Χιονοπίστες

Χιονοπίστες Facebook Twitter
0

Το πρωινό ξύπνημα δεν ανήκει στις μεγάλες μου δεξιότητες. Ειδικά τις καθημερινές που θα πρέπει να είμαι στο μαγαζί στις εφτά και τέταρτο, αλλιώς ο θείος θα με ξαποστείλει πίσω στο κτήμα να ταΐζω κότες. Αναγκάζομαι να ξυπνάω στις 6:43 για να κερδίσω ύπνο. Ανοίγω τέρμα τα στόρια, ό,τι λάμπα υπάρχει στο δωμάτιο και το ρεφλεκτέρ. Η Στέλλα με έχει συνηθίσει. Φοράει μάσκα ηλεκτροκόλλησης και αλλάζει πλευρό. Ακολουθώ την κίτρινη γραμμή που οδηγεί στο μπάνιο. Εκεί θα πλυθώ στη λεκάνη με γαλλικό καφέ που έχω γεμίσει αποβραδίς. Τα ρούχα μου τα έχω επίσης έτοιμα, απλωμένα στην καρέκλα. Σέρνομαι ακολουθώντας την πράσινη γραμμή που οδηγεί στην εξώπορτα. Από εκεί και πέρα με βοηθάει ο δροσερός πρωινός αέρας και οι γύρω καταστηματάρχες. 

Αυτά όσον αφορά τις καθημερινές. Είμαι από τους τυχερούς που δε δουλεύουν Σάββατο. Από Παρασκευή βράδυ έχω ήδη στρώσει μια ντουζίνα μαξιλάρια, το καλό σεντόνι, φρεσκοπλυμμένες κουβερτούλες, το ξυπνητήρι το μεταφέρω στο πατρικό μου σπίτι, έχω κλειδώσει τα στόρια με λουκέτο, κάνω οτιδήποτε τέλος πάντων που να εγγυάται ένα υγιεινό και μακροχρόνιο ύπνο.

Έκανα ώρες μέχρι να σταθώ όρθιος με τα χιονοπέδιλα. Κατάφερα μάλιστα να κινηθώ μερικά μέτρα και πήρα τα εύσημα από την παρέα μου. Ένας μάλιστα μου έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Με πήρε η κατηφόρα κι εξαφανίστηκα από τα μάτια τους.

Σάββατο πρωί, 7:13: τα μάτια ανοίγουν μόνα τους σαν χαλασμένα στόρια. Γυρνάω πλευρό. Ο οργανισμός σε πλήρη εγρήγορση. Μετράω προβατάκια. Ελάχιστα πράγματα. Σταδιακά το πόδι μόνο του τραβιέται προς την έξοδο του κρεβατιού. Γραπώνομαι από τα σεντόνια και το βρακί της Στέλλας. Η συμβία μου με κλωτσάει και ξαπλώνομαι στο πάτωμα. Επιβάλλεται να πέσεις, δεν επιτρέπεται να σηκωθείς. Η γιαγιά στο διπλανό διαμέρισμα βάζει στο τέρμα την τηλεόραση. Οριστικό εγερτήριο.

Τουλάχιστον ένα καλό πρωινό. Το ντουλάπι πάνω από το νεροχύτη είναι γεμάτο με βρώμη, φαγόπυρο και ιπποφαές της Στέλλας. Τα κάνω στην άκρη για να φτάσω τη Μερέντα. Είχα βρει μια καλή προσφορά από Μερέντες και γράφτηκα συνδρομητής, πέντε τεμάχια το μήνα. Κοιτάω το κουτάκι και συγκινούμαι. Κάποτε που είχαμε κανονικό μισθό και δουλεύαμε οχτάωρα, κάναμε μακρινά ταξίδια και φτάναμε μέχρι τη Βουλγαρία. Εκεί να δεις κάτι πρωινά! Ειδικά τη χρονιά που πήγαμε στο Μπάνσκο για σκι και αξιοποιήσαμε τον πλουσιότατο μπουφέ του ξενοδοχείου.


Το σκεπτικό ήταν ότι πρέπει να τρώμε καλά, ώστε να ανταποκριθούμε στην κοπιαστική ημέρα που μας περίμενε στις χιονοπίστες. Ξεκινήσαμε με τσάι, γάλα, καφέ φίλτρου, ρόφημα σοκολάτα μπίτερ και γάλακτος, ψωμάκι με μερέντα, μαρμελάδες, βούτυρο με μπόλικο μέλι (που είναι και υγιεινό), κορν φλέικς, ξανά ψωμάκι με Μερέντα και μετά διάλειμμα. Ακολούθησαν διάφορα αλμυρά μπινελίκια, μπουρεκάκια με τυρί, αυγουλάκια, μπέικον, κοτόπουλο, τοπικές σούπες, διάφορα τοπικά τυριά, ομελέτες και για επιδόρπιο κάτι τεράστιες τηγανίτες με μαρμελάδα δαμάσκηνο.


Κατόπιν περιμέναμε κάποια ώρα για να χωνέψουμε, περίπου 26 ώρες, κι αμέσως ξεχυθήκαμε στις χιονοπίστες. Η δική μου πρώτη μέρα ήταν πολύ κοπιαστική. Έκανα ώρες μέχρι να σταθώ όρθιος με τα χιονοπέδιλα. Κατάφερα μάλιστα να κινηθώ μερικά μέτρα και πήρα τα εύσημα από την παρέα μου. Ένας μάλιστα μου έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Με πήρε η κατηφόρα κι εξαφανίστηκα από τα μάτια τους. Έκλεισα τα μάτια μου και προσευχήθηκα στον Άγιο Χριστόφορο. Με την αλάνθαστη αυτή μέθοδο κατάφερα να βγάλω το πρώτο χιλιόμετρο της πίστας. Όταν αναθάρρησα κι άνοιξα τα μάτια μου, άρχισα τις πρώτες τούμπες στο χιόνι. Κάθε φορά που έπεφτα, με διπλάρωνε κι από ένας Βούλγαρος επίδοξος εκπαιδευτής που με προειδοποιούσε ότι η κατάβαση είναι επικίνδυνη κι ότι θα γλίτωνα τη ζωή μου αν τον άφηνα να με εκπαιδεύσει για 50 λέβα. Τον τελευταίο από αυτούς τον απέφυγα με σλάλομ, με γλωσσόφαγε, βγήκα εκτός διαδρομής και κατέληξα σε ένα χωράφι με πατάτες.


Οι φίλοι μου με εντόπισαν με σκύλο, μου έκαναν μερικές μαλάξεις και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο. Μείναμε μία μέρα ακόμη και πήραμε τον οδυνηρό δρόμο της επιστροφής, πιασμένοι όπως ήμασταν από το σκι. Κάποιος από την παρέα πρότεινε να πάμε σε θερμά λουτρά. Τα λουτρά του Σιδηροκάστρου βρίσκονταν πάνω στο δρόμο μας και δε θα καθυστερούσαμε πολύ την επιστροφή μας. Εκείνη τη στιγμή στο λουτήρα βρίσκονταν μόνο γυναίκες, που θα παρέμεναν ως το τέλος της ώρας και στη συνέχεια θα παραχωρούσαν τη σειρά τους στους άντρες.


Ενθουσιάστηκα με την ιδέα, αλλά κανείς δε με πληροφόρησε για την υψηλή θερμοκρασία του νερού, εμένα που και στους 25 βαθμούς τσουρουφλίζομαι. Με άγνοια κινδύνου ακολούθησα τους υπόλοιπους στα αποδυτήρια, γδυθήκαμε, άνοιξα πρώτος την πόρτα του λουτήρα κι ένα παχύ στρώμα ομίχλης απλώθηκε μπροστά στα μάτια μου. Μέσα στο λευκό σύννεφο διέκρινα έναν πίνακα με το νούμερο 41. Θα αφορά τον αριθμό των επισκεπτών, σκέφτηκα. Έβαλα το δάχτυλο στο νερό. Έκανα μεταβολή για τα αποδυτήρια. Δεν είχα σκοπό να γίνω γίδα βραστή. Οι φίλοι μου με διαβεβαίωσαν ότι άξιζε τον κόπο και ότι το κόλπο ήταν να μπαίνω μέσα στο νερό πολύ αργά. Βαθειά μέσα μου κατηγόρησα τον εαυτό μου για την ολιγοψυχία μου κι έτσι αποφάσισα να παρακάμψω τις αναστολές μου. Φόρεσα ένα γιλέκο με παγοκύστες και βούτηξα στο λουτήρα.


Η όλη ατμόσφαιρα ήταν σαν να βρισκόσουν σε μια άλλη εποχή. Το λυκόφως που έμπαινε από το ανοιγματάκι στην οροφή, τα πολύχρωμα πλακάκια γύρω από το λουτήρα, η πυκνή ομίχλη που κάλυπτε τα γυμνά μας σώματα. Παρέδωσα το σώμα μου στο καυτό νερό και σταμάτησα οποιαδήποτε εγκεφαλική λειτουργία. Οι όποιες έγνοιες, οι δικές μου και των άλλων λουομένων, έκαναν διάλειμμα να μας περιμένουν έξω στα αποδυτήρια. Μια θάλασσα από κεφάλια με μισάνοιχτο στόμα γεύονταν νωχελικά τη λήθη της καθημερινότητας.


Οι περισσότεροι έφυγαν από το λουτήρα με το που χτύπησε το κουδούνι, για να έρθει πάλι σε λίγο η σειρά των γυναικών. Συνέπεια ήταν να επικρατήσει συνωστισμός στα αποδυτήρια, μια βαβούρα από χασμουρητά απόλαυσης, ευγενικές παραινέσεις και μικροκαβγάδες από παρεξηγήσεις. Είχα ανάγκη από καθαρό αέρα και ντύθηκα βιαστικά. Δυσκολεύτηκα κάπως να δέσω τα παπούτσια μου, μέχρι που ζήτησα ευγενικά από κάποιον κύριο να μαζέψει το πουλί του για να βλέπω τα κορδόνια.

Το επόμενο βήμα ήταν να επανέλθουμε στη φυσική μας θερμοκρασία, γιατί με τόσο καυτό νερό ο ιδρώτας δεν έλεγε να σταματήσει. Χρησιμοποίησα ό,τι αλλαξιά είχα, αλλά και πάλι δε σταματούσα να μουσκεύομαι. Για να μη μουσκέψω και το αμάξι, φόρεσα αδιάβροχο. Το σώμα μου, ωστόσο, το ένιωθα υπέροχα, καθώς το πλημμύριζε μια γλυκιά ραθυμία. Μέσα στο αυτοκίνητο βασίλευε ο απολαυστικός ήχος της σιωπής, γιατί τα τοπικά ραδιόφωνα έπαιζαν μονοκούκκι ποντιακά. Το μόνο ίσως που άκουγες ήταν το κελάρυσμα του ιδρώτα μου, καθώς έρεε στο αδιαβροχο και κατέληγε στην εσωτερική μου τσέπη σε μια λίμνη γαλαζοπράσινη. Παρά τους κραδασμούς του αυτοκινήτου τα πάντα σε αυτήν τη λίμνη έμοιαζαν ήσυχα και γαλήνια. Στις γύρω όχθες αναπαύονταν μικροσκοπικές πάπιες, βατραχάκια κι ένας Ιταλός με τροχόσπιτο.

Παραδίπλα είχαν κατασκηνώσει ελεύθερα μερικοί ακόμη νεαροί. Έπαιζαν τις μουσικές τους, αγνάντευαν τα άστρα, έψηναν τα μανιτάρια τους, όλα αυτά μέχρι να έρθει ο σύντροφός τους με τις πίτσες. Όλη τη νύχτα κάπνιζαν διάφορα φυτικά προϊόντα που ο καπνός τους μαζί με την υγρασία σχημάτισε ένα πυκνό νέφος. Κάποια φλαμίνγκο της λίμνης ζαλίστηκαν και βγήκαν να ζευγαρώσουν με τα σήματα της τροχαίας. Μέσα στο σύννεφο διακρινόταν κι ο αοιδός της παρέας που τραγουδούσε με την κιθάρα του θρύλους και ήρωες της παλιάς εποχής:

Σαν έφεξε η ροδοδάχτυλη αυγούλα,
βαρύς αχός ακούστηκε από μακριά.
Ο τσιλιαδώρος φτερά στα πόδια του έβαλε
στους κατασκηνωτές να φέρει τα μαντάτα:
τα σιδερόφρακτα κατέρχονται τζιπ περιπολικά.
Αμέσως οι αντριωμένοι κατασκηνωτές
με τα πιο καλά τους τ' άρματα ζώνονται,
το δοξασμένο τους σάκο μπέρκιν με τα επτά τα δέρματα,
που με περίσσια τέχνη έφτιαξε η φημισμένη η Lowe,
την ξακουστή τους κάσκα μηχανής την πολυκαιρισμένη
και το ανοξείδωτο τηγάνι που με περισσή μαστοριά
η Primus έφτιαξε σε υπερβόρεια μέρη ανήλιαγα.
Και στο ανάμεσό τους ο Αναστάσης,
μέγας των κατασκηνωτών αρχηγός,
όμοιος με πύργο καστρινό θεόρατος,
τα δυο του τα μπατόν στη γη μπήγει
κι εστάθη των εχθρών ενώπιον των,
άγριο χαμόγελο σχηματίζοντας στο όμορφο πρόσωπό του.
Και στον αγώνα το φονικό οι κατασκηνωτές ξεχύνονται
σαν φύκια παρασυρόμενοι από το κύμα της διχόνοιας.
Ένα περιπολικό εστάθη κι εκείνο ενώπιόν τους
κι από μέσα βγήκαν αγέρωχα τα δύο όργανα,
πελώρια στην όψη, με τα κατασκότεινα γυαλιά
να στραφταλίζουν καγκουριστά στο φως του ήλιου.
Με μια κίνηση ταχιά τους ανδρείους κύκλωσαν κατασκηνωτές
και με πανουργία περισσή το μπλοκάκι έβγαλαν
την κλήση να τους κόψουν επικαλούμενοι το νόμο 392/1976 (ΦΕΚ Α΄ 199/1976) περί ιδρύσεως και λειτουργίας χώρων οργανωμένης κατασκηνώσεως.
Της μοίρας το υφάδι να ξηλώσει
δεν μπορούσε πια κανείς παρά μονάχα ο Ιταλός,
που απ' το απάγκιο του για λίγο βγήκε
μ' ένα σκατόφτυαρο την ανάγκη του να κάνει
και οι κατασκηνωτές πρόφτασαν στους θάμνους να σκορπίσουν.

Έτσι πήγα να την πατήσω κι εγώ μια φορά, όταν σε μια παραλία μάς την έπεσε το λιμενικό για παράνομο κάμπινγκ. Ήμουν πιο απόμερα και πρόλαβα να ξεμπήξω τα πασαλάκια της σκηνής μου, να τη δέσω σε δυο δέντρα και να την κάνω αιώρα. Ο νόμος 392/1976 (ΦΕΚ Α΄ 199/1976) δεν προβλέπει κατάληψη δέντρου κι έτσι την γλίτωσα. Μου ήρθε όμως μια κουκουνάρα στο κεφάλι κι ονειρεύτηκα πως ήμουν ξαπλωμένος σε αιώρα. Άκουγα σεκλετισμένες μαϊμούδες να τραγουδάνε έντεχνα, οι ελέφαντες μού γαργαλούσαν τις πατούσες, ο κατακόκκινος ήλιος με έκανε σαν φράουλα, όλα ήταν εξαίσια. Κάποια στιγμή πιάστηκε η μέση μου και σηκώθηκα όρθιος. Φόρεσα το στέμμα μου από μπανάνες. Οι υπήκοοι από κάτω με προσκύνησαν κι εγώ τους χαιρέτησα φιλάρεσκα. Το βασιλικό ζεύγος της γειτονικής χώρας μού παρέδωσε την κόρη τους για νύφη, κοιταχτήκαμε γεμάτοι ηδονή, της προσέφερα μια μπανάνα κι εκείνη με χαστούκισε.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ