ώρες όπως ακριβώς έκανε και εκείνο το βραδύ, πήγε παραπέρα με το κινητό της και μείναμε μονοί μας. Με τον φακό του κινητού του αναμμένο και με μονήθεά τα αστέρια ήμασταν μισοξαπλωμένοι σε ένα άδειο γήπεδο και μιλούσαμε. Μιλούσαμε για τα πάντα! Δεν μου είχε τύχει ξανά να μιλήσω τόσο ανοιχτά σε έναν άνθρωπο που δεν ήξερα. Ένιωθα σαν να τον ήξερα χρονιά και μου μιλούσε και εκείνος για τα πάντα, μου ανοιγόταν και μου παρουσίαζε τον κόσμο του, έναν κόσμο που δεν είχα ξανακούσει, διακοπές μονός του, μεθύσια, βλακείες με τους φίλους του, εκείνος δεκαοχτώ και εγώ ούτε καν δεκατέσσερα. Ένα μικρό κοριτσάκι που είχε μαγευτεί από τα λογία του...


Έμενε σε μια περιοχή στην Αθηνά κάπωςμακριά από εκεί που εμένα εγώ αλλά και πάλι στην Αθηνά, γεγονός πολύ σημαντικό διότι οι περισσότεροι που ερχόντουσαν στο χωριό έμεναν Αγρίνιο. Το βραδύ μας γύρισε σπίτι, κοντοσταθήκαμε λίγο σε ένα δρόμο λίγο πιο πέρα και κανονίζαμε για την επόμενη μέρα. Αποφασίσαμε να πάμε να βρεθούμε νωρίς το πρωί ξανά μιας που εμείς φεύγαμε την επόμενη το απόγευμά. Προκείμενου να συνεννοηθούμε μου ζήτησε το κινητό μου, όμωςεγώ δεν πήρα ποτέ το δικό του.


Την επόμενη μέρα ήμουν από τις εννιά το πρωί στο πόδι περιμένοντας με αγωνιά πάνω από το κινητό μου. Δυστυχώς μέχρι και την στιγμή που έφυγα το κινητό μου δεν είχε χτυπήσει και εκείνος ήταν χαμένος. Καθώς ήμουν στο αμάξι με προορισμό την Αθηνά συνειδητοποιούσα ποσό χαζήφάνηκα αφού περίμενα ότι θα με έπαιρνε ή θα ενδιαφερόταν. Μετα από μισή ώρα που ταξιδεύαμε έλαβα ένα μήνυμα από έναν άγνωστο αριθμό το οποίο έλεγε "Έφυγες ή σε προλαβαίνω;" Tα ματιά μου γέμισαν με δάκρυα μέσα σε ένα λεπτό. Ήμουν χαρούμενη, όχι-όχι ήμουν ευτυχισμένη. Απερίγραπτο συναίσθημα. Λένε πως η ευτυχία δεν είναι μια κατάσταση παραμόνο μικρές στιγμές. Εκείνη λοιπόν για μένα ήταν μια στιγμή ευτυχίας. Μιλούσαμε καθ' όλη την διάρκεια του ταξιδιού. Όπως και συνεχίστηκε και τις επόμενεςμέρες ατέλειωτα μηνύματα και εγώ να πλέω σε πελάγη ευτυχίας. Τον γνώρισα 24 Αυγούστου τον ίδιο χρόνο τον Σεπτέμβριο μετακομίζει με την οικογένεια του Αγρίνιο. Ο εφιάλτης που πραγματοποιούνταν.


Επί 9 μήνες μιλούσαμε ασταμάτητα. Εκείνος τον Φεβρουάριο είχε μπει στρατό, και μαζί με εκείνον έκανα και εγώ την θητεία μου αφού έβαζα ξυπνητήρι όταν είχε σκοπιά για να μιλάμε. Την ιδιά χρονιά τον Μάρτιο χώρισαν οι γονείς μου και οι καταστάσεις που ακολουθήσαν ήταν πολύ άσχημες και εκείνος ήταν εκεί καθόταν μαζί μου και συζητούσε τα πάντα. Τον είδα ξανά 18 Μαίου σχεδόν ένα χρόνο μετα, είχε πάρει άδεια για δέκα μέρες από το στρατόπεδο στην Μυτιλήνη οπού ήταν και για να πάει στην οικογένεια του στο Αγρίνιο περνούσε από Αθηνά. Είχε έρθει από το σπίτι μου, με είχε πιάσει το στομάχι μου πονούσα, τυλιγόμουν στα δυο, η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Επι δυο ώρες μιλούσαμε, δεν είχε γίνει τίποτα, εγώ κατάλαβα ότι λανθασμένα πίστευα ότι ίσως του άρεσα, και αποδέχθηκα κάπωςνευριασμένη τα δεδομένα που είχαμπροστά μου. Του άνοιξα τον στρατιωτικό σάκο και του πήρα το καπέλο και το σακάκι του, τα φόρεσα και έκατσα στον καναπέ μέχρι που μου πηρέ το καπέλο και άρχισα να το τραβάω για να το πάρω πίσω. Το φόρεσε εκείνος και εγώ του το κατέβασα για να μην τον βλέπω, μόνο τα χείλη του φαινόντουσαν και εγώ τον χάζευα όπως μιλούσε, καθώς πίστευα ότι εκείνος δεν με έβλεπε. Ήμουν λάθος όμως εκείνος ήξερε ότι χάζευα τα χείλη του και πριν προλάβω να το καταλάβω τα χείλη του ήρθαν και ακουμπήσαν τα δικά μου. Έχασα την γη από τα ποδιά μου, ήταν σαν το φιλί του να ήταν φτιαγμένο για μένα, σαν ένα κλειδί που ταιριάζει τελειά σε μια κλειδαριά. Ενιωσα πυροτεχνηματα να σκάνε μέσα μου, νόμιζα πως η καρδιά μου θα βγει έξω.


 Το φιλί του τόσο απαλό, το χάδι του με ταξίδευε, με φιλούσε από το λαιμό μέχρι χαμηλά στην κοιλιά και εγώ ονειρευόμουν. Εκείνη την στιγμή θα μπορούσα να πέθαινα για κείνον.Ήταν ότι πιο όμορφο είχα βιώσει. Μόνο που ο χρόνος μας είχε τελειώσει και εκείνος έπρεπε να φύγει, με βαριά καρδιά βγήκαμε έξω, οπού έριχνε τρελή βροχή, σαν εκείνες τις ρομαντικές ταινίες που πάντα βρέχει και η ατμόσφαιρα έχει μια αίσθηση θλίψης σαν να τέλειωσε κάτι, και ψάξαμε για ένα ταξί. Έβαλε τις βαλίτσες του στο πορτ-παγκαζ και ήρθε τρέχοντας στο μέρος μου, με φίλησε μου είπε ένα αντίο και έφυγε. Έμεινα με μια ομπρελά στην βροχή να μην ξέρω αν έπρεπε να αισθανθώ ευτυχία η θλίψη.


Μετά από κείνη την ημέρα μιλούσαμε όλο και πιο πολύ, ανοιχτήκαμε ακόμα περισσότερο μοιραζόμασταν τα πάντα, και η ζωή μας μια συνεχή πλακά σαν δυο μικρά παιδιά που πλημμυρίζουν από τρελά. Μόνο μετα από έναν χρόνο κατάλαβα ότι είχα ερωτευτεί μαζί του! Ήταν τόσο δυνατό και όμορφο όμως ταυτοχρόνως και τόσο τρομακτικό. Εκείνος ήτανΜυτιλήνη και εγώ Αθηνά. Εκείνος ζούσε την ζωή του μπορούσε να κάνει τα πάντα και εγώ ήμουν ένα δεκαπεντάχρονο κοριτσάκι που 10:30 έπρεπε να είναι σπίτι τα καλοκαιριά. 


Μετα από δυο μήνες τον είδα ξανά στο χωριό αυτή την φορά. Την πρώτη ημέρα που ήμουν εκεί ήταν 14 Αυγούστου που κάναμε πανήγυρι επειδή ήταν η παραμονή του δεκαπενταύγουστου, νομίζω τώρα καταλάβατε τι εννοούσα πριν για το χωριό μου και τις εορταστικές μας εκδηλώσεις. Δεν πήγα εκείνη την ημέρα έκατσα μαζί του σε έναν λόφο και κοιτούσαμε τα αστέρια που έπεφταν. Ήταν οι Περσίδες, ο ουρανός γεμάτος ευχές και εκείνοςδιπλά μου. Κάθε αστέρι που έπεφτε μια ευχή, κάθε ευχή ήταν εκείνος, μα όλες ήταν μάταιες αφού εκείνος φαινόταν να μην ενδιαφερόταν πλέον. Κάποια στιγμή με τσάτισε πότε άρχισα να τον απειλώ ότι θα τον χτυπούσα εκείνος καθώς έκανε πλακά άρχισε να με πειράζει και εγώ σήκωσα το χέρι μου να τον χαστουκίσω. Έπιασε το χέρι μου λίγο πριν ακουμπήσει πάνω του με τράβηξε προς τα εκείνον και με φίλησε. Ήταν σαν να είχε αρπάξει φωτιά κάτι μέσα βαθιά στην ψυχή μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα ήμουν αν δεν τον ήξερα, αν δεν είχα νιώσει ποτέ το φιλί του, το άγγιγμα του... Το ίδιο βραδύ βρήκα μια χαζή δικαιολογία και έφυγα από το σπίτι 3 η ώρα το νύχτα για να τον συναντήσω σε κατέβουν πιο πίσω από τα σπίτια μας. Την επόμενη μέρα ξύπνησα γεμάτη χαρά, με ένα ηλίθιο χαμόγελο καρφωμένο μέχρι τα αυτιά μου. Το βραδύ πήγαμε στο πανήγυρι του δεκαπενταύγουστου οπού είχαμε κανονίσει συνάντηση σε κάτι απομονωμένα μέρη του χωριού. 


Την ίδια μέρα παθαίνει κάτι ο θείος μου και έπρεπε να φύγει επειγόντος το επόμενο πρωί για να πάει στον γιατρό για την καρδιά του. Είχα έρθει με κείνον οπότε αναγκαστικά θα έφευγα μαζί του. Ήμουν απαρηγόρητη, δεν ήθελα να φύγω για κανέναν λόγο από τόσο νωρίς, έκλαιγα όλο το βραδύ μέχρι και το απόγευμα της επομένης μέρας που φύγαμε. Εκείνος δεν μπορούσε να έρθει να με δει και εγώ ράκος. Έκανα καιρό να του μιλήσω καθώς είχα καταλάβει πως εγώ ήμουν ερωτευμένη μαζί του και σε εκείνον απλώς άρεσα και τίποτα παραπάνω. Μάλιστα του είχα πει ότι δεν ήθελα να ξαναμιλήσουμε και έτσι και έγινε.


Ένα μήνα μετά μου τυχαίνει κάτι πολύ άσχημο, που θα χαλούσε την ιστορία μας το να σας το αναφέρω, και μόνο εκείνον επιζητούσα να μιλήσω. Τον πήρα τηλέφωνο είχε μείνει έκπληκτος, και από εκείνη την ημέρα δεν χωριστήκαμε ξανά. Τον είδα ακόμα μια φορά τον Σεπτέμβριο οπού βγήκαμε για καφέ, εκείνη την περίοδο ήταν με μια άλλη κοπέλα και μου ξεκαθάρισε ότι δεν είχε καμία διάθεση να ξαναγίνει κάτι. Είχα θυμώσει, με μένα, με εκείνον, με τον κόσμο ολόκληρο. Εκείνος εκεί και εγώ παγιδευμένη στην μίζερη και μισή ζωή που ζούσα εδώ. Δεν μας απότρεψε αυτό όμως από το να μιλάμε και να εξελιχθεί σε κάτι ερωτικό καθώς στον ενάμισι χρόνο που μιλούσαμε πλέον μου ομολόγησε ότι και εκείνος ήταν ερωτευμένος μαζί μου όμως λόγω της αποστάσεως ήταν αδύνατον να γίνει κάτι.

Κάθε μέρα ξυπνούσα και ήταν η πρώτη μου σκέψη, κάθε βραδύ πριν κοιμηθώ ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που άκουγα. Με εκείνον άρχιζε η μέρα μου και με εκείνον τέλειωνε. «Περίεργο πράγμα η απόσταση, άλλοι είναι διπλά μας και ταυτοχρόνως κόσμους μακριά μας , ενώ άλλους τους κουβαλάμε πάντοτε μέσα μας και ας μας χωρίζουν χιλιόμετρα». Και στο ίδιο λάθος πνιγόμουν γλυκά ξανά και ξανά δίχως να κοιτάω πίσω. Λυτρωνόμουν πάλι από εκείνον και δίχως να ξέρω χανόμουν μια ακόμα φορά στο πουθενά εκεί που η σκέψη του ήταν η μονή συντροφιά τα βραδιά που με είχαν αφήσει μονή μου τα παλιά, αυτά που κάποτε τα ονόμαζα χαρά και τώρα σβήσανε σε μια στιγμή, είχαν χαθεί λες και δεν υπήρξαν ποτέ. Κάποτε θυμάμαι είχαμε βάλει ένα στοίχημα για έναν καφέ, εκείνος πίστευε ότι ήμουν ανίκανη να φτιάξω έναν ωραίο καφέ ενώ εγώ καυχιόμουν για το αντίθετο. Ο νικητής μπορούσε να ζητήσει ότι ήθελε. Είχα κερδίσει και όταν με ρώτησέ τι είναι αυτό που θέλω μόνο δυο λέξεις κατάφεραν να βγουν από το στόμα μου "μην χαθείς!" και εκείνος μου το υποσχέθηκε...


Ήμασταν ίδιοι και συγχρόνως τόσο διαφορετικοί όσο κανένας.
Τον αγαπούσα και έτρεμα μόνο στην ιδέα του ποσό σημαντικός είναι για μένα, κάναμε συνεχώς όνειρα για το μέλλον σχεδιάζαμε την ζωή μας και αν για ένα πράγμα μπορώ να είμαι ειλικρινής είναι το γεγονός ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του όπως δεν έχω δει άλλον άνθρωπο να ερωτεύεται.


«Ξέρετε εκείνο το σημείο ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο; Εκείνο το σημείο οπού μπορείς ακόμα να θυμάσαι τα όνειρα σου, σε εκείνο το σημείο θα τον αγαπώ για πάντα, σε κείνο το σημείο θα τον περιμένω για πάντα». Στην πραγματική ζωή όμως δεν θα μπορούσα ποτέ να τον έχω, είχαν περάσει δυο χρονιά και περίμενα ένα άπιαστο όνειρο. Έτσι λοιπόν μια μέρα ξύπνησα και είδα τις ελπίδες μου και τα όνειρα μου να φεύγουν μπροστά από τα ματιά μου. Ήταν μια ψευδαίσθηση, μια οφθαλμαπάτη. Ποτέ δεν θα μπορούσα να τον έχω. Ποτέ δεν θα κατάφερνα να υλοποιήσω όλα εκείνα τα όνειρα και σχέδια που κάναμε τα βραδιά που μιλούσαμε και μας έπαιρνε το πρωί. Και εκείνη ήταν η ημέρα που αποφάσισα να τον αφήσω να ζήσει την ζωή που μπορούσε να ζήσει και εγώ να ζουσα την ζωή που μου επιτρεπόταν να ζήσω.


Εκείνη την ημέρα εγκατέλειψα τα όνειρα και προσγειώθηκα στην άσχημη πραγματικότητα που απέφευγα επανειλημμένως. 
Και εκείνη ήταν η τελευταία μέρα που του μίλησα. Τον είχα χάσει. Τον είχα αφήσει για πάντα. Η θλίψη εκείνη με καθήλωσε, με πάγωσε και ακόμα και σήμερα ένα χρόνο μετά δεν κατάφερα ποτέ ξανά να νιώσω. Μετα από εκείνον έμεινα άδεια από συναίσθημα. 


Η απόσταση είναι μια λεπτή γραμμή ποτέ όμως δεν κατάφερα να καταλάβω αν χωρίζει τους ανθρώπους ή τους ενώνει. Αν εκείνη την ημέρα δεν είχα βγει από το σπίτι μου δεν θα τον είχα γνωρίσει ποτέ και αν δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ θα ήμουν πολύ φτωχή σήμερα. Δεν ξέρω αν όλα αυτά τα γράφω για να τα πω κάπου η αν απλώς τα γράφω για να τα θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια για πάντα. Μπορεί μετα από χρόνια να γυρίσω να πω πως τελικά δεν ήταν τίποτα αυτό που ζουσα τότε ήταν απλώς μια εφηβική σχέση που στα ματιά μου έμοιαζε πελώρια και τελικά δεν ήταν έρωτας, εκείνη την ημέρα θα είναι η πρώτη ημέρα που θα έχω πει ψέματα για εκείνον...

3

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ