Όταν στέλνεις τα βρακιά (άντε και τα παπούτσια σου) ΝΥ-Αθήνα

Όταν στέλνεις τα βρακιά (άντε και τα παπούτσια σου) ΝΥ-Αθήνα Facebook Twitter
0

Γιατί εσύ μπορεί να λες πως στέλνεις τα βρακιά (άντε και τα παπούτσια σου) ΝΥ- Αθήνα, αλλά μπορεί να στέλνεις και κυνηγετικά όπλα, και ναρκωτικά... πώς; Δε θα τα δηλώσεις; Πρέπει να δηλώσεις τα ναρκωτικούλια σου, κύριε, σαν ευυπόληπτος πολίτης που είσαι! Να φωνάξεις τους κυρίους- κυρίους τού τελωνείου και να τούς τα δείξεις! Γιατί αν δεν τους δείξεις ναρκωτικούλια, όπλα, καινούρια «βίδεα» και τηλεοράσεις, πρέπει απαραιτήτως να τούς πείσεις πως μεταφέρεις (μόνο) τα δικά σου- κατάδικά σου προσωπικά και (προπαντός) χρησιμοποιημένα σου, δηλαδή τα βρακιά, άντε και τα παπούτσια σου. 

Όταν με το καλό φτάσουν τα κατάδικά σου... κι εντάξει ρε παιδάκι μου, δε θα τα χαλάσουμε που φτάσαν μ' ένα μήνα καθυστέρηση και πέσανε και στο τριήμερο του αγίου Πνεύματος κι αργήσανε μία μέρα ακόμη, αρχίζεις τα τηλέφωνα με το εδώ γραφείο που συνεργάζεται με την εκεί μεταφορική να δεις τι θα πλερώσεις! Μαθαίνεις λοιπόν πως έχεις να πλερώσεις το κομμάτι μεταφοράς «από κεί- εδώ», (καθαρό), και το κομμάτι «από δω – εδώ» (μπερδευτικό, χαοτικό, έχει πολλά πλοκάμια, το χάνεις). Το κομμάτι «από δω- εδώ» περιλαμβάνει το γραφείο που κάνει τη χαρτούρα παραλαβής των βρακιών και των παπουτσιών σου, τον εκτελωνιστή που στα εκτελωνίζει, κάτι λιμανιάτικα που αλλάζουν αναλόγως πόσα πολλά στέλνεις, και έναν φορτηγατζή, αν θέλεις να στα δώσει (βρακιά και παπούτσια) στο χέρι, δηλαδή στο σπίτι ... (Κι άμα ξαναστείλεις βρακιά και παπούτσια ΝΥ- Αθήνα, να μού τρυπήσεις τη μύτη)

Χέστα κι άστα δηλαδή, τινάζεται η μπάνκα στον αέρα, χάνεται ο λογαριασμός. Και δε φτάνει που χάνεται ο λογαριασμός, χάνεσαι κι εσύ στην πόλη που έζησες δεκάξι χρόνια και απουσίασες άλλα τόσα. Γιατί με το πρωϊνό άγχος τού τι θ' ακολουθήσει, περνάς μεν στο κινητό τη διεύθυνση που σού δώσανε αλλά αντί για Πειραιά,  βάζεις Παλιό Φάληρο... και μετά από μπες βγες σε τέσσερα λεωφορεία και ένα ταξί νιώθεις τουλάχιστον « Indiana Jones σε νέες περιπέτειες».

Όταν φτάσει με το καλό ο Indiana στο σωστό γραφείο και υπογράψει, πλερώσει τα δέοντα, και πάρει τον αναλυτικό λογαριασμό τού τι θα ακολουθήσει, πάει στο λιμάνι να βρει τον κύριο εκτελωνιστή. Και έρχονται εκεί δύο γλυκύτατοι κύριοι εκτελωνιστές και τον βρίσκουνε και πίνουν καφέ παρέα και συμπληρώνουν χαρτιά, και γελάνε, και τού λένε στο τέλος πως για να τον ακολουθήσουνε στο τελωνείο χρειάζονται 120 ευρώ επιπλέον. «Παρακαλώ; Πώς είπατε; Μα στον αναλυτικό λογαριασμό που μού δώσανε στο γραφείο δεν υπάρχει αυτό το ποσό!» λέει ο Indiana και οι γλυκύτατοι κύριοι εκτελωνιστές παίζουν μερικά «σπασμένα τηλέφωνα» , τού εύχονται καλή τύχη και τον αφήνουνε να συνεχίσει μόνος του.

Ο Indiana ξεκινάει με το παιχνίδι: «πινακωτή πινακωτή έλα απ' το άλλο μου τ' αυτί» που το παίζει με τους υπαλλήλους ενός μεγάλου κτιρίου. Τον στέλνουν πρώτα σε μια κυρία ξανθιά, μετά σε μια άλλη κυρία από πίσω, μετά σε έναν κύριο από δίπλα, σε μια άλλη κυρία μπροστά, στην πληρωμή στο βάθος και επιστροφή στην πρώτη κυρία ...«Να μη φύγετε αν δεν ξανάρθετε σε μένα» του λέει αυτή, και... «Καλέ, είστε με τα καλά σας; Πού να φύγω να πάω; Πουθενά δεν πάω! Εδώ θα 'ρθώ, σε σας!» λέει αυτός...

...και πάει, πάει, πάει, κάνει συλλογή από σφραγιδούλες, υπογραφούλες και χαρτάκια ο Indiana και όλα μαζί τα πάει στο τελωνείο που τού μοιάζει με ιππόδρομο κι ας μην έχει πάει ποτέ. Είναι πολλοί μαζεμένοι μες στη μέση, που πάνε κι έρχονται εντός κι εκτός γραφείων, χαιρετιούνται με το μικρό, γνωρίζονται, γελάνε, φωνάζουν, κι εκείνος ένας μόνος του με φόρμα και τιράντες στη μέση αυτού του χάους κοιτάει, ρωτάει κι ακολουθεί το δάχτυλο. Ένα δάχτυλο τού δείχνει τη γραμματεία, η γραμματεία τού δείχνει την κα τελώνη, η κα τελώνης τού δείχνει την κα Ελένη που έχει κοντά μαλλιά και είναι όμορφη, η κα Ελένη τού δείχνει τον επόπτη που καπνίζει σε ένα άλλο γραφείο, ο επόπτης έρχεται, τον ξαναστέλνει στην κα τελώνη, η κα τελώνης πάει να τον χρεώσει ...«Μα θα πληρώσω για τα βρακιά και τα παπούτσια μου;» ρωτάει και η κα τελώνης δεν τον χρεώνει... τού λέει όμως να ανέβουνε μαζί να δούν τα πράγματα, «Και φυσικά», λέει ο Indiana, μα εκείνη αλλάζει γνώμη και δεν πάνε. Τού δίνει ένα νουμεράκι, τού ζητάει απόδειξη για τα λιμανιάτικα που πλήρωσε, και ύστερα «τρέξτε» τού λέει, «πρέπει να βιαστείτε, η πύλη θα κλείσει στις 2.30 και δεν θα προλάβετε να βγάλετε τα πράγματα»... «Αμάν», λέει ο Indiana, « να πάρω τον κύριο φορτηγατζή!» Και τον παίρνει, τον βρίσκει την ώρα που φτάνει στην πύλη, φτάνει κι αυτός ξεψυχισμένος κάνοντας το «γύρω γύρω όλοι» τού κτιρίου, φορτώνουν, διασχίζουν το κέντρο, κολλάνε, ξεκολλάνε, κορνάρουν, βρίζουν, ανεβαίνουν στον τέταρτο, ξεφορτώνουν, τρίπλα και γκοολ!

Μπορεί τα βρακιά να μην τα' χει βρει ακόμη αλλά παρακαλώ να μην τον ενοχλήσετε! Τώρα ο Indiana πίνει τη μπύρα του!

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ