« Αχαρνείς »

« Αχαρνείς » Facebook Twitter
©Rob bailey
0

« Σε λίγο και στην πρώτη γραμμή θα αφιχθεί αμαξοστοιχία για Χαλκίδα και ενδιάμεσους σταθμούς. » Την γνώριμη ανακοίνωση, θα ακολουθήσει η αναμενόμενη άφιξη. 14.44, μεσημέρι ενός καλοκαιριού που ξεκινά.

Μέσα στο ποδοβολητό της αποβάθρας και το χωρίς αναστολές σπρώξιμο μπροστά στο πρώτο κιόλας άνοιγμα των θυρών του συρμού, υπό την αγωνία της κατάληψης μιας – όχι οποιασδήποτε – θέσης δεν προλαβαίνουμε συνήθως να κοιτάξουμε και πολλά απ' όσα συμβαίνουν γύρω μας. Μόλις όμως οι πόρτες κλείσουν κι η μηχανή πάρει για το ταξίδι, τότε το βλέμμα θα αναγνωρίσει πρόσωπα, πράγματα, πολλές φορές ακόμη και κατευθύνσεις ή προορισμούς. Μαντεύονται εύκολα μες τα βαγόνια οι προορισμοί των ανθρώπων. Πολλές φορές είν' η φωνή, το βλέμμα, ή και ο τρόπος που είναι τα χέρια σταυρωμένα πάνω στα σώματα.

Το τρένο αυτό, θα 'λεγε κάποιος, έχει συνεπιβάτες και συνεπιβαίνοντες. Τους συναντώ συχνά. Συνταξιδεύουμε. Είναι φορές που τους νιώθω φαντάσματα, κι άλλες που διαλέγομαι εξ αποστάσεως με τις κινήσεις και τις φωνές τους που μοιάζουν πάντα κάποιος δήμιος να τις πήρε στα χέρια του και να αφαίρεσε από μέσα τους τα χρώματα. Αναρωτιέμαι πώς να 'ταν τα πρόσωπά τους πριν. Πόσον καιρό έχουν να περάσουν το κατώφλι από τα σπίτια τους. Πώς να 'ταν η ζωή τους τις μέρες που ακόμη ζούσαν κάτω από την στέγη που ορίσθηκε για στέγη τους. Αν κάποιος τους περιμένει. Πόσοι πονούν για εκείνους. Κι αν εκείνοι κάποιες φορές πονούν. Πώς ζουν. Πώς δεν πεθαίνουν. Ποιοι είναι. Κάποιοι είναι.

Κατέβηκαν όλοι μαζί.

Ήταν σ'εκείνη την στάση τη γνωστή που πάντα κατεβαίνουν. Μερικοί, πριν ακόμη κι απ'την ανακοίνωση του οδηγού είχαν σηκωθεί απ' τις θέσεις τους κι είχαν πιαστεί απ'τις χειρολαβές κοντά στις πόρτες. Γύρισα να τους δω καθώς απομακρύνονταν όλοι μαζί, σαν μια περίεργη παρέα. Κάτι σαν αίσθηση που ζητούσε αποκρυπτογράφηση γύρισε πίσω και κόλλησε στο διπλό τζάμι του συρμού, στο ύψος των ματιών μου. Την άφησα να είναι κολλημένη σαν σαΐτα εκεί, μήπως με το ταξίδι έρθει και η λύση του μυστηρίου...

Μας συναντώ συχνά. Συνταξιδεύουμε. Είναι φορές που μας νιώθω φαντάσματα. Κι άλλες που διαλέγομαι με τις κινήσεις και τις φωνές μας. Τις βάζω όλες μαζί. Δεν ξεχωρίζω. Έχει φυσικά η κάθε μια κι ένα δικό της λόγο να ρέπει προς το φάντασμα. Κάνω την σκέψη πως αυτά τα βαγόνια των ανοίκειων και υποχρεωτικών συνυπάρξεων, που οι πιο πολλές από τις υπο-ομάδες που απαρτίζουν το κοινό τους δεν βλέπει την ώρα να λάβουν τέλος, θα μπορούσαν να είναι κάποιοι κι από τους τελευταίους τόπους ευκαιρίας των κοινωνιών μας. Ευκαιρίας για λέξεις και για μια στροφή στο α' πληθυντικό, που θα μένει έστω και ως σκιά πίσω από τα χωρίσματα και τις υπάρχουσες διαφορές. Το τρένο αυτό έχει μόνο συνεπιβάτες. Μόνο που...εκείνη η αίσθηση, που με ξένισε πριν λίγο, επιμένει. Λέει τελικά πως...

Κατέβηκαν όλοι μαζί. Και όλοι μόνοι.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ