Μια κλασική ιστορία αγάπης (κλισέ)!!!

Μια κλασική ιστορία αγάπης (κλισέ)!!! Facebook Twitter
2
Μια κλασική ιστορία αγάπης (κλισέ)!!! Facebook Twitter
©Ben Wiseman

Σκηνή 1η:

Χρόνος: Σαββατόβραδο

Τόπος: Πάρτι σε χώρο νοικιασμένο από ομάδα φίλων Είμαι με την φίλη μου Μαρία και τον γκόμενο της. Η μουσική δυνατά-μισοσκόταδο- ποτό σε πλαστικό ποτήρι.

Μαρία: Θα έρθει και ένας φίλος του Γιώργου, πολύ καλός...

Εγώ: Έλα πάλι, σου'χω πει δεν μου βγαίνουν τα προξενιά

Μαρία: Ωχ, μην γκρινιάζεις συνέχεια, είσαι μόνη σου τόσο καιρό.

Σιωπή-επικριτικό βλέμμα.

Μαρία: Είναι καλό παιδί και κούκλος, τον λένε Αντώνη Αναστασίου, να σου δείξω φωτό στο fb?

Εγώ: OXI

Μαρία: (βγάζει το κινητό) Να δες...

Εγώ: (γυρίζω το κεφάλι απτήν άλλη) Το τραγούδι μου!! λέω και αρχίζω να χορεύω έντονα (στο ηχείο παίζει RnB κομμάτι χωρίς καμία διαφορά απτό προηγούμενο).

Το πάρτι συνεχίζεται, τρίτο-τέταρτο ποτό... κανάτα με σφηνάκια και καλαμάκια περνάει γύρα. Γνωρίζω γυμνασμένο τύπο που σφίγγει τους μυς του όταν μου μιλάει, αστείο τύπο που έχει ξεφύγει αρκετά, "σοβαρό" τύπο που προσπαθεί να κάνει κοινωνιολογικο-πολιτικη συζήτηση 3:00πμ. Βαριέμαι αλλά στο σπίτι δεν με περιμένει κανείς, καλύτερα έξω. Πιάνομαι απ' τούς ώμους και χοροπηδάω στο τραγούδι που παίζει. «Το τραγούδι μου!!» λέω στην Μαρία που με κοιτάζει με μάτια μεθυσμένου. Περνάν οι ώρες ο Αντώνης Αναστασίου δεν φάνηκε ποτέ, ο κόσμος έχει αραιώσει, η μουσική μελαγχολική, το μέρος είναι ακόμη σκοτεινό. «Τι ώρα είναι?» αναρωτιέμαι. Η Μαρία με τον Γιώργο έχουν εξαφανιστεί και αποφασίζω να αράξω σε μια άδεια πολυθρόνα που βρίσκω. Είναι αυτές του τύπου Lazy boy, ψηλαφώ το μπράτσο, τα κουμπιά ανταποκρίνονται, η πολυθρόνα έχει γίνει οριζόντια σαν κρεβάτι. Τα μάτια μου κλείνουν, μάλλον το παράκανα με το ποτό... Ξυπνώ και είναι ακόμη σκοτάδι, η μουσική έχει κλείσει, κάποιος κατέβασε τα ρολά. Πάω τουαλέτα, το έντονο λευκό φώς με τυφλώνει, είναι τόσο βρώμικα.... κοιτάω το κινητό σε λίγο ξημερώνει, ας την αράξω λίγο ακόμη να μην πληρώνω και διπλή ταρίφα στο ταξί. Στην επιστροφή, τα μάτια μου δεν έχουν συνηθίσει την διαφορά στο φώς, σκοντάφτω κάπου, παραπατάω, το γόνατο μου ακουμπάει το κρύο δέρμα της πολυθρόνας. Επιτέλους...! Ξαπλώνω λίγο άγαρμπα και αμέσως καταλαβαίνω ότι είναι κάποιος εκεί! Αυθόρμητα η παλάμη μου ακουμπά στο στήθος του για να τον σπρώξει, πάω να πέσω από την κίνηση, εκείνος βάζει προστατευτικά το χέρι του γύρω από τον ώμο μου. Χριστέ μου, μυρίζει υπέροχα...

Ξαφνικά από κάπου ανοίγει μια πόρτα και με το φως που μπαίνει στο χώρο, τον βλέπω. Το πρόσωπο μου είναι 10εκ. από το δικό του, τα μάτια του είναι στο χρώμα του νερού και εγώ διψάω τόσο.... ακούσια η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, αυτός το νιώθει, σκύβει και με φιλάει γλυκά και καθόλου επιθετικά. Σαν πρωινό καλωσόρισμα εραστών που νοιάζονται ο ένας για τον άλλο. Το σώμα μου ρίγησε, το χέρι του κατέβηκε στην μέση μου και με έσφιξε πάνω του. «Πάμε?» μου λέει και η ανάσα του είναι ακόμη στο στόμα μου, χωρίς να πάρει απάντηση, σηκώνεται αργά αλλά σταθερά, με κρατά από το χέρι και κατεβαίνουμε τις σκάλες. Η κίνηση, ο αέρας από το παράθυρο του αυτοκινήτου του με κάνει να ξυπνήσω. Εκτιμώ την κατάσταση, πρέπει να είναι γύρω στα 30...εμφανίσιμος, μαύρο σπορ αμάξι –μάλλον ακριβό-όπως το κινητό του. Κοιτάζω τις γιγαντοαφίσες που προσπερνούμε, όλες γράφουν 'ΦΥΓΕ ΜΑΚΡΙΑ'. Σιωπηλά σχεδιάζω την απόδραση μου-γαμώ τον προσανατολισμό μου- σε ποια περιοχή είμαστε? Και εκείνος είναι σιωπηλός αλλά όλο λοξοκοιτάζει, σαν να καταλαβαίνει τον δισταγμό μου επιταχύνει επικίνδυνα προς τον προορισμό. Τα φρένα τρίζουν στο απότομο φρενάρισμα, έχει παρκάρει σε υπόγεια πιλοτή. Μου ανοίγει την πόρτα, εγώ καθυστερώ ψάχνοντας σπασμωδικά το κινητό μου στην τσάντα μου (αμάν με αυτή τη τσάντα/ τα πάντα έχει μέσα). Βγαίνω, αναγκαστικά... «Ξέρεις....» πάω να πω αλλά εκείνος μου κλείνει το στόμα με ένα φιλί. Στο ασανσέρ το άγγιγμά του γίνεται πιο τολμηρό, ψηλαφά τις καμπύλες απ' τά οπίσθια μου και έπειτα, τα σφίγγει κυριαρχικά.

—Πως σε λένε ομορφιά μου; λέει ανέμελα

—Κορίνα (ίσα που ακούγομαι)

—Εμένα Αντώνη. Μέχρι να ξεκλειδώσει το βλέμμα μου πέφτει στο κουδούνι. «Σε λένε Αντώνη Αναστασίου;»

—Ναι, γιατί; Χαμογελάει διάπλατα. Κλασσικό εργένικο σπίτι, πράγματα-ρούχα-πιάτα –ποτήρια, παντού

—Θα πιείς κάτι;

—Μόνο νερό, σε παρακαλώ.

Με αφήνει μόνη μου στο σαλόνι, δεν κάθομαι, στέκομαι όρθια με την τσάντα στον ώμο, υπολογίζω την απόσταση από την πόρτα, δεν είναι μακριά.... Μπαίνει αφύσικα ανάμεσα σε μένα και στο διάδρομο της πόρτας (η κουζίνα είναι από την άλλη μεριά). Μου προτάσσει, το ποτήρι με το νερό. Το πίνω παγιδευμένη στην φωλιά του. Η αμηχανία και η ένταση είναι μεγάλη. Το παίρνω απόφαση, στην ερώτηση flight or fight, ψηφίζω flight. Κάνω ένα αποφασιστικό βήμα στο πλάι στην χαραμάδα ανάμεσα σε κείνον και την πόρτα. Ατάραχος με σηκώνει εύκολα στα χέρια, όπως κάνουν οι νεόνυμφοι σε κάποιες χώρες. Η τσάντα πέφτει από τον ώμο μου και τυλίγω τα χέρια μου στον λαιμό του. Φυσικά, επόμενος σταθμός κρεβατοκάμαρα. Εδώ στο σινεμά κόβεται η σκηνή και τα κορίτσια ονειρεύονται ρομαντισμό και λέξεις όπως αγάπη. Δεν είναι έτσι στα αλήθεια. Με πετάει –σχετικά απότομα- στο κρεβάτι και χύνεται πάνω μου. Τα χέρια του αχόρταγα, τρέχουν στο κορμί μου και σε λίγα λεπτά εγώ είμαι εντελώς γυμνή και εκείνος πλήρως ντυμένος. Μου χουφτώνει τα στήθη, φέρνει τις ρώγες μου στο στόμα του και τις δαγκώνει, αστραπιαία με γυρνάει ανάποδα και ορμάει στον κωλο μου. Τόση ώρα ούτε ένα φιλί... Είμαι πάλι ανάσκελα, τώρα με φιλάει άγρια ενώ το χέρι του ψάχνει ανάμεσα στα πόδια μου την δίοδο μέσα στο κορμί μου. Το μυαλό μου διαμαρτύρεται με τεράστια πλακάτ για αυτήν την εκμετάλλευση. Το σώμα μου όμως βλέπει το πόθο του στα μάτια του, το τι του κάνει το κορμί μου και γουστάρει την υποταγή στο αντρικό στοιχείο (γαμώτο αρχίζω και υγραίνομαι...). Του ξεκουμπώνω αδέξια το πουκάμισο και φιλάω τυφλά τον κορμό του, εκείνος ανυπόμονα ξεκουμπώνει το παντελόνι του και βρίσκεται γυμνός μπροστά μου. «Έλα...» μου λέει προκλητικά και πλησιάζει το σκληρό από στύση πέος του στο πρόσωπό μου. (Τι μας λες...). Κάνω πως δεν καταλαβαίνω. Τον σπρώχνω απότομα προς τα πίσω και ανεβαίνω πάνω του. «Έλα εσύ...» λέω βραχνά. Τα πρωτόγονα ένστιχτα αναλαμβάνουν και το γνωστό μέσα-έξω επαναλαμβάνεται σε διάφορες στάσεις. «Τελειώνω..!» ενημερώνει με βαθιά φωνή και κορυφώνει μέσα μου. Τα επόμενα λεπτά είναι τα καλύτερα, χωρίς σκέψη, χωρίς ενοχές στον απόηχο της ηδονής. Εδώ δεν είναι ταινία όμως, νιώθω το υγρό σπέρμα του να τρέχει στους μηρούς μου.

«Δεν έβαλες προφυλακτικό;!» πετάγομαι σαν ελατήριο στο μπάνιο. Κάθομαι πολύ ώρα εκεί, παρέα με τον επικριτικό καθρέπτη, όταν βγαίνω εκείνος κοιμάται (ή κάνει ότι κοιμάται). Είναι ολόγυμνος, ξαπλωμένος ανάσκελα, βασιλιάς. «Δεν πάει στο διάολο...» μουρμουρίζω χαμηλόφωνα, φοράω το εσώρουχο μου και ξαπλώνω εξαντλημένη. Το άλλο πρωί/μεσημέρι ξυπνάω πρώτη, τον κοιτάζω από πάνω μέχρι κάτω, εντυπωσιακός το λιγότερο... (ΗΛΙΘΙΑ) γράφει με κεφαλαία φωσφορίζοντα κόκκινα γράμματα το πλακάτ στο μυαλό μου. Φοράω μια αθλητική μπλούζα του και κάτι γυαλιά ηλίου που βρίσκω μπροστά μου, θέλω τόσο πολύ έναν καφέ...! Ανοίγω ένα ένα τα ντουλάπια της κουζίνας, που θα πάει θα βρω μια κούπα καθαρή. Τον βλέπω στο περβάζι της πόρτας, να κάθεται και να με παρατηρεί. «Καλημέρα» μου λέει και με αυτοπεποίθηση έρχεται κοντά μου και σκύβει να με φιλήσει. Τον αποφεύγω επιδεικτικά. «Έχεις φορτιστή για Samsung; Έκλεισε το κινητό μου» του λέω. Απρόθυμα εκτελεί την εντολή. Το συνδέω και με την κούπα καφέ στο χέρι κατευθύνομαι προς το μπάνιο.

—Σε πειράζει να κάνω ένα ντους;

—Θέλω και εγώ καφέ.

—Σπίτι σου είσαι, μπορείς ελεύθερα να φτιάξεις λέω χαμογελαστά και μπαίνω στο μπάνιο. Το νερό τρέχει στο σώμα μου και εγώ νιώθω χάλια, γιατί όμως αναρωτιέμαι. Έπειτα μου έρχεται σαν αποκάλυψη. Θέλω να είμαι Εσύ και όχι Εγώ, θέλω να Παίρνω και όχι να Δίνω. Τα μάτια μου λάμπουν από την συνειδητοποίηση, βγαίνω και τον βλέπω να παίζει ένα παιχνίδι στο κινητό του. Στέκομαι όρθια μπροστά του, με κοιτάει αθώα.

—Γονάτισε! του λέω. Εκείνος παραμένει ακίνητος. —Γονάτισε! επαναλαμβάνω και αυτήν την φορά του δείχνω επιτακτικά το πάτωμα με το δάκτυλο μου. Υπακούει, περίεργος. —Καλό παιδί, τον επαινώ με ένα ελαφρύ χτύπημα στο κεφάλι. Αφήνω την πετσέτα να πέσει και αρχίζω να τρίβω το αιδοίο μου στο πρόσωπο του. Αυτό είναι...Κάτι γίνεται... η μυρωδιά μου- τα υγρά μου τον τρελαίνουν, με γλύφει παντού, βάζει τον αντίχειρα του στον κόλπο μου και εγώ αναστενάζω —Πιο σιγά του λέω... Αντ' αυτού σηκώνεται με κολλάει στον τοίχο και χωρίς προειδοποίηση μπαίνει μέσα μου. Ζαλίζομαι, τα πάντα σκοτεινιάζουν -Καλά το πας... ψιθυρίζω και με αυτό επιταχύνει την κίνηση του. Πάλι έχασα το πάνω χέρι... δεν με νοιάζει όμως, με έχει φτιάξει πολύ και δεν αργώ τώρα. Μετά είναι πιο άνετα σε σχέση με την πρώτη φορά. Κατευθείαν ντύνομαι, ψάχνω το σουτιέν μου μια ώρα στα σεντόνια, χαιρετώ με το χέρι, χωρίς κουβέντα. Του φεύγει μια λοξή ματιά στο κινητό του, σίγουρα θα παίξει το παιχνίδι του μόλις κλείσει η πόρτα.

Σκηνή 2η:

Χρόνος: Μεσημέρι καθημερινής,

Τόπος: Καφετέρια στο κέντρο. Εκείνος έχει φτάσει πρώτος. Την βλέπει από μακριά-τζίν παντελόνι, αθλητικό παπούτσι-απλό μπλουζάκι.

—Γεια λέω και κάθομαι αμέσως

—Γεια λέει και εκείνος , έχει μείνει μετέωρος όρθιος, περίμενε σταυροφίλημα.—Άργησες, πετάει για αντίποινα

—Γυναίκες... απαντάω χαμογελαστά. Έχεις παραγγείλει;

—Όχι σε περίμενα.

—Ώστε βρήκες το τηλέφωνο μου απ'τον Γιώργο; Τρομερή σύμπτωση, ε; Να θέλουν να μας κάνουν προξενιό και..

—Πως και με πήρες τηλέφωνο; τον κόβω απότομα. Sorry που σε διέκοψα αλλά γιατί να λέμε πράγματα ήδη γνωστά (εννοώ... μου την δίνει η υπόνοια του πεπρωμένου στην ιστορία μας, παραμύθι που δεν αγοράζω)

—Βιάζεσαι;

—Όχι καθόλου Σιωπή, 1001, 1002, 1003, 1004, 1005

—Πέρασα καλά τις προάλλες και για αυτό ήθελα να σου τηλεφωνήσω. Εσύ;

—Εγώ, τι;

—Γιατί ήρθες;

—Καταρχήν, (απαντώ με σοβαρότητα) όταν έχεις κάνει sex με έναν άγνωστο χωρίς προφυλακτικό και σε παίρνει να σου πει κάτι. Πας για να δεις τι έχει να σου πει

—Όχι, όχι, όχι δεν έχω καμία ανακοίνωση ιατρικού περιεχομένου λέει γελώντας. Έπειτα από λίγο «ούτε εσύ, έτσι?»

— Εγώ όλα καλά, έχω κάνει όλες τις πρέπουσες ενέργειες από μεριάς μου.

— Αυτό ακούστηκε πολύ επίσημο και επαγγελματικό (κοροϊδεύει..;)

—Ωραία τώρα που ξεκαθαρίσαμε αυτό το κομμάτι, για πες λοιπόν — Τι να πω; λέει εκείνος

—Σχετικά με εσένα και εμένα, με εμάς αν προτιμάς (γυναικουλιστικη ατάκα, τι την είπα;)

— Να παραγγείλουμε έναν καφέ; (Πάλι πήρε το πάνω χέρι...) Αναμονή για τον σερβιτόρο, αναμονή για τον καφέ.... Λοιπόν εγώ πέρασα καλά τις προάλλες και για αυτό σου τηλεφώνησα (επαναλαμβάνεσαι....)

—Αυτό που λες ερμηνεύεται με πολλούς τρόπους

— Εσύ τι θέλεις;

— Θέλω να σε καταλάβω

— Τώρα ψυχανάλυση θα μου κάνεις;

— Όχι, απλώς να απαντήσεις, θέλεις να βγαίνουμε στα πλαίσια μιας σοβαρής σχέσης ή να βρισκόμαστε μόνο για sex;

—Βρε συ Κορίνα, ίσα που γνωριζόμαστε. Ακόμη δεν ξέρω τι θα προκύψει, είναι νωρίς (ΨΕΥΤΗ...)

—Ναι αλλά προς ποια κατεύθυνση το βλέπεις να πηγαίνει; Σχέση αποκλειστικότητας ή ελεύθερη σχέση; (Τον χαβά μου εγώ.... ) Μένει σιωπηλός, ίσως ζυγίζει τις επιλογές του, ειλικρίνεια ή θόλωμα νερών; Με κοιτάζει εξεταστικά, μάλλον δεν τον εντυπωσιάζω γιατί λέει

—Θα προτιμούσα κατ'αρχην μια ελεύθερη σχέση...εχω τρελά ωράρια με την δουλειά... πολύ στρες

—Καταλαβαίνω. Δυστυχώς εγώ δεν έχω την συναισθηματική ωριμότητα που χρειάζεται μια ελεύθερη σχέση. Σίγουρα θα εμπλακώ συναισθηματικά

— Γιατί μιλάς έτσι;

—Πως έτσι;

— Σαν καθηγήτρια! έχει εκνευρισμό στην φωνή του. Δηλαδή εσύ ήρθες εδώ για αγάπες και λουλούδια; Συνεχίζει στο ίδιο ύφος Κοιτάω ευθεία μπροστά και όχι εκείνον

—Ναι, δυστυχώς... Παρότι προσπαθώ να διαφέρω είμαι κλισέ. Θέλω να δέσω με συναίσθημα αυτόν που μπήκε στο σώμα μου

— Πάντως άμα θες κανένα βράδυ να πιούμε πάλι κανα ποτάκι... (ΗΛΙΘΙΕ που το είπες-ΗΛΙΘΙΑ που το ήθελες)

—Νομίζω ολοκληρώσαμε την κουβέντα μας (γιατί μιλάω έτσι;;)

—Με διώχνείς;!

—Προς θεού, όχι απλώς λέω πως δεν είσαι υποχρεωμένος να καθίσεις άλλο. Εγώ θα μείνω λίγο ακόμα, έχω μια συνάντηση πιο μετά

—Τι συνάντηση; Με άλλον υποψήφιο γαμπρό;

—Θα συναντήσω μια ομάδα, που είμαι μέλος της, είπα απλά

—Τι ομάδα;

—Τι σε νοιάζει; Από ένα Blog

—Τι blog;

—Έλα φύγε, κερνάω εγώ

—Δεν χρειάζεται κοριτσάκι μου, το αντρικό πρότυπο επιβάλλει να κεράσω εγώ (10-0). Ψηλός και αγέρωχος απομακρύνεται με άνεση απ' τό τραπέζι.

Σκηνή 3η:

Χρόνος: Μεσημέρι καθημερινής.

Τόπος: Καφετέρια στο κέντρο (η ίδια)

—Πάλι άργησες

—Γυναίκες....

—Γιατί γράφεις στο Blog?

—Οχου, συνέχεια βιαστική και σπαστική.—Κάτσε να παραγγείλουμε ένα καφέ. Αναμονή και πάλι (Θεέ μου είναι τόσο εντυπωσιακός....!)

—Λοιπόν μην αρχίσεις τα ίδια, θα μιλήσω εγώ απλά και ξεκάθαρα. Πήγα να ανοίξω το στόμα μου αλλά αμέσως το έκλεισα και τον κοίταξα σοβαρά στα μάτια

—Αρχικά μπήκα στο Blog από περιέργεια, μετά είδα ότι έχει ενδιαφέρων και είπα να συμμετέχω. Εσύ που το κατάλαβες, αφού γράφω με ψευδώνυμο;

—Από τις αναχρονιστικές αντρικού προτύπου απόψεις σου, από πού αλλού;

—Σου το πε η Μαρία, ε;

—Ναι

—Λοιπόν ξεκάθαρα δηλώνω ότι δεν θέλω τίποτα. Απλώς είδα ότι έχει ενδιαφέρον και είπα να συμμετέχω (επαναλαμβάνεσαι...)

—Θα μου το απαγορέψεις; —Ξέρεις μπορώ.... είμαι ο administrator του blog —Για κάτσε... δηλ είσαι ο Βold2026; Εγώ νόμιζα ότι είσαι η Degeneres3. —Πολύ αστείο.... —Πραγματικά με εντυπωσίασες τώρα... δεν κάνω πλάκα —Εντάξει μπορείς να γράφεις στο blog αν θες.

Σκηνή 4η:

Χρόνος: Βράδυ Πέμπτης

Τόπος: Σπίτι/Bar στην Ερυθραία Μπροστά στον καθρέφτη. Φοράω το μαύρο φόρεμα, γυρνάω πλάγια ξανά μπροστά. Το βγάζω. Κοιτάω στο κρεβάτι, τον σωρό από ρούχα, δοκιμασμένα ξανά και ξανά. Φοράω το τζιν, μπλούζα με πλάτη έξω, πλατφόρμες. Παίρνω κλειδιά –κινητό-πορτοφόλι και κλείνω βιαστικά την πόρτα πίσω μου, πάλι άργησα. Στο Bar έξι άτομα, οι πέντε άντρες-μια γυναίκα. Λίγο ευτραφής, φοράει ζιβάγκο, γυαλιά μυωπίας (εκτός συναγωνισμού). Με συστήνει σε όλους.

—Αν δεν ερχόσουν σήμερα θα έλεγα πως δεν υπάρχεις στα αλήθεια, λέει ο κολλητός του (φουσκώνω από αυτοπεποίθηση-μιλάει για μένα). Μου είχε ξαναπεί να βγούμε, πάντα με παρέα όχι μόνοι μας, είχα αρνηθεί (είναι αλήθεια προσπάθησα). Σήμερα όμως γιορτάζουμε την προαγωγή του, και την έζησα τόσο πολύ την προσπάθεια του. Τόσοι μήνες, τόσα μηνύματα... Αρχικά ήταν το blog, μετά κάθε κοινωνικό μέσο δικτύωσης, έπειτα στο κινητό (όταν εκνευριζόταν που δεν απαντούσα στα άλλα). Είχε κρατήσει τον λόγο του, κανένα υπονοούμενο. Ήταν τόσο χαρούμενος, ακτινοβολούσε. Όλο το βράδυ γελούσαμε με το παραμικρό.

—Θα πάρω ταξί.

—Έλα θα σε γυρίσω εγώ. Το ίδιο μαύρο αμάξι, στην ίδια θέση εγώ, να με φυσάει ο αέρας από το παράθυρο και οι γιγαντοαφίσες με το ίδιο προειδοποιητικό μήνυμα. Αλλά εγώ έκλεισα τα μάτια και είπα:

—Ο Τάσος είναι ακριβώς όπως τον περιέγραψες Ανάλαφρη κουβέντα και μετά σιωπή.

—Ωραίο το σπίτι σου. Τυπικό σπίτι εργένισσας τακτοποιημένο, με αρωματικά stick και ασορτί μαξιλάρια στον καναπέ.

—Θα μου βάλεις ένα τελευταίο ποτό;

—Όχι

—Όχι;

—Όχι δεν έχω, μόνο νερό και πορτοκάλια

—Πορτοκάλια;

—Για χυμό βρε βλάκα! —Βλάκα;;

Δεν άντεχα άλλο. Στο ερώτημα flight or fight, κάθε κύτταρο του οργανισμού μου φώναξε Fly!! Δεν άκουγα όμως και κόλλησα το στόμα μου στο δικό του.

Εκείνος ξαφνιάστηκε αλλά μόνο στιγμιαία. Την έσπρωξε στον τοίχο και το πρώτο πράγμα που έπιασε ήταν το μουνί της. Τα δάχτυλα του έπαιζαν με την κλειτορίδα της και το άλλο του χέρι έσφιξε το λαιμό της. Χαλάρωσε την λαβή του μόνο όταν κοκκίνισε το πρόσωπο της από την έλλειψη αέρα. Έπειτα είπε:—Γονάτισε! και χωρίς να βιάζεται κατέβασε το παντελόνι μαζί με το εσώρουχο. Τον κοίταξα, γονάτισα και τύλιξα το χέρι μου γύρω από τό πέος του. Πλησίασα με μισάνοιχτο στόμα, σταμάτησα και τον ρώτησα :—Αυτό θες;—Ναι από την πρώτη στιγμή.

Βόγκηξε δυνατά καθώς τον έπαιρνα στο στόμα μου. Μόλις τελείωσε τα πράγματα έγιναν ξεκάθαρα. Βγήκε από το μπάνιο ντυμένος και νευρικός. Δεν τον κοίταξα στα μάτια καθόλου, μηχανικά τακτοποιούσα τα ξυλάκια στο αρωματικό, ξανά και ξανά. Με τον ήχο της πόρτας που κλείνει ένιωσα απελπισία αλλά και ανακούφιση Έμεινα όλο το βράδυ ξύπνια, αγκαλιά με το μαξιλάρι και τα μάτια πρησμένα από το κλάμα. Είμαι τόσο κλισέ! Πιο κλισέ πεθαίνεις! Ήθελα τόσο πολύ να τον μισήσω. Ένα τεράστιο ΓΙΑΤΙ αναβόσβηνε σαν νέον πινακίδα μέσα στο κεφάλι μου. Δεν μισούσα όμως αυτόν, ένας καλύτερος υποψήφιος ήταν εκεί μπροστά μου να απαντήσει, εγώ. Γιατί πρόβαρες ατάκες και ανασκεύαζες συνεχώς τις ιστορίες σου για να τις στείλεις σε αυτόν; Γιατί κλεινόσουνα στο σπίτι ενώ καταλάβαινες ότι βγαίνει με άλλες; Γιατί φώναζες την φιλική σας σχέση ενώ αυνανιζόσουν στην σκέψη του;

Το παιχνίδι ήταν στημένο, εγώ το έστησα. Τόσες σκέψεις, βιβλία και συμβουλές όλα άχρηστα. Σώμα και Μυαλό προγραμματισμένα να βαδίσουν στον διάδρομο της ανέλπιδης αγάπης, ναρκωμένη από το όνειρο του άπιαστου. Πήρες φόρα στον διάδρομο που είχες κατασκευάσει και χτύπησες κατακούτελα στον τοίχο. Τώρα κοιτάς το αίμα και κλαις. Κλάψε δεν χάνεις τίποτα άλλο απόψε.

Σκηνή 5η(τελευταία):

Χρόνος: Μεσημέρι καθημερινής,

Τόπος : Καφετέρια στο κέντρο (η ίδια, βολεύει είναι κοντά)

—Άργησες... έλεγα δεν θα έρθεις

—Γυναίκες...

—Λοιπόν δεν με άφησες να σου ζητήσω συγνώμη

—Βιάζεσαι; Δεν θα παραγγείλουμε καφέ; Θλιμμένο χαμόγελο, έχει τα χάλια του

—Να ξέρεις χώρισα με την Ελένη

—Ποια Ελένη;

—Έλα μην παίζεις μαζί μου στην είχα αναφέρει στα μηνύματα μου

—Όχι δεν νομίζω (ΨΕΥΤΗ!!)

—Όπως έλεγα θέλω να ζητήσω συγνώμη

—Γιατί μου ζητάς συγνώμη; Δεν καταλαβαίνω...

—Γιατί με βρίζεις στα μηνύματα;

—Μην είσαι τόσο ευαίσθητος, σιγά την βρισιά. Μου έστειλες «Hi», σου έστειλα «άντε στο διάολο». Απλώς θεώρησα ότι είναι ένας ξεκάθαρος τρόπος να τελειώνουμε χωρίς μηνύματα παρηγοριάς και λύπησης

—Απλώς θεώρησες...

—Γιατί χώρισες με την Ελένη;

—Έμαθε ότι την απατούσα

—Α, ναι με ποια;

—Με δουλεύεις Κορίνα;

—Πώς το έμαθε; Δισταγμός, αναστεναγμός, αναμονή.

—Είδε κάτι μηνύματα προς τον Τάσο. Τον φανταστικά να τα περιγράφει όλα με λεπτομέρειες, τους φαντάστηκα να γελάνε παρέα με χοντροκομμένα αστεία που συνηθίζουν οι 'κολλητοί' μεταξύ τους. Τόσο κλισέ!

—Γιατί δεν μιλάς?

—Τι να πω? Καλά να πάθεις?

—Όχι

—Γι'αυτό δεν μιλώ

—Ξέρεις... (βλέμμα κουταβιού) το σκεφτόμουν, σε σκεφτόμουν..... εμάς δηλαδή -Ξέρεις πως δεν μου αρέσουν οι κουβέντες χωρίς νόημα —Θέλω να είμαστε μαζί. Αν θές να συγκατοικήσουμε κιόλας. Ότι θέλεις εσύ Σιωπή, ενώ με κοίταζε με τα καταγάλανα μάτια του, το τέλειο πρόσωπο του, το γυμνασμένο σώμα του. Αυτό είναι! Στο τέλος του διαδρόμου ένα μεγάλο φωτεινό παράθυρο φάνηκε και με καλούσε, αυτό είναι, αυτός που περιμέναμε από καιρό. Δεν άντεχα άλλο. Στο ερώτημα flight or fight, κάθε κύτταρο του οργανισμού μου φώναξε Fight!!

Όλα μέσα μου άναψαν κόκκινο εκκωφαντικά. Σηκώθηκα τόσο απότομα που σχεδόν αναποδογύρισα το τραπέζι. Καφέδες-νερά όλα χυθήκαν, ένα ποτήρι ακούστηκε να σπάει. Έβραζα από θυμό

—Εάν είχα ένα μαχαίρι, μα το Θεό θα σε σκότωνα! Με πίστευε, με κοίταζε όρθιος με τρόμο

—Κάτσε κάτω! Υπάκουσε μηχανικά

—Καλό παιδί... Γύρισα πλάτη και έκανα να φύγω. Δεν παίζω σε ταινία όμως μην το ξεχνάς. Με σταμάτησε ο σερβιτόρος φωνάζοντας για την ζημιά. Του έδωσα 50 ευρώ, σταμάτησε επιτέλους. Σε κάθε μου βήμα θόρυβος πολύς και σκόνη από τους τοίχους που γκρεμίζονταν. Περπάτησα πολύ, μέχρι που δεν έμεινε τίποτα από τον διάδρομο, μόνο χαλάσματα. Σήκωσα μια πέτρα και έκανα θρύψαλα το παράθυρο που ακόμα στεκόταν. Πέρασα μέσα από τα γυαλιά και έκοψα βαθιά το χέρι μου. Το έβαλα στο στόμα και γεύτηκα το αλμυρό αίμα μου. Και ήταν ωραία

2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

2 σχόλια
Δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον το κείμενο,και είναι γραμμένο με ένα τρόπο που μου "πάει".Από κει και μετά επί της ουσίας βγάζει θυμό,επιθετικότητα,έλλειψη ενσυναίσθησης,απουσία ευαισθησίας,και γενικά μία αρνητική, κυνική αντιμετώπιση της ερωτικής προσέγγισης.Η ερωτική συνεύρεση ως μάχη,σχεδόν πόλεμος,και όχι εφαλτήριο για επικοινωνία,τρυφερότητα,ανθρώπινη επαφή μικρής έστω διάρκειας.