Καυτό !

Καυτό ! Facebook Twitter
0

Μαζεμένοι όλοι στο Παλιό Ζαχαροπλαστείο του Κιάτου, απέναντι σε μια ευθεία από τη θάλασσα με θέα στο κεντρικό δρόμο. Το πρωί η εικόνα του ίδιου μέρους είναι διαφορετική.

Δεν είναι δύσκολο από τη διακόσμηση του εσωτερικού να φανταστεί κανείς τον κόσμο που θα σύχναζε εκεί. Ωραία διακόσμηση, αριστοκρατική! Ένας μεγάλος χώρος, μια σάλα, διακοσμημένη με διάφορα ρολόγια τοίχου, από σταθμούς, μεγάλα αρχοντικά σαλόνια, από μεγαλοπρεπή δωμάτια. Όλα έδειχναν μιαν άλλη ώρα, ώστε ο επισκέπτης να ταυτιστεί με την ώρα που θα διάλεγε, ίσως και την εποχή που θα διάλεγε, ίσως και το στυλ και την κοινωνική τάξη, που θα διάλεγε. Ο διάκοσμος προσκαλούσε σε ονειροπόληση. Αν κάποιος περίμενε ένα φίλο, που είχε καθυστερήσει ή μόνος του έκανε μια στάση για έναν καφέ και του άρεσαν οι ιστορίες, εκεί έπλαθε τις καλύτερες.

Κάποτε στο μέρος αυτό σύχναζαν όλοι οι ευυπόληπτοι και οι επιφανείς πολίτες της μικρής αυτής κοινωνίας. Ο Δήμαρχος με την κυρία του, ο Χωροφύλακας με την οικογένειά του, τη γυναίκα του και τις δύο του κόρες, ο Δικαστής, ο Δικηγόρος, ο Αγρονόμος, ο Δάσκαλος, ο Γιατρός με τη γιατρέσσα, ο Συμβολαιογράφος, και άλλοι πολλοί, γνωστοί όλοι στη μικρή αυτή πόλη, με κάποια οικονομική επιφάνεια και κοινωνική αποδοχή και εκτίμηση.

Η μια ανταγωνιζόταν την άλλη στο πιο εντυπωσιακό ένδυμα. Όλες τις έραβε η κυρία Ζωζώ, εχέμυθος couturière, με μεγάλο ταλέντο και ενημέρωση και βέβαια με μεγάλο αρχείο για να αποφεύγει τις επαναλήψεις και να έχει κάθε φορά μια νέα πρόταση για την καθεμιά.

Το μέρος έπαιρνε ζωή κυρίως τα Σαββατοκύριακα και τις Εθνικές Επετείους. Στις επετείους, οι κυρίες, αλλά και οι νεαρές δεσποινίδες, φόραγαν έναν καινούργιο ρούχο φτιαγμένο ειδικά για την περίσταση. Ποτέ δεν θα εμφανιζόταν η γυναίκα του Δημάρχου με την περσινή αμφίεση, ούτε και του γιατρού. Η μια ανταγωνιζόταν την άλλη στο πιο εντυπωσιακό ένδυμα. Όλες τις έραβε η κυρία Ζωζώ, εχέμυθος couturière, με μεγάλο ταλέντο και ενημέρωση και βέβαια με μεγάλο αρχείο για να αποφεύγει τις επαναλήψεις και να έχει κάθε φορά μια νέα πρόταση για την καθεμιά.

Την μέρα αυτή έφταναν με τα φορέματα από μετάξι ή ανάλογα με την εποχή , από οργαντίνα ή οργάντζα, ή λινό, με τα παλτά από κασμίρ ή από γούνα ακριβή. Όλα εκλεκτά, καλοραμμένα και κυρίως μοναδικά. Την Κυριακή έφταναν μετά την εκκλησία και στις Εθνικές Εορτές μετά την Παρέλαση. Με τα καπέλα τους και τα κοσμήματά τους οι γυναίκες να στηρίζονται στο στιβαρό χέρι του άντρα τους. Δεν έχει καμία σημασία η δυστυχία στο σπίτι του καθενός, την ημέρα της δημόσιας εμφάνισης ήταν όλα ιλουστρασιόν. Κάτι σαν βγαλμένα από κοσμικό περιοδικό! καλοντυμένοι άνθρωποι ευπρεπείς, με τα παιδάκια τους ή και χωρίς αυτά, να περνούν ευχάριστα τον ελεύθερό τους χρόνο και ας υπάρχουν πέρα μακριά στα φανάρια οι τσιγγάνες – ζητιάνες, υπενθυμίζοντας τη δική τους ζητιάνα ψυχή για να ακουμπήσει κάπου στοργικά και ήσυχα, μακριά από περιοδικά και τοπικές εφημερίδες, από συναναστροφές εξαναγκασμού και διατεταγμένες υποκλίσεις.

Σούρουπο μέσα στο πλήθος, η φωνή του κυρ Φώτη ανησυχούσε τις συζητήσεις των Κατανιωτών. « Καυτό, καυτό καβουρδισμένο αράπικο φιστίκι !»

Ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος με ένα ξύλινο κασελάκι κρεμασμένο στο λαιμό του και μέσα είχε ζεστά αράπικα φιστίκια, πασατέμπο και στραγάλια. Σταματούσε όταν κάποιος ήθελε και με μια μικρή σέσουλα έβαζε σε χάρτινα σακουλάκια ανάλογα, είκοσι, πενήντα, ή και εκατό γραμμάρια. Ο κυρ Φώτης ! Δούλευε παλιά στα τραίνα και σταμάτησε όταν αρρώστησε βαριά η γυναίκα του η κυρά Πανωρέα. Έπαιρνε μια μικρή σύνταξη και τα απογεύματα ήταν μικροπωλητής αράπικου φιστικιού. Για αυτόν ήταν κιόλας ένας τρόπος να ξεδίνει, να έχει συναναστροφές και να μαθαίνει τα νέα της περιοχής. Κάποτε τα καλοκαίρια πήγαινε και στα δύο υπαίθρια σινεμά να πουλήσει φιστικάκι. Όταν ήρθε η κρίση και το ένα σινεμά άλλαξε ιδιοκτήτη και τον έδιωξε. «Να μην ξαναπεράσεις από το καλοκαιρινό, να παίρνουν γρανίτες, παγωτά, μπύρες και αναψυκτικά οι θεατές από το κυλικείο μου!» 'Έγινε και ένα θερινό θέατρο, κυρίως για το καλοκαιρινό φεστιβάλ Θεάτρου. Μια σιδερένια κατασκευή με θέα τη θάλασσα και άρχισε να πηγαίνει και εκεί. Οι διοργανωτές τον αποπήραν. «Ε, όχι φιστίκι στο θέατρο! Όχι! Όχι ! Να φύγετε! Είναι δυνατόν να παίζουν οι ηθοποιοί και οι θεατές να μασουλάνε φιστίκια;» Έλεγε εκείνος, ότι ο αντιδήμαρχος του είχε δώσει άδεια. «Ποιος αντιδήμαρχος και κουραφέξαλα, όποιος σου έδωσε άδεια το έκανε για να το παίξει καλός, για τα ψηφαλάκια» του φώναζαν οι διοργανωτές. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο κυρ Φώτης εκδιώχθηκε κακήν κακώς και από το χώρο εκείνο, γιατί κανένας θεατής θεωρητικά δε θα μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του την ώρα που παρακολουθούσε αρχαίο δράμα ή όποια άλλο έργο και να μην τρίξει τα δόντια του σπάζοντας τα φιστίκια. Άσε μετά τα σκουπίδια! Αντί να μάθει ο θεατής να σέβεται τον ηθοποιό, εξορίστηκε ο φτωχός ο άνθρωπος. Αυτός είναι ο καπιταλισμός! Για να σε εκπαιδεύσω, θα σου εξαφανίσω τον πειρασμό! Παιδαγωγική της απαλοιφής.

Στο Παλιό Ζαχαροπλαστείο όμως ήταν τακτικός θαμώνας. Εκεί τον περίμεναν. Μάθαιναν και τα νέα της κυρά Πανωρέας, έστελναν χαιρετισμούς ή και κανένα πεσκέσι, για να τον στηρίξουν. Εκεί ήταν ο χώρος δράσης του! Η κυρία στο ζαχαροπλαστείο του έδινε πάντα κρεμούλες ή ρυζόγαλο για το σπίτι, για εκείνον και την κυρά Πανωρέα.

Όταν επέστρεφε τα βράδια, του άρεσε να διηγείται γλαφυρά στη γυναίκα του, όλα όσα μάθαινε από την περιοδεία του. Εκείνη δεν έβγαινε πια από το σπίτι, ήταν στο κρεβάτι καθηλωμένη από κακιά αρρώστια. Η ασθένειά της είναι από αυτές τις αυτοάνοσες, που σχετίζονται με το θυμικό και που δυστυχώς επιδεινώθηκε μετά το θάνατο του γιου τους. Το παιδί έπασχε από ένα είδος σχιζοφρένειας. Από μικρός διακατέχονταν από έντονους ψυχαναγκασμούς, εμμονές, φοβίες και φαντασιώσεις. Έβλεπε φιγούρες, εκεί που δεν υπήρχαν, μίλαγε μαζί τους, άλλες φορές τσακωνόταν και χτυπιόταν μόνος του κυνηγώντας σαν μανιασμένος Δον Κιχώτης αυτόν το δράκο, που τον καταδίωκε.

Βάσανο για τους γονείς αυτό το παιδί ! Το αγαπούσαν, αλλά η φροντίδα του, η έγνοια που τον είχαν, δεν θα ξεπερνιόταν ποτέ. Από μωρό πολύ σύντομα, από τη κούνια κιόλας, όταν η μητέρα του το κοίταζε από πάνω και του έκανε κουπεπέ, εκείνο δε γύριζε το κεφαλάκι του να τη δει. Φοβήθηκαν ότι το μωρό είχε πρόβλημα με τα αυτιά του. Ο παιδίατρος τους καθησύχασε δεν ήταν πρόβλημα οργανικό. Τους είπε έχει μια μικρή ανωριμότητα, που θα ξεπεραστεί με το χρόνο. Τι να ξέρουν και τότε οι γιατροί; Το παιδί μεγάλωνε, αλλά σε ωριμότητα καθόλου. Τον έλεγαν Στράτο και μέχρι που μεγάλωσε και δεν περπάτησε ποτέ σωστά, τον έκαναν οι δικοί του «στράτα, στρατούλα...» Γρήγορα ο Στράτος μετονομάστηκε σε Μπέμπης. Ο Μπέμπης δεν πήγε ποτέ σχολείο, αν και το ζήταγε. Όταν σχολούσαν τα παιδιά τα περίμενε να τα δει πίσω από το τζάμι το χειμώνα και μετά στην αυλή. Τους μιλούσε, τους ρώταγε για τα μαθήματα, αν έγραψαν διαγώνισμα, πως τα πήγαν. Αυτά του απαντούσαν και κοντοστέκονταν σε μια συμπονετική στάση, ενασχόληση με τον Μπέμπη. Ο Μπέμπης είχε μια μικρή αρραβωνιαστικιά. Μια μαθήτρια του Γυμνασίου. Την περίμενε τη συνηθισμένη ώρα με αγωνία. Εκείνη πέρναγε και από λύπη πιο πολύ, τον χαιρετούσε θερμά και αντάλλαζε μαζί του μικρές αστείες κουβεντούλες. Τα παιδιά μεγάλωναν και ο Μπέμπης πάντα εκεί πίσω από το τζάμι ή στην αυλή. Δεν είχε καθόλου κοινωνική ζωή. Δεν τον έβγαζαν και πολύ έξω, ούτε και έκαναν άλλο παιδί. Δεν είναι ότι ντρεπόντουσαν, αλλά φοβόντουσαν μη και το άλλο γίνει σαν τον Μπέμπη. Τον τάιζαν, τον έπλεναν, τον έντυναν. Κανονικό μωρό ο Μπέμπης. Η κυρά Πανωρέα ήταν καθαρίστρια στο σταθμό του τραίνου και όλο έπαιρνε άδειες για να τον περιποιείται. Για να μην μένει μόνος του όταν έλειπαν για δουλειά, τον έστελναν στο «άλλο» σχολείο. Αυτός πάντα ήθελε αυτό το σχολείο που πήγαιναν οι φίλοι του, που σχόλαγαν τα μεσημέρια, πράγμα αδύνατο για τη διαταραχή του. Τι να του εξηγείς τώρα; Όσο έζησε ο Μπέμπης, γατί πέθανε στον ύπνο του από αναρρόφηση, πνίγηκε από τα σάλια του, ήταν το πιο τυχερό αγόρι. Δύο γονείς που τον λάτρευαν, μια μικρή φανταστική αρραβωνιαστικιά, που καθώς μεγάλωνε τη θέση αυτή την έπαιρνε μια άλλη κοπελίτσα αντίστοιχη.

Θρήνος όταν έφυγε από τη ζωή. Η κυρά Πανωρέα έπεσε να πεθάνει. Ξαφνικά έχασε το νόημα της ζωής της, να περιποιείται τον Μπέμπη. Έπεσε να πεθάνει και εκείνη. Κατάθλιψη! Δε ξαναβγήκε από το σπίτι. Στην αρχή δεν είχε διάθεση, μετά όμως αρρώστησε κιόλας. Κάτι σπάνιο και αθεράπευτο. Αυτός ο πόνος της ψυχής , το κλάμα της απώλειας, η απορία της κακιάς τύχης. Τη βασάνιζε αυτό το « γιατί σε μένα;» Τώρα τη θέση του θεράποντα στο σπίτι την πήρε ο κυρ Φώτης. Έφυγε με μειωμένη σύνταξη για να την προσέχει. Έπαψε να μιλά κιόλας. Μίλαγε εκείνος μόνος του στο σπίτι. Απαράμιλλοι οι μονόλογοι του κυρ Φώτη στο σπίτι. Της μίλαγε για να μη χάσει επαφή εκείνη με την πραγματικότητα και αυτός να μη χάσει τα μυαλά του σε ένα σπίτι με κάποιον τόσο βαριά άρρωστο.

Πνοή έπαιρνε μόνο στο Παλιό Ζαχαροπλαστείο. Εκεί έβλεπε όλη την κοινωνική ταπετσαρία, τους άσημους και του διάσημους, τους φτωχούς σαν εκείνον και τους πλούσιους, τους μορφωμένους και τους αμόρφωτους, τους νέους και τους γέρους. Όλους!

Εκεί και η γεροντοκόρη, που ανελλιπώς κάθε Κυριακή πίνει τον ελληνικό καφέ της και τρώει το λαχταριστό γαλακτομπούρεκό της, παρέα με την αδελφή της και τον άντρα της. Εκείνος μεγάλος και αυτός, τις έβγαζε με απόλυτη συνέπεια σε αυτή την κοινωνική έξοδο. Και οι δύο τους οι κυρίες, με βαμμένα μαλλιά. Η μία, η γεροντοκόρη κόκκινα πορτοκαλί, η άλλη μαύρα και φορούν και οι δυο ποστίς στο χρώμα των μαλλιών τους. Η γεροντοκόρη φορά πάντα και ένα ψεύτικό λουλούδι στα μαλλιά της.

Πιο πέρα στη γωνιά κάθεται η νεαρή αυτή ανιψιά του Δημάρχου, του γιατρού, μοναχοκόρη με μεγάλους σε ηλικία γονείς, ένα παιδί κλειστό και θα έλεγε κανείς δυστυχισμένο. Καθόταν έτρωγε το καταπληκτικό παγωτό μαστίχα, έφερνε κα το βιβλίο της κοίταζε τον κόσμο και έγραφε τις σκέψεις της στο χάρτινο τριγωνικό διακοσμητικό τραπεζομάντηλο πάνω στο τραπέζι γύρω γύρω από το μικρό ανθοδοχείο με το ψεύτικο λουλουδάκι. Ο κυρ Φώτης περνώντας μέσα από τον κόσμο τους αφουγκραζόταν και αν είχε την ευχέρεια να γράφει θα μπορούσε να γράψει ολόκληρο μυθιστόρημα. Το σίγουρο είναι ότι πάντα διάβαζε αυτά τα εφηβικά σημειώματα, που η μικρή άφηνε πάνω στο τραπεζομάντηλο, πριν φύγει. Θα ευχόταν να ήταν ο ίδιος μια νεράιδα να της φωτίσει λίγο τη ζωή.

« Όταν το μαύρο σκοτάδι απειλεί τη λευκή μου παρουσία

Και όταν η σκιά της απειλής με κυνηγά,

Τότε, τότε θέλω να πεθάνω, να πεθάνω,

Γιατί δεν μπορώ να αμυνθώ.

Όταν... η τρομερή, άγρια φωνή ακούγεται,

Τότε τρέμω σύγκορμη και ο τρόμος κυριεύει την καρδιά μου.»

Στενοχωριόταν ο κυρ Φώτης, ειδικά, όταν έμαθε ότι γίνονται έκτροπα στο σπίτι του γιατρού. Όλοι ζουν κάτω από την απειλή του και το χεράκι του είναι κάπως βαρύ και στη γυναίκα και στη μοναχοκόρη του. Πάντα τη διάβαζε ο κυρ Φώτης πάνω στο τραπεζομάντηλο και είχε από μακριά μια διακριτική επίβλεψη. Άλλη φορά, πάλι στο χάρτινο τραπεζομάντηλο αποτυπώνει το κλάμα της.

«Όταν η μικρή μου, αδύνατη ύπαρξη απειλείται,

τότε δεν ξέρω ν' αμυνθώ , δε ξέρω να σκοτώνω.

Και όμως θέλω τόσο να ζήσω μόνη,

θέλω τόσο να φύγω απ' αυτή την άβυσσο,

θέλω τόσο να λυτρωθώ, να γλιτώσω,

θέλω ν' απαλλαγώ από την ασχήμια, από την ύπουλη κενότητα του κόσμου.

Με χτύπησε, μ' έκανε να πονέσω και συνεχίζει να με χτυπά κι εγώ πονώ.

Αύριο θάναι μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα με σύννεφα.

Αύριο οι ώρες θα περνούν τόσο γρήγορα, όσο μια μάνα θα κλαίει το πεθαμένο της παιδί, όσο μια γυναίκα θα κλαίει τον πεθαμένο της άντρα.

Το αύριο...θάναι κάτι καινούργιο, κάτι το διαφορετικό σαν τη δουλειά του δημοσίου υπαλλήλου, Αύριο θα είναι μια καινούργια μέρα σαν τη χθεσινή.

Αύριο θα είναι το μέλλον του παρελθόντος.

Αύριο θα χτυπά πιο δυνατά, σαν τον μποξέρ που στο τελευταίο ημίχρονο δίνει τελειωτικό χτύπημα στον αντίπαλό του , που σωριάζεται χάμω σα σκουπίδι, σαν αυτό το σκουπίδι, που πετάμε με αφέλεια στη μέση του δρόμου μπροστά από την ταμπέλα με τις άχρηστες λέξεις « Μη ρυπαίνετε το περιβάλλον!»

Ο κυρ Φώτης καταλάβαινε ότι τα πράγματα έχουν γίνει πολύ σοβαρά και ανησυχούσε. Δεν ήξερε τι να κάνει, αλλά το έβλεπε, το παιδί είχε μαραζώσει. Είναι και η εφηβεία, που το επιδεινώνει, είναι όμως και οι ταλαιπωρίες της. Την κέρναγε φιστικάκι για να της πιάσει την κουβέντα και αυτή ολιγόλογη, του χαμογελούσε με ένα πικραμένο χαμόγελο και μάτια με μαύρους κύκλους.

Εκείνο το απόγευμα ήταν το τελευταίο απόγευμα που την είδε. Φόραγε ένα λευκό ενάερο φόρεμα. Έμοιαζε με μελαγχολική νεράιδα. Έφαγε όπως πάντα το παγωτό μαστίχα και με αργά βήματα πήγε αυτή τη φορά προς την άλλη κατεύθυνση, προς το σταθμό. Ο κυρ Φώτης διάβασε το τραπεζομάντηλο.

« Το μεγάλο άσχημο έντομο απειλεί ακόμα τη λευκή ύπαρξή μου.

Και είμαι τόσο νέα! Η ζωή θα ήταν δική μου αν ζούσα σε μιαν άλλη εποχή.

Η ζωή μου θα ήταν δική μου και θα την αγαπούσα όπως αγαπώ τον εαυτό μου

Και όσο μισώ το μεγάλο, μαύρο με πελώρια μουστάκια έντομο.

Αύριο το έντομο θα με έχει φάει! Τι κρίμα!»

Που να φανταστεί ο κυρ Φώτης ότι το κοριτσάκι άφηνε τις κραυγές της, πάνω στο τραπεζομάντηλο, ξέροντας ότι αδιάφορα θα το πετάξει η σερβιτόρα.

'Έπεσε στις ράγιες του τραίνου! Την κέρδισε το μαμούνι και ο χρόνος θα κυλά γρήγορα και χωρίς σημασία τώρα μέσα στο κλάμα του θρήνου.

Σε αυτή τη μικρή κοινωνία, όπως και σε όλες τις άλλες με το ιλουστρασιόν περιτύλιγμα, ο καθένας σέρνει το δικό του άρμα και ζει τη δική του απελπισία και το δικό του αδιέξοδο.

Ο κυρ Φώτης είναι πάντα εκεί. Μπορεί να μην είναι αυτός ο ίδιος μέσα στα χρόνια, έχει περάσει και πολύς καιρός, όμως εγώ τον βλέπω και ακούω τη φωνή του «Καυτό!. Καυτό!» 

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ